(Τον πετούν μες τη σκηνή. Από τα παρασκήνια αριστερά και δεξιά τον ακολουθούν ιπτάμενα παλιοπάπουτσα, αντικείμενα, σκουπίδια, κ.λπ. Ο θόρυβος καταλαγιάζει. Είναι περισσότερο τρομοκρατημένος παρά επιθετικός. Εκνευρισμένος. Ανήσυχος.)
Να σας πάρει, να σας πάρει. Κοίτα λύσσα κακιά. Κοίτα γινάτι. Φαγωθήκανε. (Έρχεται παπούτσι. Το αποφεύγει.) Να μη σώσω. Να μη δω άσπρη μέρα. Αφρίσανε. Γιατί μωρέ γαμώ τη; Τι σας έκανα; Ε; Τι σας έκανα μωρέ; Τι τους έκανα γαμώ το και αφηνιάσανε; (Έρχεται σακούλα με σκουπίδια. Την αποφεύγει.) Ορίστε! Καλημέρα τους λέω, σκουπίδια μου πετάνε. Ούτε να σηκώσω τα μάτια μου απάνω τους. (Στη σκηνή προσγειώνεται κανό. Το αποφεύγει. Το κοιτάζει. Καταρρέει.) Γιατί μωρέ πατέρα... Τι τους έκανα μωρέ πατέρα;
(Πάει και κάθεται στο παγκάκι περίλυπος.)
Αμ ξέρω τι τους έκανα. (Διορθώνει.) Όχι. Ξέρω τι δεν έκανα: δεν τα ’κανα στην ώρα τους. Μέτρα πρέπει; Μέτρα να δουν τα μάτια σας. Αυτά είναι, κύριοι. Πρέπει να γίνουν αυτά κι αυτά. Έτσι έχουν τα πράματα. Κι αν σας βαστάει, ρίξτε με. Κόφτε το λαιμό σας. Το ’λεγες εσύ, πατέρα. Όπως δίνεις στο γατί το φάρμακο! Έτσι δεν έλεγες, πατέρα; Χρααακ! Με τη μία. Του το χώνεις στο λαρύγγι. Να μην προλάβει. Κι ας ουρλιάξει. Ας λιποθυμίσει. Μετά θαρθεί και θα σου τρίβεται. Καταλαβαίνει αυτό. Γιατί αν το αρχίσεις στην κουβέντα το γατί, ξέρεις θα χρειαστεί επέμβαση, ξέρεις θα πονέσεις, ξέρεις θα κόψω λίγο εδώ, πάει. Και θα σε ξεσκίσει, και άρρωστο θα μείνει. Αλλά φοβόμουνα. Πολύ φοβόμουνα. Πανικός μ’ έπιανε. Κι ας έλεγα τ’ αντίθετα. Κολλημένος εγώ; Όχι, βέβαια. Με την καρέκλα; Μα τι λέτε, κύριοι!Κρυφτούλι έπαιζα. Είχα και βοηθούς. Δε λέω. Κάτι λουλούδια δικούς μας. Άααλλοι κολλημένοι. Ειδικοί στην καθυστέρηση. Μα πού είναι η μπάλα; Ψάχναμε τη μπάλα, και καλά. Μέτρα ψηφίζαμε και μέτρα δε βλέπαμε. Όχι σήμερα είναι Κυριακή, όχι η συγκυρία, όχι οι αντιδράσεις, όχι σταδιακά, όχι οι εξαιρέσεις, να μη στάξει, μια στιγμή να πάω τουαλέτα, ξέρεις τώρα. Πρώτοι στο δούλεμα, πρώτοι στον αγώνα. (Τον πιάνει απελπισία.) Γιατί σε μένα, ρε πατέρα;
Αχ, δεν έπρεπε. Απ’ την αρχή. Δεν έπρεπε να τα πάρω εγώ τα κλειδιά. Δεν έπρεπε. Η αλεπού. Είχε έρθει ένα πρωί. Κει που καθόμασταν. Μες την καλή χαρά. Τοκ τοκ χτυπάει το τζάμι. Ποιος; Ποιος είναι στο τηλέφωνο; Η Μαριώ. Και τι θες, καλή μου, πρωί πρωί; Το δαχτυλίδι να σας δώσω, καλέ. Ποιο δαχτυλίδι χριστιανή μου; Βρήκα ’δώ ένα δαχτυλίδι. Με κοίταζε αθώα. Δικό σας δεν είναι; Είχε φέρει η πουτάνα τα κλειδιά του μαγαζιού. Δικά σας, λέει, είναι. Πάρτε τα. (Τρόμος.) Ποιος, εγώ; Και τι σχέση έχω γω; Πετάγεται η μαμά. Βεβαίως κι έχεις σχέση. Μια αγκωνιά, μου ’κοψε την ανάσα. (Μουλωχτά – μιμείται τη μάνα του.) Πάρτα. Δικά σου είναι. Δικά σου. (Επανέρχεται.) Και δως του με ξενύχιαζε. (Ξανά μιμείται τη μάνα του.) Τώρα είναι η δική σου η ώρα. (Επανέρχεται.) Ένα χαμόγελο, εξήντα δόντια. (Ξανά η μάνα του.) Ευχαριστούμε, κυρά Μάρω. (Επανέρχεται.) Και τη σπρώχνει έξω στα γρήγορα και της βρόντηξε και την πόρτα στα μούτρα μην τυχόν κι αλλάξει γνώμη, παραλίγο να της μαγκώσει την ουρά. Τα πήρα. Τρέμαν τα χέρια μου. Γιατί, ρε πατέρα; Πού ήσουνα να πεις μια κουβέντα;
Εγώ τι σχέση είχα με τα γαμόκλειδα; Καλά δεν γύρναγα εγώ στα φόρα; Δω και κει. Στο πουθενά. Στα εξωτερικά. Δως του ταξίδια. Δως του αεροπλάνα. Λίγο ακόμα και θα ’βγαζα δίπλωμα πιλότος. Δως του διασκέψεις, δως του αγγλικά. Τους είχα τρελάνει στην αμερικανιά. Ο σοσιαλισμός, η διεθνής, η ολυμπιακή εκεχειρία... Γραβάτες... δείπνα... γκόμενες... Τι σχέση είχα ’γώ με το κατάστημα;
Αλλά είχα, κατάλαβες; Είχα. Δε μου πήγαινε καλά. Οικογενειακό το μαγαζί, γωνία. (Τα βάζει με τον πατέρα του.) Και γιατί εσύ κι όχι εγώ; Τι είχες δηλαδή εσύ που δεν το είχα εγώ; Μπορείς να μου πεις; Αμερικάνος εσύ; Αμερικάνος κι εγώ. Καθηγητής εσύ; Καθηγητής και ’γώ. Πατέρα πρωθυπουργό εσύ; Το ίδιο κι εγώ. Καλά δε στα ’πα στη Μητρόπολη; Ε; Στη μέση του Ναού; Παπάδες και Μητροπολιτάδες. Φώτα. Κάμερες. Πολυέλαιοι. Και κόσμος. Ατέλειωτος κόσμος. Ωραία, και στρογγυλά και στράτα. (Αγριεύεται.) Τα ’μαθες τα νέα; Έ; (Ηρεμεί.) Μωρέ, καλά έλεγε η μαμά: (Μιμείται τη μάνα του.) Μην τον φοβάσαι βρέ. Πάει. Τέλος. Δε σηκώνεται. (Επανέρχεται.) Δίκιο είχε. Πού να σηκωθείς να μου τα χώσεις. Εκεί. Μόνο άκουγες. Επιτέλους. Μια φορά και συ μόνο άκουγες. Ό,τι είχα και δεν είχα να σου πω. Μώκο εσύ.
Τα πήρα τα γαμόκλειδα. Που να μην έσωνα. Τα πήρα.
Το ’ξερε η κουφάλα η αλεπού. Ήταν η ώρα μας να φάμε απ’ τα τρία το μακρύτερο. Της κακομοίρας. Μας πήρε και μας σήκωσε. Αλλά ήταν η σειρά μας. Κάπου έπρεπε να εκτονωθεί. Κι εγώ τόξερα. Όλοι το ξέραμε. Αλλά και τι να ’κανα; Να του τ’ άφηνα τα κλειδιά; Ήθελα να ’ξερα ρε πατέρα, πώς τον έκανες ζάφτι αυτόν τον άνθρωπο τόσα χρόνια; Πώς τον είχες σούζα κι έφερνε και τον καφέ; Αχ, ρε πατέρα.
Και σηκώνεται ο χοντρός κι αρχίζει τα μου σου, από δω κι από κει. Ε, ρε το λαίμαργο. Ε, ρε το παμφάγο. Όπως πάντα. Εκεί! Πρώτα να φάει τη σαλάτα, να μη φαν οι άλλοι, κι ύστερα απ’ το δικό του το πιάτο! Μη χάσει! Να προφτάσει. Βάλε σάλτσα. Βάλε κεφτέδες. Εγώ το σκότωσα το φίδι. Κι άλλους κεφτέδες.
Ε, ρε κουφάλα χοντρέ. Φυλαγμένη όμως του την είχα. Γιατί είχα δάσκαλο εγώ, δεν είχα, πατέρα; Ήξερα τι να κάνω. Πάνε να σου πάρουν το κόκαλό σου; Μπήγεις τις φωνές και τους ψήνεις όλους ότι είναι δικό τους το κόκαλο, όχι δικό σου! Ότι και καλά το διεκδικείς για πάρτη τους. Κι τρέχουν όλοι. Τσακίζονται. Σκοτώνονται για σένα.
Κουβέντες εσύ, χοντρέ; Διεκδίκηση εγώ. Εκλογές! Τι; Ποιο κόμμα; Πανελλαδικές, καλέ. Όλοι θα ψηφίσουμε, οι πάντες. Καλά. Δεν παίζομαι. Δεξιοί αριστεροί στον Άγιο Παντελεήμονα. Να προσέλθουμε. Λαϊκή Δημοκρατία. Λαοθάλασσα. Η ετυμηγορία! Με ξέρεις εμένα, πατέρα. Ξέρεις τι πανεπιστήμιο είμαι ικανός να σερβίρω άμα με πιάσει η δημοσιογραφία μου. Πάντα ήμουνα καλός σ’ αυτά. Πάντα μπορούσα να κλείσω δύο ώρες διάλεξη έτσι, με τίποτα. Κι ας φώναζες εσύ. (Μιμείται τον πατέρα του.) Άστ’ αυτά βλαμμένο. Δεν είναι για σένα αυτά, βλαμμένο. Καμιά μέρα θα σε φάνε ζωντανό, βλαμμένο. (Επανέρχεται.) Γιατί ρε πατέρα δεν είναι για μένα; Έπιασε και παράπιασε. Πώς δεν είναι για μένα; Μαλλί κλάσανε. Τρέξανε κουτσοί στραβοί και με ψηφίσαν. Ένα εκατομμύριο. Τον κάναν τον χοντρό με τις φέτες. Και μαζί και την οχιά τη γλυκομούτσουνη. Τους πήρε και τους δυο και τους σήκωσε. Σαν τις γάτες, τους έτριψα τη μούρη τους στα κακά, κι ησυχάσανε. Κι ύστερα τους ένιψα τα μούτρα τους ωραία ωραία, τους χτένισα, και τους έβαλα υπεύθυνους σε πόστα μεγάλα. Φρέσκους. Υπαρχηγούς. Γραβάτες. Να λύνουν και να δένουν. Μπροστά μπροστά. Κέντρο πλατεία. Να τους κοιτάνε όλοι. Εδώ σας θέλω, νυφίτσες. Τολμήστε τώρα να βγάλετε κιχ. Τώρα να δείτε πόσ’ απίδια βάζει ο σάκκος.
Και το βουλώσανε, που λες, πατέρα. Και η οχίτσα και ο χοντρός. Και ’γώ καθόμουνα ήσυχος στα έδρανα και πετούσα πέτρες στον ανηψιό. Το αγαπημένο μας. Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Διεκδίκηση. Αγώνες. Το κίνημα! Ε, ρε μπάχαλο! Του είχα αλλάξει τον αδόξαστο.
Ωχ, πατέρα μου. Και μια μέρα έκατσε η στραβή. Πού είναι ο ανηψιός; Πουθενά ο ανηψιός. Δηλαδή; Τα βρόντηξε! Τι τα βρόντηξε, ρε παιδιά; Αυτό. Τα βρόντηξε. Πλέι στέισον; Κουίτ. Γκέιμ όβερ. Έτσι, ξαφνικά. Την κοπάνησε, ο κερατάς. Χωρίς κουβέντα. Ούτε ένα τηλεφώνημα, τίποτα. Ούτε μα, ούτε μου. Κάτι εθνική ανάγκη μασούλησε, ούτε που κατάλαβα. Κανείς δεν κατάλαβε. Μπουχός. Και μείναν όλοι και κοιτάγαν εμένα. Ωχ, πατέρα μου. Τι νάσουν από κάποια μεριά. Τρέχει η μαμά. «Μη φοβάσαι βρε. Δεν έχεις ανάγκη.» «Μαμά, με κοιτάνε.» «Πιάστους απ’ τα κέρατα βρε. Δείξτους εσύ.» Τι αγκαλιά με πήρε, τι μωρό της με είπε, τι μέιλ μούστειλε... Αχ, πατέρα μου. Ένα δικό σου ψίθυρο. Ένα νεύμα μωρέ πατέρα. Ένα βλέμμα. Και χέστηκα για τα μέιλ. Τι να τα κάνω ’γω τα μέιλ. Γι άλλες δουλειές είναι η μαμά. Μια σου καλή κουβέντα, μόνο.
Γιατί με μοιράσατε μωρέ πατέρα; Γιατί μ’ άφησες; Αυτό δεν παίχτηκε; Το έπαθλο ήμουνα, ε; «Εσύ τις γκόμενες κι εγώ το παιδί.» Έτσι δεν το μοιράσατε το πράμα; (Αγριεύει.) Τι πάει να πει εγώ την άκουγα; Καλά την έκανα. Μάνα μου ήτανε. Εσύ πού ήσουνα να πατήσεις τη φωνή, να τα ξεχωρίσεις τα πράματα; Γιατί πατέρα μου; (Μιμείται.) Σκασμός, βλαμμένη. (Επανέρχεται.) Γιατί δεν της έβαλες τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι; Γιατί δεν ασχολήθηκες ρε πατέρα;
Και πάνε όλοι και με ψηφίζουνε! Και βγαίνω κυβέρνηση. Τι ήτανε να βγω! Πέσαν απάνω μου. Να με πνίξουν. «Πούν’ τα λεφτά;» «Ποια λεφτά;» «Είπες πως υπάρχουν.» Ωχ, Παναγία μου! «Σταθείτε βρε παιδιά, να σας εξηγήσω.» Εκεί αυτοί. «Είπες για δεν είπες;»
Δεν έλεγες ρε πατέρα; «Σημασία δεν έχει τι τους λες. Ό,τι θέλουνε πες τους. Σημασία έχει πώς θα τους το φέρεις μετά.» Έτσι δεν έλεγες ρε πατέρα; Αμ δε! Να με φάνε. «Πάτε καλά, μωρέ; Έρχεστε τώρα και μου λέτε πούν’ τα λεφτά; Έρχεστε να μου ζητήσετε λογαριασμό; Εμένα; Ελάτε μωρέ στα συγκαλά σας! Λεφτά δε θέλατε; Λεφτά σας έταξα. Τι να σας τάξω; Αμελέτητα; Αλλιώς γιά δε ψηφίζατε τον μπουχέσα; Στέκετε μωρέ από μυαλό; Τι άνθρωποι είστε σεις;» Όχι. Εκεί. Να με κατασπαράξουν!
