Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Του Παραλυτικού

Δεν είναι εύκολο να βρεις άκρη ποιαν ερωτεύτηκε ο Απόλλων και με ποιαν απ’ όλες έκανε τι, αλλά φαίνεται ότι ήταν η Κορωνίς. Που όμως, επειδή ήταν μυαλωμένο κορίτσι, αφού έκανε ό,τι έκανε μαζί του, μετά τα ’φτιαξε μ’ έναν άνθρωπο. Σου λέει, κούκλος είσαι, Απολλωνάκο μου, δε λέω, αλλά δεν είσαι συ για σπιτικό. Είσαι για άλλες χρήσεις. Εγώ κουβαλητή χρειάζομαι. Δουλειά σου εσύ και δουλειές μας εμείς οι θνητοί.

Του τα πρόφτασε ο κόρακας του Απόλλωνα τα νέα, εξεμάνη αυτός. Την μπήξε, την δείξε. Πώς κάνετε έτσι καλέ, είπε ο βλαξ ο κόραξ. Και γυρνάει ο Απόλλων έξαλλος, κι από άσπρον που ήτανε, τον κάνει μαύρο, να μάθει. Για πάντα.

Και δεν του ’φτασε αυτό να του περάσει ο θυμός. Πιάνει και την Κορωνίδα και την κάνει λαμπάδα. Αλλά πριν παραδώσει το πνεύμα η μικρή, της κάνει και μια καισαρική και παίρνει το παιδί. Και πώς να το πούμε; Ας το πούμε Ασκληπιό. Κι αφού ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα είμαστε και προστάτες της Ιατρικής, ας δώσουμε στο παιδί το φραντσάιζινγκ ν’ ανοίξει επιχείρηση να πορεύεται.

Έτσι κι έγινε. Τον πήγε τον Ασκληπιούλη στον Χείρωνα, τον γλυκύ και τον σοφό. Θα μου το μεγαλώσεις; Ε, όλους ο Χείρων τούς είχε μεγαλώσει – τι Πάτροκλο, τι Αχιλλέα, τι Ιάσονα, τι Πηλέα... Στον Ασκληπιό θα σταματούσε; Και του ’μαθε την τέχνη τού μικρού – που του την είχε μάθει ο Απόλλων αυτοπροσώπως. Πώς να θεραπεύει. Κι έγινε ο μικρός ατσίδα. Μέχρι που ανάσταινε πεθαμένους. Τα ’μαθε ο Άδης και αγχώθηκε. Τρέχει στον Δία.

– Πατέρα μου!
– Άσε ρε, πατέρα και ξεπατέρα, και λέγε.
– Αυτός μου παίρνει τις ψυχές! Θα το κλείσουμε το μαγαζί.
– Καλά, θα το φροντίσω.

Παφ! Πάει ο Ασκληπιός! Τέλος! Είχε όμως σπείρει παιδιά! Τον Μαχάονα, τον Ποδαλείριο και βέβαια την Υγεία και την Πανάκεια! Και όλοι οι γιατροί του κόσμου, Ασκληπιάδες περηφανεύονταν ότι ήταν. Και κυκλοφορούσαν με το ραβδάκι και το φιδάκι, σαν και τους σημερινούς που το ’χουν σήμα στο αυτοκίνητο, για τον τροχονόμο, να εδώ δα μια στιγμούλα – έχω ένα επείγον – δε θ’ αργήσω.

Εν πάση περιπτώσει, για να γυρίσουμε στα παλιά τα χρόνια, φτιάξαν οι αθρώποι Ασκληπιεία παντού – στην Επίδαυρο, στα Τρίκαλα, στην Κω, στην Πέργαμο – παντού. Ίσαμε τρακόσια τέτοια καταστήματα θα είχαν φτιαχτεί ανά την καθ’ ημάς επικράτεια. Κι άμα είχες θέματα, πήγαινες σ’ ένα τέτοιο ίδρυμα, κι έβαζες το μυαλό και την ψυχή σου σε μια σειρά κι έπαιρνε την καλή σειρά και το σώμα και θεραπευόσουνα.

Κι υπήρχε ένα τέτοιο και στους Αγίους Τόπους – πριν γίνουν άγιοι και διάσημοι. Το φρόντισε αργότερα ο Αδριανός. Ναι, ο δικός μας, αυτός με την Πύλη στη Λεωφόρο Αμαλίας και το Υδραγωγείον. Τότε ήταν έξω από την πόλη, έξω από τα τείχη δηλαδή, για να μην εκνευρίζει και κάποιους πολύ θρησκευάμενους Εβραίους εκείνης της εποχής – σου λέει ήρθαν οι ξένοι να μας αμαυρώσουν τον πολιτισμό μας;

Έξω από την πόλη, λοιπόν. Στην πύλη την Προβατική, που περνάγαν δηλαδή τα κοπάδια τα πρόβατα. Εκεί που είχε δυο μεγάλες δεξαμενές νερού από παλιά. Βηθεσδά λεγόταν το μέρος. Θα πει Οίκος του Ελέους ή Οίκος της Χάριτος. Αραμαϊκά. Κι είχαν και φράγμα κι επικοινωνούσαν οι δυο δεξαμενές και κανονίζονταν τα νερά. Κι είχε και βεράντα και στοές το Ασκληπιείον και μαζεύονταν κάθε δυστυχής και κάθε άρρωστος να γίνουν καλά απ’ τα βάσανά τους.

Και τον καιρό εκείνο ήταν εκεί ένας παραλυτικός. Τριανταοχτώ χρόνια ανάπηρος, και βασανιζόταν. Γιατί περνούσε λέει ο Άγγελος και τάραζε τα νερά και γινόταν καλά όποιος προλάβαινε να πέσει μέσα. Αλλ’ αυτός, πού να προλάβει.

Ένα Σάββατο λοιπόν, αργία δηλαδή, περνάει από κει ο άλλος γλυκύς και σοφός. Τι κάνεις εδώ; τον ρωτάει.

– Εμ, περιμένω και ’γώ να μπω στα νερά.
– Και γιατί δε μπαίνεις;
– Δεν έχω άνθρωπο.
– Σήκω το κρεβάτι σου και περπάτα.

Κι έτσι κι έγινε. Τα μάζεψε ο παραλυτικός, πήρε στην πλάτη το κρεβάτι του και περπάταγε. Πλακώσαν οι θρησκευάμενοι.

– Α, είναι Σάββατον.
– Αίσχος!
– Είναι αργία! Πώς τολμάτε!
– Πάει ο πολιτισμός μας.
– Χάθηκε το σέβας!

Αλλά ήταν αργά. Το καλό είχε γίνει. Κι έκτοτε τον γιορτάζουμε και ’μείς τον Παραλυτικό που το ’βαλε το μυαλό του σε μια σειρά και γίνηκε καλά, κι ας ήταν αργία.

Γιατί η αργία αν είναι στο μυαλό, είναι αμάρτημα.

Θανάσιμο.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.