Το Ικόνιο ήταν πόλη της αρχαίας Λυκαονίας, κράτους δυτικά της Καππαδοκίας και βόρεια της Κιλικίας, καταμεσής στην καθ’ ημάς Ανατολή. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος την αναφέρει – η πιο σπουδαία από τις πόλεις της περιοχής. Το Ικόνιο που έγινε μέλος του Κοινού Λυκαονίας, με τα Λύστρα, τα Λάρανδα και τη Δέρβη. Μέρη που ύστερα εγίναν Περσικά. Για να έλθουν κατόπιν ο Αλέξανδρος και οι Μακεδόνες. Και ν’ ακολουθήσουν οι Επίγονοι, οι Σελευκίδες, ο Ευμένης, ο Αντίγονος, και μετά ο Αριαράθης Ε΄ ο Διγενής. Που ήταν γιός του Αριαράθη Δ΄ του περσόπουλου και της Αντιοχίδας της ελληνοπούλας, κόρης του Αντιόχου Γ΄ του Μεγάλου. Κι εγγονός του Αριαράθη Γ΄ και της Στρατονίκης της Καππαδόκισσας, της κόρης της σπουδαίας του Αντίοχου Β΄ του Θεού.
Που αργότερα έγινε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το Ικόνιο. Και καθώς τα χρόνια είχαν περάσει, κι ερχόταν νέα θρησκεία που φαινόταν ικανή να εμποτίσει τα πάντα, ο Διοκλής Βαλέριος με τ’ όνομα, ο Διοκλητιανός δηλαδή, γεννημένος στη Δαλματία, πανίσχυρος Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων και ένας εκ των Τετραρχών, βάλθηκε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Το Ικόνιο μπήκε κι αυτό στον στόχο. Στη Νικομήδεια της Βιθυνίας, την αρχαία Ολβία, πόλη κοντά στην άλλη πόλη, το Βυζάντιο, που λίγο αργότερα θα γινόταν η Κωνσταντινούπολη, ο Διοκλητιανός οργάνωνε τη διοίκηση της Ανατολικής του Αυτοκρατορίας και τους άγριους διωγμούς του.
Η μάνα με το παιδί δεν είχαν πού να πάνε να γλιτώσουν. Μικρούλα και χήρα, πήρε κι αυτή το τρίχρονο και δυο δούλες της, τα μαζέψαν από το Ικόνιο και κινούν για Σελεύκεια. Κι από κει για Ταρσό, εκεί που είχε κοντέψει να πεθάνει ο Αλέξανδρος ο Στρατηλάτης, μετά το μπάνιο στον παγωμένο Κύδνο. Στην πόλη που είχε γεννηθεί ο Παύλος. Και που τώρα πια είχε χριστιανική κοινότητα. Αλλά τι να το κάνεις. Ο κυβερνήτης της, Αλέξανδρος κι αυτός στο όνομα, βασιλικότερος του βασιλέως, έστειλε και τους πιάσαν, τη μάνα μαζί με το μωρό, και τους φέραν οι στρατιώτες στο παλάτι.
Είναι τρέλα να βασανίζεις τον νου προσπαθώντας να μετρήσεις τον κόσμο, είχε γράψει ο Πλίνιος δυο αιώνες νωρίτερα. Πόσω μάλλον έναν νέο κόσμο που κατέφθανε πλησίστιος, απροσμέτρητος, ενώ ο παλιός αγωνιζόταν να μην πνιγεί στο άγνωστο, τώρα που απέσβετο το λάλον ύδωρ.
Από τότε περάσαν χρόνια. Αιώνες. Η μάνα, το βρέφος κι ο Πλίνιος είναι πια συνομήλικοι. Αυτός είναι στη Σελήνη. Κρατήρας. Ανάμεσα στη Θάλασσα της Ηρεμίας και τη Θάλασσα της Γαλήνης. Mare Serenitatis και Mare Tranquillitatis.
Και τη μάνα και το βρέφος, δεύτερη φανέρωση μάνας και βρέφους, ίδια μάνα, σαν και την πρώτη, με τα μαφόρια της και τις εικόνες της με τα διάχωρά τους με σκηνές από το μαρτύριο —έτσι γίνεται μ’ αυτά, τέτοιες ενσαρκώσεις δεν γίνονται μόνο μία φορά – έχουν επαναλήψεις κι αναδιπλώσεις— άλλη μια μάνα κι άλλο ένα βρέφος λοιπόν, καλλίνικους και αθλοφόρους, τους πήραν ιερείς και πουλιά και τους σκορπίσαν στη Θάλασσά μας. Mare nostrum.
Έκτοτε, στις 15 Ιουλίου τούς γιορτάζουμε. Τη μνήμη των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης.
Εξ Ικονίου.
-------------------------------------
[1] το μαφόριον, το μαφόρτιο, ο μαφόρτης (λατ. mafortium, mafors, mafortis, εβρ. ma'aforet, αραμ. m'aforta), πέπλος, είδος χιτώνα που κάλυπτε την κεφαλή και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους.
[2] το διάχωρο, χώρισμα, διαχώρισμα. Στην εικονογραφία είναι τμήμα της εικόνας με αυτοτελές θέμα. Τα διάχωρα μιας εικόνας με την αλληλουχία τους αφηγούνται μια ιστορία. Καρεδάκια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου