Πάντα πεδίο μάχης ήταν βέβαια η γλώσσα – δεν αιφνιδιαζόμαστε. Από καταβολής. Κάθε γενιά τα ίδια: οι βάρβαροι άντε πόρτας, οι απαίδευτες μάζες, η λεξιπενία των νέων, η κατάρρευση, οι ανερμάτιστοι νεολόγοι. Κλειδώνω ξεκλειδώνω, κι ο κλέφτης μέσα είναι. Άκου ξεδηλώνω! Από πού κι ως πού, κύριε!
Κοινωνικό φαινόμενο τον λες τον καυγά, παρά γλωσσικό. Το 1712 ο πολύς Τζόναθαν Σουίφτ —ναι, αυτός με τον Γκιούλιβερ—, ο Σουίφτ λοιπόν έγραφε ένα αριστουργηματικό δοκίμιο καταπέλτη: «Πρόταση για τη διόρθωση, βελτίωση και καθιέρωση της αγγλικής γλώσσας». Και το έστελνε επιστολή στον πάτρονά του, τον Λόρδο Ρόμπερτ Χάρλεϊ. Σ’ αυτήν την επιστολή - δοκίμιο, ο μεγάλος συγγραφέας καταγινόταν με τα προβλήματα της αγγλικής γλώσσας του καιρού του.
Και παραπονιόταν. Ο Σουίφτ. Ότι η γλώσσα αυτή αλλοιωνόταν κι εκφυλιζόταν. Ότι παρήκμαζε. Ναι, από τότε. Ότι γινόταν ολοένα και λιγότερο καθαρή, όλο και λιγότερο κομψή και εκλεπτυσμένη, και όλο και πιο χαοτική. Ακηδεία κατά τη γραφή και κατά την εκφορά, αυτά ήταν τα βασικά αίτια. Γιατί ο κόσμος είχε γεμίσει απαίδευτους. Αγράμματους. Και εξ αυτού του κατήφορου, οι επερχόμενες γενεές —ήταν φανερό— σε λίγο δε θα ήταν σε θέση να διαβάζουν τα κείμενα των Άγγλων συγγραφέων.
Για να αντιμετωπισθεί το χάος, σύμφωνα πάντα με τον Σουίφτ, η γλώσσα θα έπρεπε να σταθεροποιηθεί και να τυποποιηθεί. Έπρεπε, έγραφε, να ιδρυθεί κάποια αρχή που θα ρύθμιζε τα γλωσσικά ζητήματα και θα διατηρούσε τη γλώσσα ανέπαφη. Ορίστε: χαζοί ήταν οι Γάλλοι που είχαν ιδρύσει την Académie Française;
Έβρισκε απαράδεκτες τις συντομεύσεις των λέξεων. Απορριπτέους τους νεολογισμούς και απολύτως καταδικαστέο τον δανεισμό από άλλες γλώσσες. Και η κατάχρηση συναιρέσεων και ατύπων εκφράσεων θα έπρεπε να αποφευχθεί πάση θυσία.
Μέγας ένοχος κατά τη γνώμη του, εκτός των άλλων, και οι γραφιάδες του καιρού του. Για τους ανερμάτιστους νεωτερισμούς που εκόμιζαν στη γλώσσα. Καθώς και οι μορφωμένοι, δια της παραλείψεως αυτοί, αφού υιοθετούσαν παράτυπες ή ανακριβείς εκφράσεις. Και βεβαίως, ποιος άλλος, η κυβέρνηση. Που δεν αντιλαμβανόταν το χρέος της απέναντι σε ένα μέγιστο ζωτικό εθνικό ζήτημα.
Αφού επρόκειτο, φυσικά, για γενικότερη παρακμή – όχι απλώς γλωσσική, αλλά πρωτίστως ηθική και πολιτιστική. Ήταν φανερό: δεν ήταν απλώς η γλώσσα. Ήταν η κουλτούρα του αγγλικού έθνους που εκφυλλιζόταν σταθερά. Ήταν η διαφθορά της κοινωνίας. Εξ ου και η ανασύσταση του καθαρού δομημένου λόγου προέβαλλε ως ανάγκη κατεπείγουσα, καθώς ήταν βέβαιο ότι θα ανόρθωνε και τη δομημένη σκέψη και την κοινωνική συμπεριφορά.
Τα παλαιά έργα, ο Σέξπιρ κι ο Μίλτον, έπρεπε πάση θυσία να παραμείνουν ευκόλως κατανοητά και διαχειρίσιμα από τους ομιλητές της γλώσσας. Γιατί αν τα πράγματα παρέμεναν ως είχαν, μετά από κάνα δυο γενιές, ουδείς πλέον θα εγνώριζε τους συγγραφείς αυτούς.
Η γλώσσα έπρεπε να αποκτήσει σταθερούς αδιαπραγμάτευτους κανόνες, μια για πάντα. Να κλειστεί στο γυάλινο κουτί. Διότι, όπως διαβεβαίωνε ο σπουδαίος συγγραφέας, μια γλώσσα περιφραγμένη και οχυρωμένη πίσω από σιδηρούς κανόνες είναι κατά πολύ ανώτερη από μια χαοτική, αενάως εξελισσόμενη απορρυθμιστική σύγχυση. Χωρίς την παραμικρή αμφιβιλία: το διακύβευμα ήταν η επιβίωση του έθνους.
Έχουν περάσει τρεις αιώνες από το 1712. Τριακόσια δεκατρία έτη συναπτά. Μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια, η βασίλισσα Άννα θα πέθαινε, και ο Γεώργιος Α΄, ο πρώτος μονάρχης του Οίκου του Αννόβερου, θα ανερχόταν στον θρόνο. Οι Τόριδες θα παρήκμαζαν και την εξουσία θα κατελάμβαναν οι Γουίγκς, οι πολιτικοί πρόγονοι των Εργατικών. Πρωθυπουργική διακυβέρνηση. Ο Σάμιουελ Τζόνσον, παρά την εκφρασμένη πεποίθησή του ότι οι ζώσες γλώσσες δεν δαμάζονται, εκδίδει το περισπούδαστο λεξικό του, το μεγάλο έργο της γλωσσικής ορθότητας, σε μεγάλο βαθμό καταπραΰνοντας μερικές από τις σημαντικότερες αγωνίες του Σουίφτ. Για να καταφθάσει στο μεταξύ ο αιώνας του Διαφωτισμού και της βιομηχανικής επανάστασης. Να οι εφημερίδες, να τα περιοδικά, να το απόλυτο ξεχείλωμα. Πάει, χάθηκε η μπάλα. Τώρα πια τη γλώσσα τη διάβαζε και την χρησιμοποιούσε ο πάσα εις. Παρακμή; Μπα. Άνθιση λέγεται αυτό. Ειπώθηκε και τυπώθηκε ό,τι δεν είχε ειπωθεί ως τότε. Αλλά πάντοτε με τους σκεπτικιστές να πανικοβάλλονται. Ο Ρόμπερτ Λόουθ, ας πούμε, εξέδωσε τότε την περίφημη Γραμματική του που, για να προλάβει το επερχόμενο κακό, ξεκαθάριζε ποια ήταν τα πρέποντα αγγλικά.
Αλλά προλαβαίνεται τέτοιο κακό; Το άνοιγμα στον κόσμο επέμενε. Η Βρετανία άπλωνε την αυτοκρατορία της παντού. Μια αυτοκρατορία όπου πάντα σε κάποια περιοχή της είχε μέρα μεσημέρι. Ο ήλιος δεν έδυε ποτέ στα εδάφη της. Από τη Βόρειο Αμερική και τις Ινδίες ώς την Καραϊβική και την Αφρική. Στη γλώσσα εισόρμησαν λέξεις δάνειες από παντού: από τα χίντι και τα ούρντου των Ινδών κι από τα σιού των Ινδιάνων, από τα ναουάτι των Αζτέκων και τα κέτσουα των Ίνκας, από τις γλώσσες της Καραϊβικής και τις Αφρικάνικες, από τα σουαχίλι και τα ζούλου, από τα σανσκριτικά, τα πέρσικα και τα ταμίλ, από τις γλώσσες των Αβοριγίνων της Αυστραλίας, ως τα χαβανέζικα, ώς τα μαορί και τα ταγκαλόγκ. Η αγγλική γλώσσα πλουτιζόταν, εξελισσόταν, απλωνόταν σαν την παλίρροια και καταλάμβανε τα πάντα. Πού οι κανόνες και πού οι γραμματικοί. Κρατιέται με γκέμια το τσουνάμι;
Αν και είναι σφαλερό να θεωρεί κανείς ότι φαινόμενα και δυναμικές επαναλαμβάνονται στον χρόνο, δεν είμαστε πολύ μακριά από την αναζήτηση παραλληλισμών και αναλογιών: τα δύο, δηλαδή η αστραπιαία εξάπλωση της Κοινής στα χρόνια του Μεγαλέξαντρου και δώθε, και η ανάλογη εξάπλωση των αγγλικών μετά τη βιομηχανική επανάσταση, έχουν πολλά κοινά. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μια γλωσσική έκρηξη: μια γλώσσα που γίνεται κυρίαρχη και εξαπλώνεται στην (κατ)οικουμένη σε χρόνο ασύλληπτα βραχύ. Για μια σειρά λόγων εξελίσσεται στο κύριο εργαλείο συνεννόησης σε ευρύτατες γεωγραφικές περιοχές και διαδίδεται σε μη σχετιζόμενα γλωσσικά υποστρώματα, δανείζεται από παντού, εισπράττει τα πάντα και μεταδίδει άλλα τόσα, ανταλλάσσει ζωτικούς χυμούς με τους γλωσσικούς τόπους που κατακλύζει, τους ποτίζει και ποτίζεται απ’ αυτούς – με δυο λόγια γίνεται η λίνγκουα φράνκα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τους τόπους αλλά και για την ίδια. Αδυνατίζει και χάνεται; Μπα. Προφανώς το αντίθετο συμβαίνει.
Πώς θα μπορούσε ο Σουίφτ, ο μεγάλος συγγραφέας τού 1712, να έχει κατανοήσει πώς λειτουργεί το φαινόμενο; Ο ίδιος ήταν μάλλον ρυθμιστικιστής, όπως θα λέγαμε κοιτώντας τον με τα σημερινά μας γνωστικά γυαλιά. Prescriptivist είναι ο σχετικός όρος στα αγγλικά. Πίστευε δηλαδή ότι η γλώσσα μπορεί και πρέπει να περιγράφεται από κανόνες τους οποίους οφείλουμε να τηρούμε απαρεγκλίτως. Πού να φανταζόταν τι θα ακολουθούσε. Πώς θα μπορούσε να είχε συλλάβει πώς θα εξελισσόταν το γλωσσικό φαινόμενο.
Από την άλλη, στην άλλη άκρη του φάσματος βρίσκεται ο περιγραφισμός. Descriptivism, είναι ο άλλος όρος. Είναι η αντίληψη ότι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε με το ζωντανό που λέγεται γλώσσα είναι να αντιλαμβανόμαστε εναργώς και να αποτυπώνουμε πώς συμπεριφέρεται και πώς διαμορφώνεται από τους ομιλητές, χωρίς σ’ αυτήν την αποτύπωση να παρεισφρέουν κρίσεις και αξιολογήσεις. Η ηλιοφάνεια ή η καταιγίδα δεν είναι ούτε καλά, ούτε κακά. Είναι φαινόμενα. Όταν μαζευτούν σύννεφα κι αν αυτά ψυχθούν, τότε βρέχει. Καλώς ή κακώς. Είναι φυσικός νόμος, και δεν έχει να κάνει με την κακαισθησία ή την αγραμματοσύνη των ανθρώπων.
Ρυθμιστικισμός και περιγραφισμός. Δύο αντίρροπα σκεπτικά. Κι όσο, στους τελευταίους αιώνες, μελετάμε το φαινόμενο, ιδιαίτερα μάλιστα κατά τον τελευταίο, όπου οι ταχύτητες με τις οποίες γίνονται οι μεταβολές στη γλώσσα αλλά και οι μεγάλες αλλαγές στον τρόπο αποτύπωσής της, η ευρύτατη διάδοση κάθε αποκρυσταλλωμένης μορφής της, κειμένων, ηχογραφήσεων, κ.λπ., τόσο γίνεται φανερό ότι ο αγώνας ανάμεσα στα δύο είναι μόνο στο μυαλό μας. Όπως ισχύει για όλα τα εκκρεμή που βασανίζουν τον νου των ανθρώπων, η βέλτιστη θέση ισορροπίας βρίσκεται μάλλον στον συγκερασμό.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι τουλάχιστον σε γλωσσικά φυλασσόμενους χώρους, όπως είναι για παράδειγμα η καθόλου εκπαίδευση, ή η γλώσσα των ιατρών ή τα νομικά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν είναι δυνατόν να λείψει η συνταγογράφηση: δε γίνεται να κρατήσουμε ένα ανεκτό επίπεδο επικοινωνίας παρά μόνο αν καταφέρουμε να περιγράψουμε, εκτός από τους νόμους με βάση τους οποίους εξελίσσεται το φαινόμενο, και την τρέχουσα μορφή τού γλωσσικού συμβάντος. Έτσι θα το λέμε, ρε παιδιά, αυτό το πράμα, και όχι αλλιώς. Γι’ αυτούς και γι’ αυτούς τους τεκμηριωμένους λόγους. Γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να συνεννοηθούμε. Στον αιώνα τον άπαντα.
Από την άλλη είναι ηλίου φαεινότερον ότι η γλώσσα δεν ψήνεται με βάση συνταγές. Ό,τι θέλει θα κάνει κι όπως ευκολυνθεί θα πορευτεί. Αυτή θα τους ορίσει τους κανόνες, και σε μας απομένει, στην καλύτερη περίπτωση, να τους αντιληφθούμε και να τους διατυπώσουμε με ενάργεια. Καμία κανονικοποίηση δεν γίνεται να την περικυκλώσει, κανένας νόμος να την πεδήσει και καμία μαντεψιά να την περιδέσει. Πάντα θα πρέπει να είμαστε σε θέση να πιάνουμε κατά πού φυσάει ο άνεμος και να μπορούμε να αρθρώνουμε με επάρκεια τα συμπεράσματα. Συμπεράσματα που, όσο πιο απροκατάληπτα και έντιμα είναι, τόσο λιγότερο θα μας απομακρύνουν από την κατανόηση του θαύματος.
Μέχρι τότε, οι αξιολογικοί συλλογισμοί, οι κατηγορίες περί αγραμμάτων και κακαισθήτων ομιλητών, και κάθε τέτοιας μορφής επιθετικές ρητορικές, το μόνο πράγμα που φανερώνουν είναι τον πανικό μας μπροστά σ’ έναν κόσμο που προχωράει και πια δεν μας περιέχει. Τον θυμό μας απέναντι στο αναπόφευκτο, και την αδυναμία μας να διαχειριστούμε τις εκφάνσεις του.
Το να μην κατανοείς την πραγματικότητα είναι ένα ζήτημα. Το να θυμώνεις μ’ αυτήν, είναι ένα άλλο.
------------------------------
1. Αναφορά σε άρθρο της γλωσσικής ομάδας Μιλάμε σωστά... Γράφουμε σωστά... σχετικά με τη χρήση των λέξεων δηλώνω / ξεδηλώνω.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου