Γλοξίνια. Ή γκλοξίνια. Από τον Γερμανό Benjamin Peter Gloxin, τον βοτανολόγο που την περιέγραψε πρώτος, τον 18ο αιώνα. Sinningia speciosa. Όμορφη. Πολύ ωραία. Κούκλα, μιλάμε. Νοτιοαφρικάνα. Με μεγάλα φύλλα και λουλούδια καμπανούλες. Βελούδινα. Τη φυτεύεις σε γλαστρούλα μεγαλούτσικη, καμιά δεκαπενταριά εκατοστά διάμετρο τουλάχιστον, να ’χει την άνεσή της η κυρία ν’ αναπνέει. Φως διάχυτο, όχι απ’ ευθείας. Να μην πέφτει δηλαδή πάνω της ο ήλιος και τη στραβώνει και τη σκάει. Κι αεράκι φρέσκο. Αλλά όχι ψύχρες κι όχι ανέμους. Ήρεμα πράματα. Γλυκά. Κι αρκετή υγρασία στην ατμόσφαιρα γύρω της. Δε θέλει να στεγνώνει. Ποτέ. Γενικώς δε θέλει ζοριλίκια και ακρότητες. Και θέλει λιπασματάκι. Θρεπτικό φώσφορο. Και χώμα με οργανικές ουσίες και τύρφη και περλίτη. Χρειάζεται τάισμα για ν’ ανθίσει τα βελούδα της. Που τώρα θ’ αρχίσουν να μαραίνονται βέβαια. Βλέπεις ήρθε φθινόπωρο. Εντάξει, δεν το ’χουν πάρει ακόμη χαμπάρι. Αυτές εδώ είναι αδερφάδες. Σε γλάστρες διπλανές. Και γιατί να το πάρουν χα...
επί παντός