Ρηξικέλευθο σε βρίσκω, Μήτσο, όπως πάντα [1]. Δεν είμαι γλωσσολόγος, ούτε φιλόλογος, ώστε ν' ανοίξω συζήτηση με τέτοια ιδιότητα. Αλλά μήπως η γλώσσα είναι περιφραγμένο πεδίο, ελεύθερο για προσπέλαση μόνο σε ειδικούς; Φαινόμενο είναι. Ένα θαύμα, έτσι δεν είναι; Ανάλογο του φορέα της, του ανθρώπου.
Συμφωνώ με τα γραφόμενά σου, κι ας το πιάσουμε από δω: τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, οι αναλφάβητοι, οι αλλοδαποί ομιλητές της ελληνικής και οι διάφοροι ανορθόγραφοι, μια χαρά συνεννοούνται και χωρίς ορθογραφία. «Ριξικέλεφθος», σου λέει. «Ιπάρχι πρόβλιμα, μεγάλε»;
Η αλήθεια είναι ότι πολλών δεν μας πάει να γράψουμε «ριξικέλεφθος». Σαν να χάνεται και ο ρηγνύων και τα κελεύθη και μας κακοφαίνεται. Άνθρωποι είμαστε κι εμείς, με τις αδυναμίες μας και τις προσκολλήσεις μας. Ξέρουμε ότι άμα το πάρουμε χαλαρά και με θάρρος, θα τα καταφέρουμε. Αλλά σίγουρα δυσκολευόμαστε.
Και δεν είναι ψέματα ότι όσο περισσότερα διαφοροποιητικά στοιχεία (πλήθος «ι», πλήθος «ο», τόνοι, πνεύματα κ.λπ.) διατηρούνται στη γραφή, τόσο ευχερέστερη είναι η αναδρομή στο έτυμον, και άρα και στην κατανόηση και την ορθή χρήση. Είναι προφανή τα καλά τής ιστορικής ορθογραφίας.
Αλλά και τι πρέπει να κάνουμε τώρα; Μια ζωή, όπου πάνε οι στίχοι θα πρέπει να ακολουθούν και οι σημειώσεις; Οι σκαλωσιές να συνοδεύουν το γλυπτό; Γιατί αλήθεια είναι και ότι όσο λιγότερα τέτοια στοιχεία απαιτούνται, τόσο απλούστερη και αποτελεσματικότερη είναι η συνεννόηση, όταν αναδρομές και έτυμα είναι από αδιάφορα ή περιττά ώς επιζήμια. Αν η ανορθογραφία γίνει αδίκημα, δεν τολμώ να φανταστώ τι θα συμβεί σε αναρίθμητες ζωτικές ανθρώπινες εκφάνσεις, του εμπορίου και της γεννητικότητας περιλαμβανομένων.
Ακούω ήδη τη γνωστή αντίρρηση: Μα, να καταργήσουμε τα στοιχεία αυτά; Και τι θα γίνει με την πρόσβαση στην αρχαία γλώσσα; Ε λοιπόν αυτό ποτέ μου δεν το κατάλαβα. Αν η πρόσβαση στην αρχαία ελληνική γραμματεία δυσχεραίνεται για όποιον γράφει «μυτέρα» αντί «μητέρα», τότε τι να πει όποιος γράφει «mommy» ή «Mutti» ή «мать»; Δηλαδή όποιου η μητρική δεν είναι η γλώσσα των Αττικιστών, καλά θα κάνει να το ξεχάσει; Και ποιος είπε ότι τα σκαλίσματα όλων των Ελλήνων ήσαν στην Αττική διάλεκτο; Και ποιος είπε ότι δεν γίνεται οι Ιάπωνες να μελετήσουν Σοφοκλή από μετάφραση; Κι αν το θελήσουν, θα εμποδίσει τίποτε τους Χιλιανούς να μάθουν ελληνικά και να μελετήσουν Πλάτωνα στο πρωτότυπο;
Παρεμπιπτόντως: ευκολότερα μπορεί κανείς να αντιληφθεί κάτι πρόδηλα άγνωστο παρά κάτι που υπούλως ενδύεται την παραλλαγή του γνωστού. Είναι εύκολο να εξηγήσεις σ' έναν Νορβηγό, ας πούμε, ότι σ' αυτήν εδώ τη γλώσσα «οι έχοντες απλήν την καρδίαν» είναι αυτοί που έχουν μονή καρδιά. Δηλαδή αρραγή και καθαρή από δεύτερες και τρίτες σκέψεις και αμφιβολίες. Ενώ οι ομιλούντες την ελληνικήν μπορεί και να μη γνωρίζουμε ότι «απλούς» θα πει «μονός». Είναι για τους απλοϊκούς η θρησκεία, ερμηνεύουμε. Και το κλείνουμε το θέμα.
Ευτυχώς μόνο οι άνθρωποι μπορούμε να εγκλωβιστούμε σε τέτοια νοητικά αδιέξοδα. Η ίδια η Γλώσσα όχι. Αυτορρυθμίζεται. Τα κανονίζει από μόνη της αυτή. Ας λέει «ιατρείο» η πινακίδα. Στο «γιατρείο» παν οι ασθενείς. Ας έχουμε «πόρτες» στα σπίτια μας. «Θύρες» έχουμε στα γήπεδα και στους υπολογιστές μας. Τα «σύννεφα» τ' ουρανού και τα «νέφη» των ιόντων, η «φροντίδα» του τραύματος και η «κηδεία» του νεκρού, το καθαρό «νερό» και το βαρύ «ύδωρ», η «επίσκεψη» του φίλου και η «βίζιτα» της πόρνης, όλ' αυτά είναι αυτορρυθμίσεις της γλώσσας. Την «κόμη» την αποτινάξαμε - πλην της Βερενίκης που δεν απετίναξε τη δική της - αλλά τα μαλλιά μας στο «κομμωτήριο» εξακολουθούμε να τα φροντίζουμε. Οι παίκτες «σουτάρουν» τη «μπάλα» αλλά δεν «κλωτσάνε» τη «σφαίρα». Μόνο τα γαϊδούρια κλωτσάνε. Και σφαίρες ρίχνουν μόνο τα όπλα. Κι ας λέμε «ποδόσφαιρο».
Έτσι είναι οι γλώσσα. Ζωντανή. Αναπνέει. Δανείζεται, δοκιμάζει, παραλλάσσει, εξελίσσει, εξομοιώνει, διαφοροποιεί, ενσωματώνει, αποβάλλει. Γοητεύει και γητεύει. Είναι ρεύμα. Πίσω δεν γυρνά. Όχι, δεν κινδυνεύουμε να μιλήσουμε αγγλικά επειδή θα πούμε «σέρβερ» και «χάκερ» και «ιμέιλ». Όπως δεν μιλήσαμε γαλλικά όταν είπαμε «καρμπιρατέρ» και «μαντάμ». Προς τι να φρενάρουμε την επέλευση του «πινγκ πονγκ»; Μην πα και φτάσει η μόλυνση στον ξυλοκόπο και τον πούμε «γκάπα γκούπα»; Αν είχαμε τέτοια τάση, προ πολλού το τρένο θα λεγόταν «τσάφα τσούφα», κι ο λαίμαργος «χλάπα χλούπα», και καμιά δύναμη στον κόσμο, κανένας στρατός φιλολόγων ή γλωσσολόγων δε θα μπορούσε να ανασχέσει το φαινόμενο.
Όσο κι αν επιμείνουμε μερικοί, δεν θα πάψουν τα κανάλια να λεν «Οκτώμβριος». Αλλά ας το σκεφτούμε λίγο ψύχραιμα. Πού είναι το μέγα κακό; Δεν πρόκειται για ένα εν εξελίξει φαινόμενο εξομοίωσης; Κατά το Σεπτέμβριος, Νοέμβριος κ.λπ. Οι αθλητικοί συντάκτες θα εξακολουθήσουν να λεν «και ο ηττημένος συγχαίρει ιπποτικά τον νικητή». Είναι βέβαιο ότι έχουν πάει σχολείο. Είναι βέβαιο ότι είναι ειδοποιημένοι για τα δύο πι του «ιππότη». Τους βοήθησε η ορθογραφία να ξεχωρίσουν το ελληνικό ευ αγωνίζεσθαι από το μεσαιωνικό αλογατίζειν; Τον Διαγόρα και την Καλλιπάτειρα από τον Βέλθανδρο και τη Χρυσάντζα; Ουδόλως. Ο ιωτακισμός δεν ανασχέθηκε, όσο κι αν αγωνίστηκε ο Φρύνιχος και οι άλλοι. Γιατί; Γιατί έτσι. Γιατί ήταν η ώρα του να συμβεί. Γιατί οι φορείς της γλώσσας ξέχασαν τις φωνητικές αξίες. Γιατί ίσως έπαψαν να τις χρειάζονται και πάντως γιατί έπαψαν να χειρίζονται τη διαφορά. Κι αυτή έσβησε εν τη ρύμη του λόγου.
Από τιν άλι, αν δια νόμu εφαρμόσuμε το γραπτό μονοφονικό, φονικό μεγάλο θε να γένι. Κέτι ι Κέτι θα ξιπνάι νορίς, πάνdα θα το χάνι το τρένο για το χάνι τις Γραβιάς. Ι Ινδί θα αποθέτuν τι σορό σένα σορό ξίλα για να τιν κάψuν, ι μισί γάλι θα μιλάν γαλικά κε ι άλι μισί θα τρόγοντε τα χριστuγενα, κι ο γλίπτις θα γλίφι το παγοτό του κε θα γράφι δίστιχα ο δίστιχος. Το προί θανίγuμε τι θίρα κε θα πιγένuμε στο δάσος για θίρα, θα βρισκuμε κενί νοίματος τιν Κενί Διαθίκι, κε θάνε μεγάλι τίχι αν καταφέρuμε να gρεμίσuμε ποτέ τα τίχι. Επι ξιρu κερu κε επί ξιρu ακμίς, ένα κε το αφτό. Με ενοίτε;
Θέλω λοιπόν να πω: Η Γλώσσα είναι φαινόμενο. Δεν διοικείται. Ούτε σηκώνει χαλινάρι και διαταγές. Έχει τους νόμους της. Ας την αφήσουμε να κάνει το θαύμα της. Θα βρει τον τρόπο. Ο γραπτός λόγος, μέρος κι αυτός του φαινομένου, έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, δύο εκ των οποίων μας ενδιαφέρουν εδώ: πρώτον περιφράσσεται ευκολότερα, γιατί καλλιεργείται και διακονείται κυρίως από οργανωμένες μειοψηφίες ανθρώπων με κοινή εκπαίδευση και συνέχεια, και δεύτερον και κυριότερο, μένει. Scripta manent. Αντιστέκεται, γκρινιάζει, φοβερίζει, αστυνομεύει, αλλά ταυτόχρονα και δημιουργεί και πλάθει, και εν τέλει και οδηγεί αλλά και έπεται. Κάπως σαν τον αέναο χορό ζεύγους ουρανίων σωμάτων παρεμφερούς μάζας: έλκονται αλλήλοις.
Σύμφωνοι, συνήθως το γραπτό επιμένει πεισματικά. Ε, δε θα πάθουμε και τίποτα. Κι αυτό στους νόμους που λέγαμε περιέχεται. Ας γράφουμε «ρηξικέλευθος», όσοι από μας έχουμε εκπαιδευτεί να ενσωματώνουμε τα γραμματικά και ετυμολογικά βοηθήματα στο γραπτό μας. Οι Άγγλοι τι πάθαν που γράφουν μια γλώσσα που κανείς πια δεν μιλά; Τη γλώσσα όμως που μιλούν τη μιλά ο κόσμος όλος. Το ξέρουμε ότι οι πανεπιστημιακοί τους αν βρουν λέξη που δεν έχουν ξανακούσει, δε μπορούν και να την προφέρουν και πρέπει να συμβουλευτούν το λεξικό και τα phonetics; Αμ οι Γάλλοι; Αυτοί ναι μεν γράφουν την ισχύουσα γλώσσα, αλλά τη μιλάν αλλιώς. «Que est-ce que ce est» γράφουν αλλά «κες κε σε» διαβάζουν. Σαν να γράφεις «σε έντυσαν, με έντυσαν» και να προφέρεις «σέντσαν, μέντσαν». Να γράφεις «εις την κατάψυξιν» αλλά να προφέρεις «ζνgατάψιξ». Να γράφεις «το σκυλί εις το χωράφι» και να διαβάζεις «τ'σκλί στ'χραφ». Πάθαν τίποτα οι Γάλλοι; Μπα!
Και πάλι περεμπιπτόντως: όποιος φίλος θέλει, ας ασχοληθεί με το Cymru. Προφέρεται Κάμρι. Και είναι η Ουαλλία. Και τα Ουαλλικά της. Εκεί να δεις ορθογραφία!
Πίσω στα δικά μας: Δεν έχουμε λόγο να ανησυχούμε. Ούτε έχουμε δικαίωμα να επιχειρούμε να επιβάλλουμε. Ούτε, τέλος, μας παίρνει να επιμένουμε να αρνούμεθα. Κάποιοι, αν θέλουν, μπορούν να είναι «ριξικέλεφθοι». Και «Οκτόμβριοι». Δεν τους αφορά η διαφορά, πώς θα το κάνουμε τώρα! Δεν τους ενδιαφέρει, βρε παιδί μου! Και κείνοι και μεις είμαστε μέρη του ίδιου φαινομένου. Κάποια στιγμή η Γλώσσα θα αποφασίσει. Έχουμε ποτέ κοιτάξει τα sms των νεοτέρων; «8eloume arketi wra akomi gmt 8argiso moraki». Όπερ έστι μεθερμηνευόμενον: «θέλουμε αρκετή ώρα ακόμη γαμώτο, θ' αργήσω μωράκι». Μην την αγαπάει λιγότερο επειδή την γράφει «moraki»; Ή μήπως δεν είναι αρκετά γαμώτο το «gmt»; Μπα! Δεν το νομίζω.
Συγχωρέστε μου την προσωπική αναφορά: Όταν καθιερώθηκε το μονοτονικό στα ελληνικά, πολλούς μάς βρήκε πάνω στη μετάβαση από τα χαρτιά και τα στιλό στο πληκτρολόγιο. Μεταξύ αυτών και τον γράφοντα. Έτσι, μάθαμε μονοτονική πληκτρολόγηση, αλλά αφού πια πάψαμε να γράφουμε, δεν ξεμάθαμε την πολυτονική χειρογραφή. Παρέμεινε λοιπόν ως είχε. Απολίθωμα. Παρ' όλ' αυτά, όταν καμιά φορά αφήνω κάποιο σημείωμα στο ψυγείο για το παιδί, τι να φάει, εκείνο τα καταλαβαίνει όλα μια χαρά. Κανένα πρόβλημα. Έτσι γράφει ο μπαμπάς, θα σκέφτεται. Δεν το σχολιάζει. Καμιά φορά σημειώνει από κάτω και τις δικές του πληροφορίες: «δε μάρεσε το χιρινό έκοψα λίγη ντομάτα και τιρί πάο για μπάλα αν πάρει ο στέφανος πες του να με κάνει ινβάιτ». Ούτε γω σχολιάζω τη γραφή του. Ποτέ.
Έτσι είναι η Γλώσσα.
-----------------------------------
[1] Επικαιρότητα: μια δασκάλα της Ραφήνας, η κ. Χρυσού, καταγγέλλει τη νέα Γραμματική του Δημοτικού, ότι περιορίζει τα φωνήεντα από 7 (α, ε, η, ι, ο, υ, ω) σε 5 (α, ε, ι, ο, ου), καταργεί «διφθόγγους» και «διπλά» γράμματα. Στη συνέχεια κινδυνολογεί ότι συρρικνώνεται η ελληνική γλώσσα. Εθνικιστικά, θρησκευτικά και ακροδεξιά μπλογκ αναπαράγουν τις φοβίες της. Από κοντά τηλεοπτικοί σταθμοί και δημοσιογράφοι. Υπενθυμίζουν ότι το κακό είχε αρχίσει με τη θέσπιση του μονοτονικού. Και ξιφουλκεί κατά του βιβλίου της Γραμματικής και ο πρόεδρος (της βουλής) των τριών ημερών, ο κ. Πολύδωρας της ΝΔ. Ο Δημήτρης Φύσσας, νεοελληνιστής φιλόλογος και συγγραφέας γράφει τη «Δίκη φωνηέντων».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου