Που λες, με το που μαζευτήκαν οι αθρώποι σ’ ένα μέρος και μείναν κοντά ο ένας με τον άλλον, αρχίσαν και τα ζητήματα. Όχι, μ’ ενοχλείς, όχι μου βρομάς, μην κόβεις τα φρούτα είναι δικό μου το δέντρο, πάρ’ το από ’δώ το μουλάρι, μου πατάς το χωράφι – τέτοια και χειρότερα.
Αμ δε θα συνεννοηθούμε, σκεφτήκαν. Ανεβήκαν στο ιερό βουνό, ανοίξαν οι ουρανοί, κατήλθε η ανωτάτη δύναμις αυτοπροσώπως, τι θέτε πάλι; ενεπιστεύθη την σοφίαν της εις χείρας Προφήτου, ούτος δε, ως άλλος αγγελιαφόρος, διεμήνυσε τα καθέκαστα στην πλέμπα. Ου κλέψεις.
– Δεν καταλαβαίνουμε αρχαία, ρε μεγάλε.
– Θα πει να μην κλέβετε, ρε.
– Πενήντα γίδια έχει. Να μην πάρω και ’γώ ένα;
– Όχι.
– Καλά, τραγούδα εσύ.
Πήγαινε ο άλλος νύχτα, το ’κλεβε το γίδι. Έξαλλος ο Προφήτης.
– Ρε, δεν είπα, ου κλέψεις;
– Ποιος, εγώ; δεν το πήρα ’γώ!
Έμπαινε νέος παράγοντας στην εξίσωση. Δεν το πήρε αυτός; Και ποιος το πήρε; Παίζαν την κολοκυθιά. Τα ’παιζε κι ο Προφήτης. Τι να κάνει τώρα; Έπρεπε να κάνει και τον ντετέκτιβ – δε γινόταν αλλιώς. Ερχόσαντε μάρτυρες. Λέγαν το μακρύ τους και το κοντό τους. Εσχημάτιζε μιαν εικόνα. Το ’χε κλέψει ο ύποπτος το γίδι; Σίγουρα. Δηλαδή, μάλλον. Αλλά πάλι ίσως όχι. Κι ήταν και φτωχός ο καημένος. Τώρα; Έπρεπε και να δικάσει. Έπρεπε να βγάλει απόφαση – καλοί οι νόμοι, αλλά χρειάζονται το κάτι τις τους. Κάποιος να κρίνει και να εφαρμόζει.
– Εσύ ’σαι ο φταίχτης, παλιάνθρωπε.
– Όχι εγώ, αφεντικό, να μου κοπεί το χέρι.
– Ωραία. Κόφτε του το χέρι, να μάθει.
Πιάναν τον κλέφτη, χραπ μια με τη χαντζάρα. Πάντα σε δημόσια θέα. Για ψυχαγωγία. Ευχαρίστηση δια της αγωγής της ψυχής. Να παίρνουμε οι υπόλοιποι χαμπάρι τι παίζει. Έπεφτε στραβά το μαχαίρι; Σωνόταν ο κλέφτης; Θαύμα. Θείο μήνυμα. Ήταν αθώος – γι’ αυτό γλίτωσε. Μιλήσαν οι θεοί.
Κι ήσαντε όλοι ευχαριστημένοι. Ή περίπου. Γιατί αυτός με τους νόμους, ο Προφήτης, άνθρωπος ήταν κι αυτός, έμπαζε και νερά.
– Αν ο καρόδρομος έχει πρώτα μια στροφή αριστερή, αμέσως μετά μια δεξιά, κι ύστερα ένα τοιχάκι, απαγορεύεται η διέλευσις.
Τι σκοπό είχε τώρα αυτός ο νόμος; Άσε που, χωματόδρομος με στροφή αριστερή και μετά δεξιά κι ύστερα με τοιχάκι, ήταν μόνο εκείνος που περνούσε έξω απ’ το σπίτι του. Αρχίσαν οι αθρώποι να μην είναι πολύ σίγουροι για τη νομοθετική του δεινότητα.
– Ο Γιάννης της Θανάσαινας έκλεψε γίδι και γι’ αυτό θα του κοπεί το χέρι. Την Παρασκευή μετά το θέρισμα.
Αλλά ο Γιάννης της Θανάσαινας γίδια είχε – τι να το κάνει το γίδι να το κλέψει. Κι επιπλέον τον ζαχάρωνε η κόρη του Προφήτη. Και τους είχαν πάρει μάτι στα χωράφια κι είχε βουίξει η κοινότητα. Λες, ρε; Το σκεφτήκαν οι αθρώποι από ’δώ, το σκεφτήκαν από ’κεί, πήγαν ευγενικά.
– Ρε συ, Προφήτη. Ευλόγησον. Πρέπει να ’χεις κουραστεί μ’ αυτό το κωλοεπάγγελμα. Δε θες να κανονίζουμε με τους νόμους όλοι οι σοφοί μαζί, να πάρεις κι εσύ μιαν ανάσα;
Τι να πει κι ο Προφήτης. Θέλοντας μη θέλοντας, συγκατένευσε.
– Ασφαλώς, ρε παιδιά. Κάπως έτσι το ’χα κι εγώ στον νου μου. Απόστασα. Θέλημα Θεού τόση ευθύνη, αλλά κουράστηκα.
Καταπιαστήκαν, λοιπόν. Κι η μια σκέψη έφερε την άλλη. Τα είδαν έτσι και τα είδαν κι αλλιώς. Πρώτα πρώτα ποιοι θα ’ταν που θα ’βγαζαν τους νόμους; Και με τι προσόντα; Και να ’ναι όλο οι ίδιοι; Να μην αλλάζουν καλύτερα; Και ποιος θα τους διαλέγει; Κι αυτοί που θα βγάζουν τους νόμους, να ’ναι αυτοί που θα τους εκτελούν κι όλας; Όχι, κύριε. Να τους εκτελούν άλλοι. Και ποιος θα κανονίζει καλός ή κακός ο νόμος και καλώς ή κακώς εκτελείται; Ποιος θα δικάζει; Ρε παιδί μου, να ταφεί ή να μην ταφεί ο Πολυνείκης;
Λογικό. Ασχολήθηκαν πρώτοι κάτι μεσογειακοί τύποι με κοιλίτσες και καράφλες και το βάλαν μπρος, και κάτι συγγενήδες τους λίγο αργότερα φτιάξαν νομοθεσία που φυσούσε κι έτσι πεδικλώθηκαν τα πάντα. Προ Χριστού αυτά. Ό,τι πιο ηλίθιο και βασανιστικό θα μπορούσε να ’χει σκεφτεί η ανθρωπότητα. Αλλά δυστυχώς, άμα σου μπουν τέτοια στο μυαλό, μετά είναι μονόδρομος. Δεν έχει όπισθεν. Οπότε, για αιώνες έκτοτε, επίμονα η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται, κάτι επαναστάσεις εδώ, κάτι συντάγματα εκεί.
Ώσπου, ένα πρωί, κάτι άποικοι —κάτι τύποι με θεματάκια με τη μάνα αυτοκρατορία τους – όχι το τσάι, όχι οι φόροι, όχι το ’να όχι τ’ άλλο— τη δώσαν μια κλωτσιά την καρδάρα κι αποφάσισαν να αποκοπούν. Βέβαια. Δε μεγαλώνεις με όλην ώρα τη μαμά δίπλα. Το είχαν ψάξει το θέμα, είχαν πιάσει το σύστημα, το είχαν μελετήσει, το τεντώσαν μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε, παρελθόν δεν είχαν να τους φρενάρει, το κάναν κανονισμό τής πολυκατοικίας. Κι οποιανού τ’ αρέσει. No taxation without representation.
Και όλοι είναι ίσοι κι έχουν ίσα δικαιώματα. Από γεννησιμιού. Γιατί έτσι, ρε. Μπαϊ ντιφόλτ. Και θα νομοθετεί και θα κυβερνάει και θα δικάζει όποιος γουστάρει. Αρκεί να εκλέγεται γι’ αυτό. Και δε θα κάνει δυο απ’ αυτές τις δουλειές μαζί. Και θα έχει να αντιμετωπίσει από έναν ώς πολλούς, που θα ’ναι κι αυτοί εκλεγμένοι, αλλά από άλλα συμφέροντα από τα δικά του. Όλα ελεύθερα και όλα με αντίβαρα. Checks and balances.
Άκου παραφροσύνη! Άκου τι σκεφτήκαν οι αθρώποι! Μιλάμε το πλήρες μπάχαλο. Κι εκεί που έλεγες, πάει, θα το διαλύσουν το μαγαζί —λίγο μετά έγινε και εμφύλιος κι όλοι αυτό προβλέπαν, ότι θα το διαλύσουν—, σήμερα το μαγαζί έχει μεγαλώσει κι έχει γίνει τρανό και δεν έχει να πας πουθενά άμα δεν πάρεις πρώτα τη γνώμη τους, αυτών των αλλοπρόσαλλων ανθρώπων. Όπως είχε γίνει και μ’ κείνους τους αρχαίους αλλοπρόσαλλους που τα ’χαν πρωτοσκεφτεί όλ’ αυτά: όλοι εκείνους πηγαίναν και ρωτούσαν. Και τους ακούγαν και τους σεβόντουσαν.
Κι εμείς νομίζαμε ότι είναι στο αίμα, και στη φυλή. Ρε συ, θες να είναι στη σκέψη, ξερωγώ, κι όχι στα ντιενέη;
Ποιος ξέρει. 4 Ιουλίου 1776.
Ο Τσιφόρος -από ΄κει ψηλά- θα καμαρώνει... Σας συγχαίρω! Ως φανατικός, "Τσιφορικός", υποκλίνομαι... κι αυτό αφορά όλα τα υπέροχα κείμενά σας, όχι μόνο το παρόν.
ΑπάντησηΔιαγραφή