Πρώτον γιατί σε είδα στον ύπνο μου. Δεύτερον γιατί είσαι μικρή. Τρίτον γιατί είσαι κόρη πελάτη μου. Και τέταρτον επειδή έχεις γκόμενο. Κι επειδή τίποτε απ’ όλα αυτά δε θα μπορούσα να σου πω χωρίς να θυμώσεις, απλώς δε σε φίλησα. Έκανα την παλαβή. Έκανα πως δεν κατάλαβα.
Άλλωστε θα 'θελε θάρρος από τη μεριά μου για να σε φιλήσω. Και θράσος. Και δεν το πήρα. Ήθελε εκείνη την αρσενική αποκοτιά με την οποία ψεκάζουν τα θηλυκά το αρσενικό που διαλέγουν. Και μετά ποιος θα μ’ έπιανε. Εκείνο το θάρρος το αλλόκοτο που προ ουδενός ορρωδεί. Που εισβάλλει και τα κάνει λίμπα. Αλλά δεν. Αυτά είναι για νεαρούς, αδέσμευτους και αρτιμελείς. Κι εγώ, ουδέν εξ αυτών συντρέχει. Άσε με να σου εξηγήσω.
Πρώτον, έχεις γκόμενο. Είσαι, δηλαδή, αλλουνού. Έτσι πάει. Το ξέρω πως εκείνη τη στιγμή, εχθές, δεν ήσουν κανενός. Έπαιζες μόνη σου. Πιθανόν και να τον έχεις ψιλοχεσμένο, γενικώς ειπείν. Μόνο εσύ τα γνωρίζεις αυτά. Αλλά τι θα γινόταν δυο λεπτά μετά το φιλί, μωρή; Ποιανού θα ’σουνα εσύ και ποιανής θα ’μουνα εγώ; Ή μήπως θα ’φηνες τα πράματα να δείξουν; Με τον έναν γιατί μου προσφέρει αυτό. Με τον άλλον όμως γιατί είναι το άλλο. Μα δεν κατάλαβες. Έτσι άμα πάμε, με όλους και όλες θα τα ’χουμε. Ο καθένας κι από κάτι έχει που μας συναρπάζει. Εσύ τι διαλέγεις, κορίτσι μου; Αυτό είναι το ζήτημα. Τι επιλέγεις και τι αποκλείεις; Διαλέγω αυτό πάει να πει ότι δεν τα βλέπω τ’ άλλα. Καν. Περνάν από μπροστά μου, κι ούτε που παίζει το μάτι μου. Δε γράφουν. Εσένα όμως το μάτι σου παίζει. Ώπα. Φάουλ.
Δεύτερον, κόρη πελάτη μου. Αυτό δε θέλει ανάλυση. Καταλαβαίνεις. Άμα αρχίσουμε να ανταλλάσσουμε παραγγελίες, εμπορεύματα και γραμμάτια στο τρίγωνο του θανάτου, ξέρεις τι θα συμβεί, δεν ξέρεις; Ε; Αχ, κάνεις πως δεν ξέρεις, παλιοκόριτσο. Σεξ με δελτίο αποστολής και διαταγή πληρωμής.
Τρίτον, είσαι και μικρή. Μουσίτσα. Δε γίνονται αυτές οι δουλειές καλό μου. Όταν εγώ θ’ αρχίσω να τρέχω σε γιατρούς, εσύ πάνω στις φωτιές σου θα ’σαι. Τρεις φορές τη μέρα θα θέλεις περίπατο. Αυτό το σκέφτηκες; Πώς θα το αντιμετωπίσουμε αυτό; Πώς θα το λύσουμε αυτό το θέμα; Όταν θα ’ρθει εκείνη η μέρα θα μου θυμώσεις, πουλάκι μου. Σα να 'τανε δικό μου το φταίξιμο. Λες και σ' εξαπάτησα.
Αλλά το σημαντικότερο αγάπη μου είναι ότι σε είχα δει στον ύπνο μου. Δε μπορείς να φανταστείς. Είχα δει μια όμορφη, Παναγία μου! Την όμορφη και γλυκειά της ζωής μας. Εσένα. Το κορίτσι με τα λούλουδα και τις χάρες, το γέλιο το γλυκό και το κορμί το ζεστό. Τα μαλλιά σου τα μακριά σού χάιδευαν τους ώμους κι εγώ σε γλυκοκρατούσα λέει κι εσύ ήσουν ποίημα. Μούσα και έρωτας γλυκός, κορίτσι σώμα θάλασσα, ανάσα και λεπτή θωριά, και ήχος ξανθός του αγγέλου. Χριστέ μου! Δεν αντέχεται!
Και στο καπάκι, σε είδα στο ξύπνιο μου, ζωντανά, να κάθεσαι δίπλα μου καθώς μιλούσαμε για δουλειές. Και καλά. Πανωραία. Σε μύριζα. Και σε αναγνώρισα. Δικό σου το χρυσό μαλλί, το σώμα το λευκό και η ζεστή θωριά. Δικιά σου η υφή του αγγέλου. Εσύ ήσουνα. Εσένα λοιπόν είχα δει στον ύπνο μου ο έρημος!
Ένιωσα να λυγίζω. Να χάνομαι. Μόλις σε αναγνώρισα, έχασα τον κόσμο. Σπάσαν όλα τα κλειδιά. Όλα λυτά απομείναν. Μόνο τα χέρια μου να σήκωνα, τα μπράτσα σου ν’ αγγίξω. Στα μάτια σου τα πράσινα να γελάσω και να σκύψω προς τα σε. Ξέρεις πώς γίνεται, δεν ξέρεις; Αγκαλιάζονται πρώτα οι ανάσες. Ένα κλάσμα. Αρκετό για να κάνει τα μάτια να θαμπώσουν και το μυαλό να παραδώσει. Οι ανάσες. Πρώτα οι ανάσες, λοιπόν. Η καρδιά να παλαβώνει. Κι ύστερα τα χείλη. Ζεστά. Μ’ ένα μικρό δισταγμό. Όπως πίνει το πουλί νερό. Μια μικρή γουλιά πρώτα, και μετά αρχίζει το μπάνιο. Κοσμοδρόμια κι αστέρια και φώτα. Λυτές άγκυρες και παλαμάρια ξέπλεκα. Οι αντοχές των υλικών σε δοκιμασία.
Κι αμέσως ήρθε η σκέψη. Το ερώτημα: από πού κι ως πού είχα δει εσένα στον ύπνο μου; Πώς, δηλαδή, εσένα; Γιατί εσένα κι όχι άλληνε; Ποιος είχε κανονίσει ποιαν θα δω στον ύπνο μου;
Μα ήταν προφανές: εγώ σ’ έφερα. Έτσι δεν είναι; Εγώ σ’ έπλασα. Εγώ σε σκηνοθέτησα. Σε διάλεξα. Σου ’δωσα ονείρου σάρκα και οστά και ζέστα ανθρωπινή κι αγγέλου σώμα και σ’ έφερα στον κήπο μου νερό, να ρεις, σημάδι πως θα ’θελα να σ’ αγαπήσω. Άρα δεν το ’κανες εσύ που σ’ έφερα στη χώρα μου. Εσύ ’σαι αμέτοχη.
Εγώ είμαι που στο ποτάμι μου έδωσα αυτήν την κοίτη. Εγώ που στο ερώτημά μου έδωσα αυτήν τη λύση. Εγώ που στην έρευνά μου απήντησα με τον τρόπον αυτόν. Όλα εγώ.
Τι ήξερα για σένα, εκτός που ’σαι πανέμορφη; Πώς γνωριζόμαστε και πώς σ’ αγάπησα; Δεν. Καθόλου δε σε ξέρω. Τίποτε δε γνωρίζω για σε, εκτός τα καθημερινά σου, είσαι αυτή, τα ’χεις μ’ αυτόν, αυτή τη δουλειά κάνεις, τέτοια. Να αγαπήσω λοιπόν. Αυτό ήθελα. Μέσα μου ποτάμι κοχλακούσε και γύρευε να ’βρει να βγει. Και σου το ανέθεσα.
Να λοιπόν πώς αγαπάμε. Το ’χουμε ήδη το ρευστό. Αγριεύεται και φουσκώνει κι είναι έτοιμο. Και μετά βρίσκουμε και τα κάνουμε. Διαλέγουμε ή μας διαλέγουν, κι αφού γίνει κι αυτό, φορτώνουμε την αποσκευή στον άλλον. Δεν τον ξέρουμε. Αλλά δεν πειράζει. Θα τον γνωρίσουμε. Όσο κρατήσει ο έρωτας, ουσία συγκολλητική αλλά και βόμβα στα θεμέλια, θα κάνουμε τα πιο δύσκολα. Ή του ύψους ή του βάθους. Και σ’ αυτό το μεταξύ θα γίνεται η γνωριμία. Θα μαθαίνει πράματα ο ένας για τον άλλο. Κι ένα πρωί ο έρωτας θα φύγει. Και θα κοιταχτούμε κατάπληκτοι. Απίστευτο! Αυτόν είχαμε διαλέξει; Αυτήν; Τι του βρήκαμε; Τι της αγαπήσαμε; Και τότε θα μαζέψουμε επειγόντως τα κομάτια το γυαλί, κι επειγόντως θα επιχειρήσουμε να μάθουμε περισσότερα. Και όλα θα κριθούν μεταξύ αγάπης και φόβου, τι απ’ τα δύο θα νικήσει.
Κι απέμεινα να με ρωτώ: τότε γιατί εσένα; Με τόσα δύσκολα, τόσα εμπόδια, τόσες κακές προδιαγραφές; Δεν τα ’παμε; Νεαρός δεν είμαι, αδέσμευτη δεν είσαι, τι στην ευχή; Πώς θα διαχειριστούμε εκείνο το πρωινό όπου θα ξυπνήσουμε και θα ’χει περάσει ο έρωτας;
Κι ύστερα άνοιξε η γη. Να γιατί εσέ. Γιατί είσαι ανέφικτη. Γιατί μπορώ να σ’ ερωτευτώ και να παλαβώσω. Επί ματαίω. Γιατί δε διατρέχω τον κίνδυνο να σε πραγματωθώ. Να γιατί με τόση ορμή κατέλαβε ο έρως την καρδιά μου. Για να σε φέρνω στον ύπνο μου και στ’ όνειρό μου. Κόντρα σε όλα. Κόντρα στην πραγματικότητα. Ερήμην της. Να σε φέρνω στη φλόγα μου. Η ανέφικτη συντροφιά. Των ποιητών τα καμώματα.
Κι εσύ ν’ ανταποκρίνεσαι. Ποιήτρια και συ, αλλιώς πώς. Δύο συμπράττουν στ’ ανομήματα. Δύο θέλει το ατύχημα. Δύο θέλουν τα μάγια. Κι εσύ να θες και να μη θες. Ερωτοχτυπημένη από το ανέφικτο. Να τώρα πώς δένουν όλα. Κι ύστερα να φορτώνω τις αποσκευές μου πάνω σου και να κάνω στη ζωή αυτό που έκανα στον ύπνο μου. Να σε φέρνω, να σε σκηνοθετώ, και να πιστεύω ότι εσύ είσαι που μου ήρθες, κι όχι εγώ που σ' έφερα. Κι εσύ να κάνεις τα ανάλογα.
Να γιατί δε σε φίλησα.
Συγχώρα με Παναγιά μου. Πήγε να γίνει σκοτωμός. Πήγε να γίνει λάθος. Τώρα σ’ αγαπώ. Τώρα πιο πολύ από ποτέ. Γιατί ’σαι όμορφη. Το ’παμε αυτό. Γιατί ’σαι ποίημα. Κι αυτό το ’παμε. Και γιατί πρόλαβα και δε σε σκότωσα. Πρόλαβα και σ’ άφησα απείραχτη. Αυτό τώρα το πρωτολέμε. Οπότε τώρα σ’ αγαπώ ελεύθερα. Αφ’ εαυτού μου. Σ’ αγαπώ στο βαθμό που σε γνωρίζω. Πολύ; Λίγο; Δεν ξέρω. Πάντως τώρα περισσότερο απ’ ό,τι αν είχα αφήσει την επιθυμία μου να σε σκοτώσει. Πρόλαβα και δε σ’ έπνιξα.
Τώρα θα μου θυμώσεις. Έτσι είν ’αυτά. Ξίδι. Σκέψου πόσο θα μου θύμωνες αν το αφήναμε και μεγάλωνε.
Ευχαριστώ σε, Βλέπουσα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου