Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Των Διδύμων



Ήταν δίδυμοι. Κι ήταν καλοί. Καλή ενέργεια και καλή δύναμη. Παλιά τους γεννούσαν οι θεοί. Ήσαν οι Διός κούροι, οι γιοί του Δία. Ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης. Πατέρας του Κάστορος ο Τυνδάρεως, και του Πολυδεύκη ο Δίας. Μάνα τους η Λήδα. Και προστάτευαν τους ανθρώπους γιατί έτσι πάει: όσες καλές δυνάμεις κι αν σε περιστοιχίζουν, πάντα χρειάζεσαι και κάποιες επιπλέον για ειδικούς σκοπούς. Έτσι είμαστε οι άνθρωποι. Δεν έχει τέλος αυτό.

Κι αγαπιόνταν οι Διόσκουροι μεταξύ τους κι η αγάπη αυτή λες και αντανακλούσε στους ανθρώπους και από κει επέστρεφε λατρεία στους δυο μικρούς θεούς, στον Κάστορα και τον Πολυδεύκη: όταν οι Σπαρτιάτες κινούνταν σε παράταξη μάχης, ήταν οι Διόσκουροι που τους προστάτευαν. Το ίδιο και τους Ρωμαίους. Στη μάχη οι Dioscuri στέκονταν στο πλευρό τους και δεν αφήναν τους εχθρούς να τους βλάψουν. Και τους είχαν και ναό σε περίοπτη θέση στην Αγορά της Ρώμης οι Ρωμαίοι, το Tempio dei Dioscuri.

Αφοσιωμένοι, λοιπόν, ο ένας στον άλλον. Όταν ο Κάστωρ έχασε τη ζωή του, ο Δίας έπιασε τον Πολυδεύκη.

– Από σήμερα θα είσαι αθάνατος.
– Εντάξει, αλλά θα το μοιραστούμε. Θα πηγαίνουμε εξόδου μία ο ένας, μία ο άλλος.
– Παρακαλώ;
– Μια θα πεθαίνω εγώ και μια ο Κάστωρ.
– Μπα σε καλό σας!

Έτσι κι έγινε. Τη μια μέρα ο ένας ήταν στον Άδη κι ο άλλος στον Όλυμπο, και την άλλη αλλιώς. Ανάποδα.

Αδέλφια και αγαπημένα. Ο ένας για τον άλλον. Κι αστερισμός στον ουρανό. Αυτοί είναι οι Δίδυμοι, τ’ άστρα, οι Dii Germani, οι Αδελφοί Θεοί, οι Ashvins των Ινδών, οι Συμεών και Λεβί των Εβραίων, οι Ντο Παϊκάρ των Περσών, οι Δύο Μορφές.

Και μια μέρα οι θρησκείες αλλάξαν προσανατολισμό και στόχο. Και τ’ αδέλφια απέκτησαν μάνα και πατέρα γήινους. Κι έγιναν ιατροί. Ανάργυροι. Χωρίς λεφτά, δηλαδή. Έπρεπε βέβαια να ενταχθούν και στο μαρτυρολόγιο, γιατί άμα δε μαρτυρήσεις τι άγιος να γίνεις. Πήγαν και βρήκαν έναν άχρηστο αυτοκράτορα, τον Καρίνο. Όλος ο κόσμος τον είχε του πετάματου. Τόσο που οι Ρωμαίοι, αφού πόθανε, ψήφισαν να ξεσκαλιστεί το όνομά του απ’ όλες τις επιγραφές.

– Θέλετε να μας βασανίσετε να γίνουμε άγιοι;
– Ρε παιδιά, εμένα καίγεται το σπίτι μου – με σας θ’ ασχοληθώ;
– Είναι φανερό ότι πάσχετε από δημόσιες σχέσεις. Έτσι που τα ’χετε κάνει, οι επίγονοί σας δε θα θέλουν ούτε ν’ ακούσουν για σας. Οπότε, το ντιλ θα είναι το εξής: εσείς θα μας βασανίσετε, κι εμείς θα σας κάνουμε χριστιανό και θα πιστεύσετε, θαύμα ω θαύμα. Και με το μαρτύριό μας, θα πάρετε μια τιμητική θέση στα χριστιανικά βιβλία. Τι λέτε;

Έτσι κι έγινε. Έφερε τα σύνεργα κι αρχίσαν τα βασανιστήρια. Και ξαφνικά του γυρνάει το πρόσωπο το μπρος πίσω, όπως στον Εξορκιστή ένα πράμα. Αλλά οι δυο άγιοι προσευχηθήκαν εσπευσμένως και γίναν όλα όπως πρώτα – οπότε είδε αυτός το φως το αληθινό και επίστευσε, και τους έστειλε σπίτι τους.

Βέβαια, εντέλει δεν τη γλυτώσαν τα καλά αδέλφια. Γιατί ο δάσκαλός τους της ιατρικής εζήλεψε πόσο καλοί γιατροί ήσαν και τους την έστησε.

– Πάμε για βότανα στο βουνό.
– Μάλιστα, δάσκαλε.

Ποια βότανα και ποια μαντζούνια. Άλλος ήταν ο σκοπός. Τους περίμενε στο κατάλληλο μέρος ο παλιάνθρωπος και τους εξέκανε με τις πέτρες.

Έτσι, έκτοτε γιορτάζουμε τη μνήμη τους κάθε πρώτη του Ιούλη. Των Διδύμων. Των αδελφών των Μονιασμένων, των Αχώριστων. Των Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...