Μαζευτήκαμε για την κηδεία του στο Λονδίνο – χρόνια πάνε τώρα. Πολλά.
Η Πέγκι, η γυναίκα του. Λοχία τηνε λέγαμε. Νοσοκόμα ήταν παλιότερα το επάγγελμά της, πριν συνταξιοδοτηθεί. Ήταν από κείνες. Έπιανε πέτρες και τις άλεθε. Στεγνά και παστρικά. Όλα τα κανόνιζε.
Άχτι τον είχε τον μακαρίτη. Ποιος ξέρει. Ήμουν πολύ νέος να τα καταλάβω αυτά. Πώς γίνεται να πεθαίνει ο άντρας σου και συ να είσαι μια χαρά;
Ο γιος του ο Μάικλ, ο ξάδερφός μου. Συντριμμένος ο φουκαράς. Αλλά γενναίος. Δεν τον είχε χορτάσει ζωντανό τον πατέρα του. Τον φρόντιζε τώρα πεθαμένο. Βλέπεις ο θείος ήταν δύσκολος άνθρωπος. Τζοραϊμάνης, που λεν και στην Αμφιλοχία. Η κόρη του, για παράδειγμα, δεν ήρθε στην κηδεία. Σκέψου καλοσύνη!
Και η Κάθι, η γυναίκα τού Μάικλ. Γλυκειά και ζεστή. Κοριτσάκι τότε. Τον κρατούσε τον άντρα της όπως κρατάμε τα άγια των αγίων. Με στοργή και σύνεση.
Και oι μικρές οι αδελφές του. Η Πηνελόπη, η θεια μου, και η Λενίτσα, η μάνα μου. Λες και είχαν χάσει τον πατέρα τους. Ιδίως η μάνα μου που ήταν το στερνό παιδί. Βλέπεις ο Κλεομένης ήταν ο μεγάλος. Εκείνος την είχε σπουδάσει. Εκείνος είχε όλες τις απαντήσεις.
Κι η κόρη της Πηνελόπης, η όμορφη Έλλη, η ξαδέρφη μου. Κι εγώ. Μας είχαν κουβαλήσει οι μανάδες μας. Διατεταγμένη υπηρεσία. Εμείς βλέπεις μιλούσαμε εγγλέζικα, ενώ οι αδερφάδες ούτε λέξη. Κι από το από εκεί σόι ούτε λέξη ελληνικά. Ούτε τα παιδιά του.
Αργότερα κατάλαβα πως κι εκείνη όμορφο μ’ έβρισκε. Η Έλλη. Από τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου.
Στο θέμα μου όμως: Κόσμος για την κηδεία. Φίλοι, συγγενείς, γνωστοί.
Πάμε που λες στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου. Εκεί θα γινόταν η τελετή, κι ύστερα θα πηγαίναμε να τον κάψουμε. Το ’χε πει ο θείος. Να μη μ’ αφήσετε σ’ αυτές τις λάσπες, είναι υγρά εδώ τα χώματα, θα πνιγώ. Ασφυξία θα πάθω. Να με κάψετε.
Έτσι κάναμε. Του διαβάσαμε το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον». Διάβαζε πολύ Καβάφη ο θείος. Κλασικός θείος. Όλες οι λέξεις αυτού του κόσμου είναι παρμένες από τα ελληνικά. Το ξέρατε; Δεν το ξέρατε!
«Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά...» Και λοιπά. Από την έκδοση του Ίκαρου. Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Μάλιστα είχαμε βρει κι ένα βιβλίο με το ποίημα μεταφρασμένο στ’ αγγλικά. Δε θυμάμαι τίνος η μετάφραση. Θα το διάβαζα εγώ το ελληνικό, κι ο Μάικλ το αγγλικό. Βέβαια τα πράματα δε γίναν έτσι εν τέλει. Ο Μάικλ δεν άντεξε. Οπότε μείναμε με την ελληνική εκδοχή. Και τον ρίξαμε στις φλόγες. Άνοιξε η μπουκαπόρτα και κύλισε το φέρετρο και το κατάπιε. Πάει.
Αλλά χάνω το θέμα μου. Έλεγα για την τελετή στο νεκροταφείο, πριν την καύση.
Μαζευτήκαμε λοιπόν, χέρια σταυρωμένα, κεφάλια σκυμμένα, το φέρετρο εμπρός μας. Βροχερή μέρα. Τσίρι τσίρι. Το γνωστό, Εγγλέζικο σύστημα. Να μη σταματάει το ψιλόβροχο. Σκούρα ρούχα, ομπρέλες δω και κει. Και εμφανίζεται που λες ο παπάς. Και τι να δούμε! Ήταν γυναίκα! Κάποιας ηλικίας – πάνω από πενήντα σίγουρα. Μην ήταν και πάνω από εξήντα δεν ξέρω. Γλυκειά φυσιογνωμία. Καλοσυνάτη. Αμ θα τα καταφέρει τώρα αυτή να κάνει τη λειτουργία; Γίνονται αυτά από γυναίκες;
Να κοιτώ το επιτραχήλιο και να τα ’χω χάσει. Ή σαν επιτραχήλιο. Ποτέ δεν έμαθα αν το λεν έτσι οι Άγγλοι. Αυτό τελοσπάντων. Το στενόμακρο πράμα που φοράν μπροστά. Μακρύ με γαλάζια κεντίδια το δικό της, φορεμένο πάνω απ’ το ράσο της. Ή μη δεν ήταν επιτραχήλιο κι ήταν η φαρδιά μπορντούρα του ράσου; Δε θυμάμαι. Δεν έχει σημασία. Κι αρχινάει η τελετή, κι αυτή να λέει τα λόγια που ήτανε να πει. Στ’ αγγλικά. Μα γίνεται να ψάλεις πεθαμένο στ’ αγγλικά;
Την κοίταζα. Σαν τη θεία την Πέγκι ήτανε. Παραπλήσια. Όχι και τόσο λοχίας. Αλλά, να, πώς να το πω... Άνθρωπος με θέληση. Με σιγουριά. Γλυκειά και ήπια. Βλέπεις, της Πέγκι ήταν φασαριόζικη η σιγουριά. Στρατιωτική. Αλλά κι αυτηνής, σιγουριά ήτανε.
Γιατί θυμάμαι το γεύμα μετά στο σπίτι του Κλεομένη. Τι είχε φτιάξει αυτή η θεία Πέγκι δε λέγεται! Τι πιάτα, τι ποικιλία. Από τα νοστιμότερα γεύματα που έχω κάνει ποτέ. Όλα τα ’χε κανονίσει. Δεν έλειψε το παραμικρό. Και να εκτοξεύει τις διαταγές εν ριπή. Λοχίας, λέμε!
Αλλά πάλι χάνω το θέμα μου. Έλεγα για τον παπά. Την παπά, δηλαδή. Και τη σιγουριά της. Το ένιωθα: το κέντρο βάρους της ήτανε πολύ χαμηλά. Τίποτα δε μπορούσε να την κουνήσει. Σα να είχε ρίζες στο κέντρο του κόσμου. Πίστη. Πολύ μεγαλύτερος κατάλαβα τι ήταν αυτό. Ήταν πίστη.
Και που λες αρχινάει τα αγγλικά της – ό,τι ήτανε να πει, τέλος πάντων. Κι άκουγα εγώ. Χέρια πλεγμένα μπροστά μου, κεφάλι σκυμμένο – έτσι δεν είναι το σωστό να καθόμαστε μπροστά στο φέρετρο και τον παπά που διαβάζει; Ασχέτως αν είναι γυναίκα και τα λέει αγγλικά.
Και ν’ ακούω τα λόγια και να σκέφτομαι – δεν ξέρω πώς στην ευχή μου μπήκε η σκέψη – και ξαφνικά κατάλαβα σε ποιον μιλούσε. Του έλεγε για μας. Για τον θείο τον Κλεομένη και για μάς. Το ξέρω. Δε γελιέμαι. Ο πεθαμένος θα ξεκουραζόταν. Και οι ζωντανοί θα τους πρόσεχε και θα τους νοιαζόταν κάποιος. Τα κανόνιζε εκείνη μπροστά μου. Εκείνη τη στιγμή. Ζωντανά.
Δεν τόλμησα να σηκώσω το βλέμμα να κοιτάξω. Την άφησα να κάνει τη δουλειά της. Έμεινα κοιτώντας το μαλακό υγρό χώμα που τόσο τρόμαζε τον θείο, και την ψυχή γαληνεμένη να δέχεται ό,τι εκείνη κανόνιζε.
Η γυναίκα με την ξένη γλώσσα μού είχε ανοίξει καινούρια πόρτα, ξαφνική και άγνωστη. Είχα εισέλθει στον ναό αναπάντεχα. Από άλλη μεριά. Αλλιώς απ’ ό,τι μέχρι τότε. Έβλεπα και άκουγα πράματα νέα. Όπως ποτέ πριν.
Τέλειωσε η τελετή, έγινε και η καύση, και η πομπή γύρισε σπίτι. Λασπωμένα παπούτσια. Τα καθαρίσαμε προσεκτικά πριν μπούμε. Ποιος την ακούει τη θεία την Πέγκι ύστερα. Ωραίο, πλούσιο φαγητό. Και συγκρατημένο κέφι. Καλά περάσαμε.
Δεν είπα σε κανέναν τι είχε συμβεί νωρίτερα στο νεκροταφείο. Ποτέ.
Τι, δηλαδή, να έλεγα;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου