Δεν είναι εύκολο να βρεις άκρη ποιαν ερωτεύτηκε ο Απόλλων και με ποιαν απ’ όλες έκανε τι, αλλά φαίνεται ότι ήταν η Κορωνίς. Που όμως, επειδή ήταν μυαλωμένο κορίτσι, αφού έκανε ό,τι έκανε μαζί του, μετά τα ’φτιαξε μ’ έναν άνθρωπο. Σου λέει, κούκλος είσαι, Απολλωνάκο μου, δε λέω, αλλά δεν είσαι συ για σπιτικό. Είσαι για άλλες χρήσεις. Εγώ κουβαλητή χρειάζομαι. Δουλειά σου εσύ και δουλειές μας εμείς οι θνητοί. Του τα πρόφτασε ο κόρακας του Απόλλωνα τα νέα, εξεμάνη αυτός. Την μπήξε, την δείξε. Πώς κάνετε έτσι καλέ, είπε ο βλαξ ο κόραξ. Και γυρνάει ο Απόλλων έξαλλος, κι από άσπρον που ήτανε, τον κάνει μαύρο, να μάθει. Για πάντα. Και δεν του ’φτασε αυτό να του περάσει ο θυμός. Πιάνει και την Κορωνίδα και την κάνει λαμπάδα. Αλλά πριν παραδώσει το πνεύμα η μικρή, της κάνει και μια καισαρική και παίρνει το παιδί. Και πώς να το πούμε; Ας το πούμε Ασκληπιό. Κι αφού ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα είμαστε και προστάτες της Ιατρικής, ας δώσουμε στο παιδί το φραντσάιζινγκ ν’ ανοίξει επιχείρηση να πορεύεται. ...