Ωχ, μανούλα μου. Ωχ πατέρα μου γλυκιέ. Άρχισα τα δικά σου: Υπουργικό είχαμε; Δυο ώρες αργότερα πήγαινα. Επιτροπή; Τρεις ώρες εγώ! Είχα δουλειές! Δράσεις σχεδιάζαμε; Στο χάος τους έριχνα. Παλεύανε να βρουν την άκρη αυτοί, δως του την έκοβα εγώ. Από ’δω μου δείχνανε, από κει κοίταζα. Πριτς που θα με φάτε. Εγώ θα σας το διαλύσω, κι όποιον πάρει ο χάρος. Αλλά ποιος τόλμαγε να μιλήσει ανοιχτά; Ποιος να μου τα σούρει; Θα τον έπαιρνε και θα τον σήκωνε. Α, ρε πατέρα. Ακόμα και πεθαμένος! Πού να τολμήσουν! Τα ανακάτεψα. Έβαλα άλλον από δω κι άλλον από κει. Άλλαξα τα ονόματα στα υπουργεία, και τους έβαλα να τσακώνονται ποιος θα πάρει τι. Να μην ξέρουν πού παν τα τέσσερα. Και γω πήγα και το πήρα το γαμημένο το δίπλωμα πιλότος. Επιτέλους. Σ’ όλο τον κόσμο πέταξα. Ψώνισα κι ένα άι-σιχτίρ, μαυριδερό γιαλιστερό, κι όποτε καταδεχόμουνα να ’ρθώ, τους ψάρωνα όλους: Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, ρε. Και καλά, ρε. Ουστ, ρε. Όπως τα ’λεγες, πατέρα μου. Κάντους μια τρύπα στο νερό, μέσα παν και πέφτουν. Τράβα τους ένα πυροτέχνημα, εκεί κοιτάνε. Το ’φερνα το γκάτζετ πάνω στο τραπέζι στη συνέλευση. Και δώστου και τα χάνανε! Εκεί οι κάμερες! Πωωωω, τεχνολογία! Τι λες ρε μεγάλε! Το άι-γκουβέρνο. Τους τρέλανα σου λέω. Ξες τι πούλησε η εταιρεία; Ούτε στον ύπνο τους!
Το ξέρω πατέρα μου. Θα μου το ’σπαγες στο κεφάλι. «Δημοσιογράφε! Σπασίκλα!» (Αγριεύεται.) Γιατί ρε πατέρα; Εσύ και την παράσταση έδινες, κι όλους ευχαριστημένους τους είχες, και η μπίζνα γινόταν. Είχες τον κώλο μπρος; Ε; (Υποτάσσεται.) Πώς το κατάφερνες αυτό μωρέ πατέρα!
(Συνέρχεται.) Αλλά θα σου πω πώς τόκανες. Εσύ είχες φράγκα. Αέρα. Όσα ήθελες. Ήταν ακόμη αρχή. Υπήρχε κρέας να φαγωθεί. Εμ, εδώ γαμήθηκε το σύμπαν. Στέγνα. Κόκαλο. Πάτος. Ας είχε λεφτά, και σου ’λεγα εγώ αν θα ξεκολλούσανε ποτέ τους. Εκεί θα μένανε. Να κοιτάν το γκάτζετ. Και να τσιμπάνε, ό,τι προλάβει ο καθένας. Αλλά λεφτά δεν είχε μία. Τέλος. Ντιπ. Ταπί, γαμώ τη. Τα κόψαν από παντού. Κι αρχίσανε να κρώζουνε τα κοράκια. Κραα! Το ευρώ! Κραα! Η δραχμή! Κραα! Το χρέος! Κραα! Το αεπί! Λύσσα κακιά τους έπιασε. Αχ, πατέρα μου. Αν ήσουν από μια μεριά. Μια κίνηση! Ένα νεύμα! Κι όλα τώρα θα ’ταν μια χαρά.
Τι να κάνω; Αρχίσαν οι σπρωξιές. Και οι αγκωνιές. «Άλλαξέ τα.» «Κάνε τομές.» Τι λες ρε μεγάλε; Τι τομές, δηλαδή; Το χέρι μου να κόψω; «Να απολύσεις!» Μα αυτοί με ψηφίζουν! «Να εκσυγχρονίσεις!» Μα είναι δικοί μου! «Να τους διώξεις!» Μα δεν γίνεται! «Ε, βάλτους να δουλέψουν!» Αδύνατον! Τρελοί είστε; «Τότε κλείστους!» Αποκλείεται! Ξέρετε ρε τι λέτε; Κι όλο ξεγλυστρούσα, και δως του αυτοί να με στριμώχνουν.
(Θυμώνει.) Γιατί ρε πατέρα; Εγώ έπρεπε να τα πάρω τα μέτρα; Γιατί εγώ; Δεν υπήρχε κανένας αρμόδιος για να τα πάρει; Έπρεπε δηλαδή εγώ; Δεν υπήρχε κάνας υπεύθυνος; Πώς εγώ δηλαδή; Τι ήμουν εγώ, κι έπρεπε να με ξεσκίσουν;
Παίρνω τηλέφωνο το παλιόπαιδο. Αυτός καθόταν τώρα απέξω και μου πετούσε πέτρες. «Εμπρός;» «Σταματάς το πετροβόλημα να τα πάρουμε μαζί τα μέτρα;» «Άπαπα.» «Τι άπαπα μωρή λέρα;» «Άπαπα.» «Να σου δώσω το μισό μαγαζί.» «Άπαπα.» «Το μισό μαγαζί ρε κερατά. Τι άλλο θες;» Άπαπα. Ούτε να το κουβεντιάσει. Μαλάκας ήταν; Δεν ήταν. Ολόκληρο το ’θελε το μαγαζί.
Και κάθε τρεις και μία να με στέλνουνε στη Διευθύντρια να απολογηθώ. Ποιον; Εμένα. Ρε πατέρα, λέγε, είχα εγώ καμια σχέση; (Επιτίθεται.) Ποιος τα ξεκίνησε όλ’ αυτά, πατέρα; Ποιος ίδρυσε το μπάχαλο; Ε; Δεν μιλάς; Και ποιος έπεσε και τα ξέσκισε όλα; Λέγε πατέρα μου! (Απάντηση δεν παίρνει.) Ωραία. Και καλά. Εμένα όμως τι με μπλέξανε; Από πού κι ως πού; Εγώ τα είχα φάει; Τι στο καλό έπρεπε να κάνω; «Εγώ, Κυρία, δεν είμαι ο υπεύθυνος. Είναι διεφθαρμένοι.» Με κοίταγε και κούναγε το κεφάλι. Κι έμπηζε τις φωνές. «Και τότε τι κάνεις εδώ πέρα; Στείλτε μου άλλον.» Δίκιο είχε. Μου κόβονταν τα ήπατα, μωρέ πατέρα. Τα ’χανα. Μου τα ’χωνε άτσαλα η σκύλα. Χειρότερα κι απ’ τη μαμά. Αλλά το ’λεγες εσύ: μια φορά στη ζωή μας το βρίσκουμε απέναντι το θηρίο. Έτσι και δειλιάσουμε, καήκαμε. Όλες τις υπόλοιπες, το θηρίο θα είναι πίσω μας.
Με στρίμωξε. Με πέθανε. Κι αυτό θα κάνετε, κι εκείνο θα κάνετε, και το άλλο θα κάνετε... Υπογράψτε ’δω. Κι εκεί. Κι εκεί. Η υστέρω. Και πίσω στο σπίτι με περιμέναν οι αντιστασιακοί. Όχι δεν προλαβαίνουμε, όχι να το συζητήσουμε, όχι σταδιακά. Είχα σκιστεί στα δύο. Και κανένας αρμόδιος να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Πιεζόμουν. Στριμωχνόμουνα. Αδικία. Πλάνταζα. Αμ την είχα εγώ τη λύση. Να τους δείξω ολονών. Πήγαινε κι ερχόταν στο μυαλό μου. Εδώ και καιρό. Μπορώ να σου πω από την αρχή. Από πάντα. Το ’χα κάπου μέσα μου. Υπήρχε, πώς να σου το πω. Ήμουνα γεννημένος μ’ αυτό – δεν ξέρω. Έπρεπε να πάρω τις ευθύνες μου, δεν έπρεπε; Έπρεπε να κάνω κάτι. Αυτή δεν ήταν η μοίρα μου; Κι ύστερα τραβούσα τη σκέψη μου μακριά. Άστο. Δεν παίζει. Δεν έχει νόημα. Κοιμόμουν το βράδυ ήρεμος. Και την άλλη μέρα το πρωί διάβαζα πάλι τα κακά μαντάτα. Κι έπεφτε η πλάκα και με πλάκωνε. Και ξαναφούντωνε μέσα μου η λύση. Και πάλι την απόδιωχνα. Άστο. Δεν είναι ώρα. Και έπειρνα το χαπάκι στην ώρα του και κοιμόμουνα ήσυχα. Και το άλλο πρωί, άντε πάλι τα ίδια. «Τηλεφώνησε η Διευθύντρια.» «Έχετε Βουλή στις δέκα.» Και πάλι φούντωνε μέσα μου εκείνο το μαύρο πράμα το χωρίς όνομα. Κι άρχισα να παίρνω και πρωινό χαπάκι. Και νάτην πάλι η λύση. Κάν’ το. Άμα δεν το κάνεις τώρα, πότε θα πρέπει να το κάνεις; Τι περιμένεις; Και πάλι έκανα πίσω. Άσ’ το γαμώ το. Δε στέκει. Κι αυτό γινόταν όλη μέρα. Μπρος πίσω. Με πέθαινε. Μ’ έσκιζε. Έπρεπε να το λύσω.
Κι ένα πρωί το ξεφούρνισα. Δημοψήφισμα! Ο λαός στην εξουσία! Ο μόνος αρμόδιος. Ο μόνος κατάλληλος. Ζήτω η Δημοκρατία.
Και πέφτει μια ησυχία, πατέρα μου... Του θανάτου. Νεκροταφείο. Μπα. Θα ’ναι πουθενά τουαλέτα, σκέφτηκα. «Ο λαός ν’ αποφασίσει. Το μνημόνιο! Ζήτω η δημοκρατία!» ξαναφώναξα. Τίποτα. Παγωμάρα, πατέρα. Νιξ. Κανείς δε μίλαγε. «Ωρέ, δημοψήφισμα», εκεί εγώ. «Στις κάλπες, παλικάρια. Ν’ αντισταθούμε!» Τέτοια νέκρα δεν έχω ξαναδεί. Τι τους έπιασε; Τι φοβηθήκανε ρε πατέρα; Τις χίλιες τόσες σελίδες; Αυτό τους τρόμαξε; Και τι, έπρεπε να κάτσουν δηλαδή να το διαβάσουν; Ποιος το ’χε διαβάσει; Εγώ μια κωλογνώμη τούς ζήτησα. Τι δεν έκανα σωστά, γαμώ τη;
Πώς τόχες κάνει εσύ τότε με κείνον τον... πώς τον λέγανε μωρέ; Τον... (ψάχνει τη μνήμη του – το βρίσκει) τον ανάδελφο! Μέσα σ’ ένα βράδυ δεν το αμόλησες το πυροτέχνημα; Κάτω ο Θεός. Ζήτω ο Λειτουργός της Αντίστασης. Μέσα σε μια νύχτα! Κι από Κυβέρνηση που ήσουνα, ξανάγινες Αντιπολίτευση. Τους έψησες όλους ότι το διεκδικούσες. Για πάρτη τους. Και μάζεψες τα ρέστα απ’ το τραπέζι! Α, ρε πατέρα. Μόνο εσύ μπορούσες να τα κάνεις αυτά. Τον λούστηκες βέβαια μετά τον Λειτουργό. Αλλά τα ’χες πάρει τα κλειδιά κι είχες φύγει. Άιντε πιάστε τον.
Τι είχα κάνει λάθος, ρε πατέρα; Αχ. Και χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν από τα κεντρικά. Για έλα που ’χουμε σύσκεψη. Κάτι δε μ’ άρεσε στη φωνή. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Και πού ήταν ο λαός στους δρόμους να καεί το πελεκούδι; Πού ήταν οι διαδηλώσεις; Τα αίματα; Τι σκατά ησυχία ήταν αυτή; Τι θα ’λεγα τώρα εγώ στη σύσκεψη; Εγώ αλλιώς τα ’χα υπολογίσει. Πού ήταν η λαϊκή εξέγερση; Πού ήταν τα θύματα; Στην είσοδο με περίμενε ο θυρωρός. Ούτε πρόεδρος, ούτε πρωθυπουργός. Κανένας. Το πιστεύεις εσύ αυτό, πατέρα μου; Βάλανε τον μπάτλερ να με περιμένει! Να με πάει μέσα στην αίθουσα. Ο μπάτλερ. Και να τραβάν οι κάμερες. Όχι από κει μεσιέ, μου λέει το γαϊδούρι. Από δω περάστε.
Και μέσα ποιος ήτανε; Η Διευθύντρια, βέβαια. Κι όλο το Κονκλάβιο. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε.
«Καλησπέρα.» Ησυχία όλοι τους. «Τι πήγες κι είπες ρε βλαμμένο;» Ήρεμη αυτή. Τέτοια ηρεμία, μην την ξαναζήσω, Παναγία μου. «Για λέγε, άχρηστο.» «Σας παρακαλώ μαντάμ.» Αυτό ήταν. «Τι σας παρακαλώ ρε ούφο», βαράει το χέρι στο τραπέζι ο κοντός ο Υποδιευθυντής. Έβραζε από ώρα αυτός. «Τι σας παρακαλώ; Τι είν’ εδώ πέρα μέσα; Μπορντέλο είν’ εδώ; Είπαμε ξείπαμε; Παιχνίδια παίζουμε; Άλλα λέμε χτες, κι άλλα μας λες απόψε;» Παραλίγο να με πιάσει από το γιακά. «Τι λέγαμε χτες βρε σαχλαμάρα;» «Μα δεν καταλάβατε, ψέλλισα εγώ. Η δημοκρατία!» Του γύρισε το μάτι. Τόσο ασπράδι δεν ήξερα ότι είχε το μάτι του. «Τι δημοκρατία μου λες εμένα ρε απολειφάδι; Πού την έμαθες εσύ τη δημοκρατία; Στο κωλοπανεπιστήμιο; Ε; Θες ν’ αρχίσουμε ο καθένας ’δώ μέσα τη δημοκρατία μας δεξιά αριστερά; Λέγε γαμώτη μου!» Και πριν προλάβει να μου τη σβουρίξει, μπαίνει στη μέση ο Γενικός. «Άκου παλικάρι μου. Δεν παίζουμε μ’ αυτά τα ζητήματα. Κανονίσαμε μια δουλειά, δεν την κανονίσαμε; Δεν τα ’παμε καταλεπτώς πώς θα γίνουν τα πράματα; Δε μας έστειλες σπίτι να ρυθμίσουμε κι εμείς τα δικά μας; Τώρα τι σκατά πετάς τη μπάλα αράουτ; Άλλα θα λέμε εμείς, κι άλλα εσύ; Στην κοσμάρα σου; Πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι; Η Διεθνής είν’ εδώ;»
Κοιτάω γύρω μου μπαμπά. Κόλαση. Όλοι με κοιτάζαν. Αχ ρε πατέρα. Εσύ πώς τα ’κανες αυτά και σου βγαίνανε, μπορείς να μου πεις; Πώς τους τ’ άλλαζες όλα σ’ ένα βράδυ; Πώς τους έστελνες αδιάβαστους, και το πρωί σου κάναν και υποκλίσεις και τρέχαν πίσω σου;
Και μετά ξαναμίλησε αυτή. Πάγος. Σκέτος. Άις έιτζ. «Άκου ’δώ», μου λέει. «Δεν παίζουνε μ’ αυτά τα πράματα. Καθόλου δε θα βάλετε ν’ ανάβετε φωτιές και να διαβάζετε τη σύμβαση στις πλατείες τις νύχτες. Κάφροι. Εντάξει; Δε θα μου το κάνετε εμένα λαϊκό ανάγνωσμα, να αμολάει ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Εσύ το ’χεις διαβάσει ποτέ σου ολόκληρο, ψωνισμένε;» Είχε αρχίσει και τα ’παιρνε ξανά.
«Το ’χουν μελετήσει οι σύμβουλοί μας... Ξέρω το περιεχόμενο...» ψέλλισα.
«Ξεράδια», βρόντηξε το χέρι της. «Και πώς θα κάτσετε να το διαβάσετε όλοι μαζί; Χαζό είσαι; Τι πας βρε και τους ξεσηκώνεις; Κάνουνε δημοψήφισμα για τέτοια θέματα; Όλοι όχι θα σου ψηφίσουνε βρε σαχλαμάρα. Τι φαντάστηκες; Τη βρίσκουν να πληρώνουνε; “Ναι” περιμένεις να σου πούνε;»
Εμ, «ναι» περίμενα να μου πούνε; Όχι βέβαια. Μπάχαλο περίμενα να γίνει. Χαμός. Αίμα. Και μετά να βγω καβάλα. Και βλέπαμε. Αλλά δεν έπιασε, ρε πατέρα. Δεν έπιασε. Κάτσανε σπίτια τους, γαμώ τη.
«Λοιπόν, άκουσε να σου πω», συνέχισε. «Δεν παίζει έτσι όπως το πας, εντάξει; Εγώ θα σου πω πώς παίζει. Επειδή σου ’χει κάτσει τώρα να πα να τους ρωτήσεις τα χαζά σου, αυτό να πα να ρωτήσεις: μέσα ή έξω; Κατάλαβες, κολλημένο; Εντός ή εκτός; Αυτό ρωτάνε. Κι άμα κάτσετε εντός, δε θέλω κουβέντα. Δω μέσα έχουμε κανόνες, κατάλαβες; Δε θ’ αρχίσουμε τώρα να συζητάμε τον Κανονισμό. Έγινα αντιληπτή;»
Έγινε αντιληπτή. Δεν μπόρεσα να ψελλίσω λέξη. Τι να πω; Καλά τα είπε. Εγώ πώς στην ευχή το ’παιξα εσύ; Πώς δηλαδή νόμισα ότι μπορώ να τα κανονίσω και να τους τουμπάρω; Αχ ρε μάνα. Εκείνη μ’ έφαγε. Με πήρε στο λαιμό της. «Μπορείς! Τι ανάγκη τον έχεις! Τι τον φοβάσαι; Τον παραλυμένο! Που πήγε και βρήκε γκόμενα! Στα ξεμωράματα! Ο αχρείος! Τι τον σκιάζεσαι; Σκίστονε. Πέτα τον από πάνω σου.»
Τέτοια μούλεγε, πατέρα μου, το ξέρεις; Ποτέ μου δε στα ’πα. (Κλαίει.) Γιατί εμένα; Τι μ’ ανακάτεψες εμένα, ρε μάνα; Τι δουλειά είχα εγώ μ’ όλ’ αυτά;
(Αγριεύεται.) Κι εσύ ρε πατέρα, τι την ήθελες τη γκόμενα;
Κι ύστερα γυρίσαμε σπίτι. Τέτοια πτήση δε θυμάμαι να ’χω ξανακάνει. «Να πάρω το πηδάλιο;» έκανα τον υπεράνω εγώ. «Δεν κάθεστε στην καμπίνα καλύτερα;» μου λέει ευγενικά ο συγκυβερνήτης. «Να ξεκουραστείτε κι όλας». Κάτι μούτρα μέχρι κάτω, όλοι. Μες τη μουρτζούφλα. Την κατήφεια. Μες τη μαυρίλα. Πού τα χαϊλίκια τα παλιά. Πού οι δημοσιογράφοι. Πού οι γκόμενες. Πόλεμο αν είχα χάσει, δε θα μου φερόντουσαν έτσι. Σεισμός και καταποντισμός να είχε γίνει, ευκολότερα θα ’βρισκα την άκρη. Ούτε ένας δε βρέθηκε να με υπερασπιστεί. Όλοι τη μοκέτα κοιτάζανε. Είχε τίποτα αυτή η κωλομοκέτα στο αεροπλάνο; Ούτε το άι-χάσου δεν τόλμησα να βγάλω απ’ την τσάντα. Λες κι είχα λέπρα ήτανε.
Τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Τα ’παιξα αδιάφορος. Όσο μ’ έπαιρνε, δηλαδή. Αμερόληπτος. «Εγώ; Ποιός φόνος; Ίσα ίσα, καλέ. Εγώ το δημοψήφισμα επρόκειτο να βγάλει Ευρώπη. Γι αυτό τα ’χα προτείνει. Αμ αλλιώς θα τα ’χα προτείνει εγώ κοτζάμ δημοψήφισμα; Παίζουνε μ’ αυτά τα πράματα;» Και καλά. Αλλά ήταν αργά. Με είχανε πάρει είδηση. Με είχανε ξεσκίσει. Φίλοι κι εχθροί. Οπότε αμέσως μετά στριμώξανε και το παλιόπαιδο το καλαματιανό. «Να τσακιστεί να σταματήσει το πετροβόλημα γιατί θα σας κλείσουμε την κάνουλα και θα σας κρεμάσουνε στο σύνταγμα οι δικοί σας όλους μαζί.» Έτσι του μηνύσανε. «Να βάλει τη φανέλα και να μπει στο γήπεδο. Τώρα!» Και χέστηκε, φυσικά. Έκανε μια κωλοτούμπα, σαν ακροβάτης που είναι. «Πώς, βεβαίως, μαντάμ. Το έθνος! Οι στιγμές!» Α, ρε λέρα καλαματιανή! Πρωτοστάτης κι ο μπόντι μπίλντερ. Ο κανένας! Ναι. «Το έθνος. Οι στιγμές. Τι θα φάμε;» Κι από κοντά κι η Κόρη. Άπαπα! Κοίτα πώς μαζεύτηκαν όλοι για ένα έθνος.
«Ωραία. Να προχωρήσουμε θεσμικά!» πετάχτηκα. Πέσαν ξανά να με φάνε. Όλοι απάνω μου. Μπουλούκι. Άτακτοι. Να μου δαγκώσουν το λαρύγγι. Να με σκίσουνε στην καρπαζιά. «Σκάσε συ! Σκάσε, παραλυμένο!» Τι τους είχα κάνει, ρε πατέρα; Καλημέρα να τους λέω, μπινελίκια να μου χώνουνε. Όλοι μαζί. Όλοι τους. Τι στο δαίμονα τους είχε πιάσει; Τόσο μίσος ρε παιδί μου!
Μέχρι που στο τέλος μου κάνανε και κυβέρνηση όπως τη θέλαν αυτοί. «Τι θεσμικοί και αρχιδιές», μου είπαν. Ορίστε. «Λογιστή θέλει το μαγαζί. Τι θεσμικοί. Έχετε ένα χάος να συμμαζέψτε. Άιντε συνέλθετε. Αρχιλογιστή θα βάλετε. Μπας και συνεννοηθούμε.» Κι ήρθε κι η σύμβαση και την ψηφίσαμε κι αυτή. Με σημαίες και με ταμπούρλα. Και ξεφορτωθήκαμε και τα μπάζα. Τόξερες εσύ ότι θα ξεφόρτωνα είκοσι άτομα απ’ αυτή την ιστορία; Κι άλλα τόσα ο άλλος. Και μετά, αφού ξαλάφρωσε καλά καλά, μου το πήραν και το κόμμα. Ο χοντρός. Ποιος άλλος; Κι η οχίτσα. Που τσίριξε, τσίριξε, είδε ότι δεν την παίρνει, και πήγε και τυλίχτηκε στο μπατζάκι του χοντρού. Μωρέ, αν μπορέσει, στο λαιμό του θ’ ανέβει να τον πνίξει. Αλλά τι να το κάνω τώρα εγώ;
Πόσο δίκιο είχες μωρέ πατέρα. Μόνος κι έρημος σε ψάχνω στα συνέδρια και στα φόρα. Πάω και μαζεύω βραβεία. Της πράσινης παπάρας. Της αειφόρου κοτσάνας. Του αειθαλούς τίποτα. Της μούντζας με τα πέταλα. Και βγάζω και το άι-σιχτίρ στο τραπέζι. Αλλού μου δείχνουν, αλλού πάλι κοιτάζω. Αλλά η καρδούλα μου το ξέρει. Πού είσαι πατέρα μου; Πάω και λέω φούσκες. Ούτε ξέρω τι τους λέω. Ούτε κι αυτοί. Κεκτημένη ταχύτητα. Τα πράσινα τα άλογα και οι ουρανοί οι γαλάζιοι. Ο ήλιος και η θάλασσα. Κι ο δέκατος τρίτος κόσμος. Ο απόκοσμος. Και μου λείπεις. Ποτέ δε μ’ άφησες χώρο να χωρέσω, και τώρα που δεν είσαι δω, δεν έχω πού να πάω. Μου λείπεις. Έπρεπε να σφαχτώ εγώ για να διαλυθεί το μπουρδέλο, έτσι δεν είναι; Έπρεπε να βρεθεί ο κόπανος. Ο άσχετος. Ο λαλάκης. Έπρεπε να βρεθεί ο φλούφλης, σωστά; Έπρεπε να μου κόψουν εμένα το λαιμό για να φυσήξει ο άνεμος επιτέλους και να τους βουλιάξει. Έπρεπε να χυθεί αίμα! Αχ, πατέρα μου σοφέ. Έπρεπε όλα να καούν για να σε συναντήσω. Πατέρα! Αν είχα τη λαλιά του Ορφέα!
------------------------------------
Επικαιρότητα: Προτείνεται Δημοψήφισμα για την έγκριση ή την απόρριψη της απόφασης της συνόδου κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης του Οκτωβρίου του 2011. Σχηματίζεται κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου