Πόρτα. Θύρα, είσοδος.
Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per-. Λατινικά per, ελληνικά προς, προ, χετιτικά pēran και ελληνικά πέρα και πέραν, σανσκριτικά pári και pára, κ.λπ.
Βρίσκεται παντού γύρω μας:
Πρέσ-βυς, αυτός που προ-βαίνει. Priekša, λεττονικά, μέτωπο. Prin, ρουμάνικα, pre + in, δια, μέσω (by means of). Por favor, ισπανικά, προς + χάρη, καλή θέληση, παρακαλώ. Prove, αγγλικά, *pro-bhwo-, per- + to be, αποδεικνύω.
Πόρτα. Προ-βαίνω. Προ-χωρώ. Προ-βάλλω.
Πρώ-τος και καλύτερος!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου