Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γιατί πουλάκι μου;


Γιατί σηκώθηκες νυχτιάτικα και τριγυρίζεις μέσ' το σπίτι; Ύπνο δεν έχεις; Τι ήρθες στην κουζίνα; Δίψασες;

Δε μιλάς; Τι κάθεσαι έτσι με το κεφαλάκι σου σκυφτό και την πλάτη γυρισμένη; Στάση είναι αυτή;

Δε βρήκες καμιά ρόμπα να ρίξεις πάνω σου, μ' αυτό, σαν πουκαμισάκι το ψιλοδιάφανο; Είσαι με τα καλά σου; Θα πουντιάσεις. Ούτε στον πισινό σου δε σου σκεπάζει. Κουρέλι. Μ' αυτό κοιμόσουνα και πετάχτηκες στον ύπνο σου;

Και γιατί μου 'βαλες και τα κρεμ τα ψηλοτάκουνα, δεκαπέντε πόντους; Αυτό πώς το είδες; Μ' αυτά κυκλοφορείς μεσ' το σπίτι; Μισόγδυτη με το αραχνοΰφαντο και το δεκαπεντάποντο; Πας καλά, χριστιανή μου;

Και καλά. Τα 'βαλες. Στον πάγκο τι πήγες και στάθηκες και μου ανέβασες το δεξί το γόνατο σαν καμηλοπάρδαλη που ξεκουράζεται; Τι στάση είναι αυτό; Σε βόλεψε; Βρε, μήπως έχεις κάναν πόνο στη ράχη σου, που τανύζεται το κορμί σου κι ανακουφίζεσαι; Πώς στην ευχή σου 'ρθε να πα να σταθείς με το 'να γόνατο στο μπάγκο της κουζίνας, να τον καβαλήσεις; Πας καλά ψυχούλα μου;

Και τι στέκεσαι εκεί τώρα και δε μιλάς; Το κεφάλι μισοσκυμμένο και το μαλλί σαν ανάστατο; Ε; Τώρα σε βολεύει αυτή η στάση; Όχι, πες μου. Σαλεμένο είσαι; Βρε, μήπως να πάρω κανέναν δικό σου να 'ρθεί να σε μαζέψει; Σου συμβαίνει συχνά αυτό εδωπέρα το πράμα;

Πώς; Έτσι σου είπαν; Τι σου είπαν, να 'ρθείς να κάτσεις έτσι; Ποιος φωτογράφος;

Σοβαρά τώρα; Δεν το πιστεύω! Σε βάλαν να κάτσεις έτσι να σε φωτογραφίσουν; Ποιος; Πες μου ποιος παλιάνθρωπος σ' έβαλε να ξεφτιλιστείς; Πες μου ποιος κερατάς!

Δεν ξέρω; Τι δεν ξέρω; Θα πάρεις λεφτά; Δηλαδή αυτός που σε φωτογραφίζει, σε πληρώνει δηλαδή τώρα για να κάνεις αυτά τα νούμερα; Ε δεν το πιστεύω!

Καλά, κοίτα να δεις, η αλήθεια είναι, τώρα βέβαια σε συμπάθησα, αυτό που μου είπες. Νόμιζα ήσουνα ηλίθιο. Βγάζεις μεροκάματο, καρδούλα μου! Καλά κάνεις. Δουλειά δεν είναι ντροπή! Συμπάθα με. Σε πήρα για βλαμμένο! Την κέρδισες την καρδιά μου. Κι είσαι κι όμορφη, να σε πάρ' η ευχή να σε πάρει! Να 'μουνα το φως της κουζίνας να σ' το χαϊδέψω και γω το πόδι σου!

Και σε πληρώνει ο ανώμαλος να ξεφτιλίζεσαι; Μη μου πεις! Ξέρω. Ξέρω. Τη βρίσκει. Ξέρω πολλούς παλιανθρώπους σαν και δαύτονε. Θέλουν να τις ξεφτιλίζουν. Τη βρίσκουν. Γουστάρουν, παιδί μου. Γουστάρουν.

Τι λες τώρα; Πώς δεν είναι ανώμαλος! Σε πληρώνει να στέκεσαι όρθια μπροστά στο μπάγκο, μισόγυμνη, με το δεκαπεντάποντο; Τι σ' έβαλε με το 'να πόδι μισοκαβάλα στο μπάγκο. Τι υπονοούμενο είναι αυτό! Δεν το πιάνεις; Άβγαλτο είσαι, χρυσό μου, ντιπ; Δε νογάς από τέτοια;

Με τσάκισες τώρα.

Αυτό δεν έπρεπε να το πεις.

Πώς το συμπεράνατε αυτό, εσύ κι ο φωτογράφος; Ότι εγώ μ' αρέσει να σε βλέπω να τριγυρίζεις με το ψηλοτάκουνο μέσ' το σπίτι; Εγώ; Γουστάρω τέτοια; Πώς στην ευχή καταλήξατε ότι αυτό εμένα μού φαίνεται ωραίο και σέξι; Ε;

Δεν έπρεπε να μου το πεις αυτό. Δεν ξέρω τι έκανα και τι δεν έκανα και σας άφησα τέτοια εντύπωση. Και του φωτογράφου σου και σένα. Πώς διάολο ρε παιδιά σκεφτήκατε ότι γουστάρω; Μεσ' την κουζίνα, τέτοια στάση, αφύσικα και άβολα, κι αυτό εγώ μ' αρέσει;

Το σκέφτηκες ότι μπορεί να θυμώσω; Ποιο; Τι ποιο, πουλάκι μου; Αυτό! Πέρασε απ' το μυαλό σου ότι μπορεί τώρα να πάρω ανάποδες; Το σκέφτηκες ότι μπορεί ν' αγριέψω που μ' έχετε για τέτοιον; Γιατί πιστεύετε ότι γουστάρω να στήνεσαι έτσι; Κι εσύ κι ο φωτογράφος σου, και το παλιοπεριοδικό σου! Και τι πουλάτε; Γιατί έγινε όλη αυτή η σκηνοθεσία; Τι πουλάτε, μωρή;

Ε, αυτό τώρα ήρθε κι έδεσε! Σε βάλαν εσένα να ξεφτιλίζεσαι μισόγυμνη γιατί εγώ υποτίθεται ότι έτσι θα το πάρω το παλιοαυτοκίνητο που πουλάτε, έτσι; Και δε σκεφτήκατε μην τα πάρω στο κρανίο που με ξεφτιλίζετε εμένα πρώτον πρώτον. Δε σας πέρασε απ' το μυαλό αυτό, έ; Δε σκεφτήκατε ότι εμένα αυτό με ξεφτιλίζει;

Άκου, κοριτσάκι μου. Με συγχωρείς που τα πήρα - όχι μην τρομάζεις. Αυτό ήτανε. Να, πάει. Πέρασε. Ηρέμησα. Κοίτα! Δε φωνάζω τώρα. Ούτε τρέμουν τα χέρια μου. Ορίστε! Ήρεμος είμαι. Εντελώς. Συμπάθα με. Άκουσε:

Δουλειά κάνετε. Τίμιο και καλό πράμα. Όμως ποντάρατε λάθος άλογο. Το ξεσκίσατε. Να γαργαλήσετε ό,τι πιο τυφλό είμαι, ο σερνικός. Γιατί εκεί πάτε να το πουλήσετε το παλιάμαξο. Στο σερνικό μου. Κι όσο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο ηρεμώ. Τρελοί δεν είστε. Ναι. Έτσι είναι! Θα το ονειρευτώ το αμάξι γιατί αν το πάρω, θα 'χω τη γκόμενα. Έτσι δεν πάει ο συνειρμός. Τη γκόμενα θέλω. Που δεν αγοράζεται. Ας πάρω λοιπόν το αμάξι.

Κι ας μην είναι πρώτο χέρι. Κοίτα συνδυασμό που κάνατε! Βέβαια! Αφού έδεσε αμάξι και γκόμενα, έχει σημασία αν είναι πρώτο ή δεύτερο χέρι. Εκεί απευθύνεστε! Μεγάλη σημασία!

Να, μη σκιάζεσαι. Μου πέρασε η οργή. Αλήθεια λέω. Όχι μόνο μου πέρασε, αλλά έχετε και πολύ μυαλό. Κι εσύ, κι ο φωτογράφος σου, και το παλιοπεριοδικό σας, και η εταιρεία. Το ξέρετε το αντικείμενο. Και τους πελάτες σας. Τους πουλάτε και τους αγοράζετε! Σας βγάζω το καπέλο. Άξιοι. Κι είσαι και κούκλα. Στο 'πα; Α, ναι. Στο είπα νωρίτερα.

Αλλά θα μου επιτρέψεις. Δε μ' ενδιαφέρει, πουλάκι μου. Δε θέλω. Δε θα πάρω. Χαλάστηκα. Με ξεφτιλίσατε, στο είπα. Με ταπεινώσατε. Με ντροπιάσατε. Κι εσύ ασκήμηνες τώρα. Έτσι μου φαίνεται. Ένα δόλωμα είσαι. Τι να μ' αρέσει ένα δόλωμα.

Μαζεύτε τα. Φώτα, κάμερες, μπιχλιμπίδια – έξω. Στον καλόγερο έχει κι ένα μπουφανάκι. Και δε θέλω να μάθω τι αυτοκίνητο. Μόνο στη φαντασία μου θα είχε αξία και μόνο αν πάει πακέτο με όλα που πήγατε να μου το ταιριάξετε. Αλλιώς, άχρηστο κι αυτό. Έτσι δεν είναι;

Ταράχτηκα. Μαζεύτε τα. Έξω.


--------------------------

Ευχαριστώ την Ειρήνη για την αφορμή. :-)



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.