Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γυναίκα, η μία



Γυναίκα, η μία

Επτά ηρωίδες του Arthur Schnitzler στον «Ανατόλ». Επτά γυναίκες. Είναι επτά σκηνές με ισάριθμα περιστατικά αρσενικής επιπολαιότητας. Δονζουανικής συμπεριφοράς του επώνυμου χαρακτήρα, του Ανατόλ.

Παίζονται και οι επτά από μία ηθοποιό. Στην Ελλάδα, Τζούλη Σούμα με την καθοδήγηση του Γιάννη Βούρου (2018-19). Πρώτη διδάξασα η Κάτια Δανδουλάκη με τις οδηγίες του Ζιλ Ντασέν (1987-88). Ευκαιρία να ξεδιπλωθεί όλη η ερμηνευτική δεξιοτεχνία της πρωταγωνίστριας που πρέπει να περάσει από την Κόρα στην Άννι κι από τη Γκαμπριέλ στην Έλσα, να γίνει Μπιάνκα, να αλλάξει σε Έμιλι και να φθάσει στην Ιλόνα.

Ανάμεσα στα μυριάδες άλλα που αναρωτιόμαστε όταν προσπαθούμε να ξεμπλέξουμε τα νήματα ενός έργου: τι κοινό έχουν αυτές οι επτά γυναίκες μεταξύ τους; Τι κοινό έχουν η πρώην φιλενάδα και τώρα παντρεμένη Γκαμπριέλ με τη Μπιάνκα από το τσίρκο; Ή η γλυκειά Κόρα με την αποφασισμένη Άννι;

Ακόμη δυσκολότερη γίνεται η αναρώτηση αν, αναπόφευκτα, εισαγάγουμε και πρόσωπα που δεν εμφανίζονται στο έργο: τι κοινό έχουν η Άννι με τη γυναίκα για την οποία θέλει να την αφήσει ο Ανατόλ; Πώς σχετίζονται η Ιλόνα, με την οποία γλεντά την τελευταία βραδιά πριν το γάμο του, με την μέλλουσα σύζυγό του;

Μάλλον το ένα και προφανές ισχύει: τις συνδέει ο ίδιος ο Ανατόλ. Όλες είναι δικές του σκέψεις. Δικές του απόπειρες. Και η πρώην φίλη και νυν παντρεμένη και κυρία του καλού κόσμου, αλλά και η ακροβάτισσα του τσίρκου. Και η σύζυγός του, αλλά και το βράδυ πριν τον γάμο του η ελαφρότατη φίλη του.

Γιατί τόσες πολλές ιδέες; Γιατί τόσες απόπειρες; Τι αναζητά; Τι επιδιώκει; Τι τον διώκει; Γνωστές οι απαντήσεις. Ο κατακτητής, ο Δον Ζουάν, ο έμφοβος ανώριμος άνδρας. Άλλο όμως εδώ το ερώτημα: τι είναι αυτό που συνδέει αυτές που επιλέγει; Γιατί αυτές κι όχι άλλες;

Φαίνεται ότι αυτές είναι σε θέση να φαντασθεί. Πέρα από πραγματικά πρόσωπα, αληθινές γυναίκες με σάρκα και οστά, αυτές είναι και τα τοπόσημα της σκέψης του. Είναι οι φάσεις της καταιγίδας μέσα στην ψυχή του. Αυτές «αναγνωρίζει» και σ' αυτές ρίχνεται. Είναι η νοητική του πορεία. Πορεία παγιδευμένη και ανέλπιδη. Γι' αυτό αυτές είναι τόσες πολλές. Αναποφάσιστη. Γι' αυτό αυτές είναι τόσων ειδών. Παλινωδούσα. Γι' αυτό απ' τη μια στην άλλη και τούμπαλιν. Εκκρεμής προσπάθεια. Απελπισία χωρίς λύση. Και συνεχίζει να ψάχνει. Και δοκιμάζει κι εκείνο και το άλλο φυσικό πρόσωπο. Γιατί ψάχνει να βρει ποιο είναι το πραγματικό πρόσωπο αυτού που αναζητά. Τι όμως; Τι αναζητά;

«Μάνα μου» αναφωνεί ο απελπισμένος. «Μάνα μου» κι ο ερωτευμένος.

Κορώνα ή γράμματα;


--------------------

(Σκέψεις με αφορμή την παράσταση του Ανατόλ. Ευχαριστούμε από καρδιάς.)

Photo: Olsi Mane

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.