Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πρωτομαγιά



– Καλέ τι Πρωτομαγιά μού λέτε;
– Πρωτομαγιά. Τι θα πει τι Πρωτομαγιά.
– Μα είναι τέσσερις του μηνός σήμερα.
– Ε, και;
– Πρωτομαγιά, δεν είπατε;
– Εντάξει. Η γιορτή Πρωτομαγιά λέγεται.
– Ναι, αλλά δε σημαίνει και πρώτη του μηνός Μαΐου;
– Όχι, βέβαια.
– Όχι;
– Όχι, ρε μεγάλε. Χριστούγεννα που γιορτάζουμε, ξέρεις εσύ να γεννήθηκε κανείς;
– Ο Χριστός.
– Εικοσιπέντε Δεκεμβρίου; Σε γελάσανε.
– Τι; Όχι;
– Όχι βέβαια. Ή μήπως αναστήθηκε δύο Μαΐου φέτος;
– Εμ πώς; Δεν αναστήθηκε;
– Μωρέ, αναστήθηκε. Αλλά δύο του μηνός; Και πέρυσι στις δεκαεννιά του μηνός; Πότε του μηνός ανασταίνεται δηλαδή;
– Ε... ναι, σ’ αυτό το θέμα, ένα δίκιο το ’χετε.
– Όποτε θέμε γιορτάζουμε, κι ό,τι θέμε γιορτάζουμε.
– Ό,τι να ’ναι, ε;
– Φυσικά. Αρκεί να συντονιστούμε.
– Δηλαδή;
– Να ψηθούμε να γιορτάσουμε όλοι μαζί. Και καλά σήμερον κρεμάται επί ξύλου. Κλάααααααμα όλοι μαζί. Χριστός Ανέστη. Χαρά όλοι μαζί. Δως του πανηγύρια, δως του μαγειρίτσες.
– Είναι λοιπόν θέμα συντονισμού, λέτε;
– Εμ. Τώρα όλα τα παιδάκια, όλα κάνουνε κυκλάκια. Όλα μαζί. Τώρα όλα τα παιδάκια λυπούνται. Τώρα όλα τα παιδάκια χαίρονται. Νηπιαγωγείο δεν έχεις πάει;
– Με τρομάζετε.
– Άμα δεν τα σκέφτεσαι από μόνος σου.
– Πω πω... Ώστε ψέματα είναι όλα!
– Δεν είπα ότι είναι ψέματα.
– Καλά, τώρα δεν είπατε, είναι απλώς θέμα συντονισμού.
– Ε βέβαια. Συντονίζεσαι, και συμβαίνει. Αληθώς.
– Παρντόν;
– Συντονίζεσαι, λέω, και γίνεται στ’ αλήθεια.
– Εδώ με χάσατε. Δε σας καταλαβαίνω.
– Άσ’ το. Καλή Πρωτομαγιά.
– Δηλαδή;
– Συντονίσου, και καλή Πρωτομαγιά. Αυτό.
– Λέτε, ε;
– Όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Καλή και όμορφη και του χρόνου στα λιβάδια να κόβουμε Μάηδες. Άντε γεια μας!

Λέω να κάνω όπως μου είπε. Να συντονιστώ και... Καλή Πρωτομαγιά. Κάτι θα ξέρει. Μπα! Και πολύ το σκέφτηκα! 🍂


–––––––––––––––––––––––––––––––

Επικαιρότητα: φέτος η Πρωτομαγιά που έπεφτε Μέγα Σάββατο, μεταφέρεται στις 4 Μαΐου.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...