Κ. Κοστάκι, λέει η υπογραφή, κάτω χαμηλά στο άγαλμα.
Κσενοφόν Κοστάκι. Έτσι γράφεται: Ksenofon Kostaqi. Γλύπτης. Που εκτός απ’ αυτόν εδώ, εκτός τον ανδριάντα με τα δυο κορίτσια δηλαδή, έχει σκαλίσει και τον οβελίσκο, τη «Μητέρα Πατρίδα», στα ψηλά του Αργυρόκαστρου, από κει που κοιτάς όλη την κοιλάδα του Δρίνου και βλέπεις τα βουνά. Ολούθε βουνά.
Κοντά στο πρώτο σχολείο του Αργυρόκαστρου ο οβελίσκος, να γιορτάζει τη γλώσσα την αλβανική, που δεν αφήναν οι Οθωμανοί να διδάσκεται, κι όποιον την έκανε μάθημα τον κανόνιζαν αυτοί, άντε ρε από κει, οθωμανέζικα θα μιλάτε, θέτε δε θέτε, όχι αλβανικά. Μουντάζ Δράμι, Κσενοφόν Κοστάκι και Στεφάν Παπαμιχάλι οι τρεις γλύπτες. Και τιμήθηκαν με τον «Έπαινο της Πόλης» για τη δουλειά τους.
Τα βουνά. Όπου κι αν κοιτάξεις. Γύρω και πάνω κι από παντού. Το Μάλι ι Γκέρε στα δυτικά, το Πλατοβούνι, που χώριζε τους αρχαίους Χάονες στα δύο. Από ’δώ η Αντιγόνεια, και πέρα η Φοινίκη, κατά θάλασσα μεριά, κατά Κέρκυρα. Στα βορειοανατολικά τού Αργυρόκαστρου, το Λουντζέρι. Πιο ανατολικά η Νεμέριτσκα, το θηρίο. Και παντού τα λημέρια των αντάρτικων ταγμάτων, τού Πέμπτου και του Έκτου. Μπαταλιόνι Ασίμ Ζένελι και Αμπάζ Σέχου και Ναΐμ Φρασέρι – μερικά από τα ονόματά τους. Καμιά χιλιάδα ένοπλοι. Και βάλε. Κι αργότερα και το Μπαταλιόνι Ζάχο Κόκα.
Αφού ήδη από το ’39 είχε γεμίσει το μέρος με Ιταλούς. Από ’κεί τον Οκτώβρη του ’40 είχαν εξαπολύσει την ελληνική επιχείρησή τους. Είχαν μπουκάρει τότε οι δικοί μας και φτάσαν ώς τη θάλασσα, αλλά μπουκάρησε και η Βέρμαχτ απ’ τη Μακεδονία και σωθήκαν οι Ιταλοί. Κι ύστερα τα ξανακάναν μούσκεμα και εν τέλει παραδοθήκαν στους Συμμάχους. Το ’43. Οπότε, κατά φθινόπωρο μεριά, την ίδια χρονιά, σηκώσαν τα μανίκια οι Φριτς, Ομάδα Ε, Γκενεράλ Ομπέρστ Αλεγκζάντερ Λερ, και χύθηκαν νότια. Στο Αργυρόκαστρο η XXI Γκεμπίργκς Αρμέεκορπς. Η 21η Ορεινή. Καθήσαν, βολευτήκαν, κανόνισαν σπιούνους, συνεργάτες – τα γνωστά, κι αρχίσαν τις εκκαθαρίσεις.
Αλλά ήταν αργά. Τα μέτωπα κατέρρεαν το ’να μετά το άλλο. Οι Αλβανοί είχαν οργανωθεί – ο Εμβέρ Χότζα έχει φτιάξει το Κομμουνιστικό Κόμμα ήδη από το ’41 κι αμέσως και την Ένωση για την Εθνική Απελευθέρωση – έτσι τη λέγανε. Και το στρατιωτικό της, τον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό. Ουστρία Νατσιοναλτσλιριμτάρε ε Σκιπερίσε. Και μέσα στο Αργυρόκαστρο γινόταν πόλεμος – πατριώτες, χαφιέδες, από σπίτι σε σπίτι.
Τα δυο κορίτσια με τις αλυσίδες στα χέρια είναι η Μπούλη Ναΐπη, απ’ το Αργυρόκαστρο, και η Περσεφόνη Κοκεδήμα, απ’ το Κηπαρό. Λίγο πριν τα μαζέψουν οι Γερμανοί, το ’44, τις τσιμπήσαν. Ο πόλεμος χανόταν κι αυτοί είχαν αφηνιάσει. Τις λιανίσαν να μαρτυρήσουν πού κρύβονταν οι υπόλοιποι. Δε μασήσαν αυτές, και τις κρεμάσαν. Κοντά στην πλατεία τη μεγάλη, την Τσέρτσιζ Τοπούλι, αυτήν με τα οθωμανικά τα πέτρινα τα κτήρια.
Να τις βλέπουν τις κοπέλες οι ντόπιοι να παραδειγματίζονται. Εικοσιδύο χρονών η μία και δεκαεφτά η άλλη. Να βρέχονται απ’ τη βροχή, να τις χτυπάει το λιοπύρι. Κι εκεί στήθηκε ο ανδριάντας τους μετά, αυτός που έφτιαξε ο Κοστάκι. Μπρούτζινος, όλος ρώμη και ανδρεία – οι αντάρτες είχανε γίνει κυβέρνηση στο μεταξύ και το πράμα είχε πάρει τέτοιο προσανατολισμό: μπρούτζινο. Τα κορίτσια απομείναν να ατενίζουν τα βουνά – σοσιαλιστικός ρεαλισμός λέγεται αυτό. Αισιοδοξία, ηρωισμός, και αξίες. Είπαμε: να τα βλέπουν οι ντόπιοι να παραδειγματίζονται.
Δεκαεπτά Ιουλίου έγινε το κακό. Στάταμπουδιέτα κορίκ, έτσι είναι στα αλβανικά. Στάταμπουδιέτα πάει να πει δεκαεπτά. Και κορίκ είναι ο Ιούλιος.
Αλβανική λέξη. Κορίκ. Θα πει Θεριστής.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου