Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κάψα και σίδερο



Τρένο. Και παλιότερα τραίνο. Και λοκομοτίβα. Και ατμομηχανή. Η ατμάμαξα. Η ρυμουλκός.

Βέβαια τρένο το λέμε ολόκληρο. Τη μηχανή και τα βαγόνια μαζί. Την αμαξοστοιχία. Και συνεκδοχικά μπορεί να εννοούμε όλο το σύστημα: το λατρεύω το τρένο – θα πει τους σιδηροδρόμους γενικώς. Τα οχήματα, τις σιδηροτροχιές, όλα. Τα βαγκόν λι, τα βαγκόν ρεστοράν, τους εισπράκτορες, τους μηχανοδηγούς και τους σταθμαρχέους, τον ήχο, τις σιδερένιες ρόδες που χτυπάν στα κενά των γραμμών, την κόρνα που ουρλιάζει στις ισόπεδες – όλα τα πάντα.

Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tragʰ-, σύρω, τραβώ. Λατινικό trahere, κι ύστερα *tragere και μετά *tragīnāre. Μετά ήρθαν τα γαλλικά: traïner και traîner, πάντα με την ίδια σημασία, που όμως πια πλουτίζεται με την έννοια τραβώ με δυσκολία. Σέρνω. Κι ύστερα train, πάντα γαλλικά, κι από κει να 'το το treno ιταλικά - και σούμπιτο και στα ελληνικά.

Ο μουτζούρης. Το θηρίο. Το σεμέν ντε φερ (chemin de fer). Ώς τα ηλεκτρικά τρένα σήμερα, τις υπερταχείες, τα κινέζικα μαγντικά τρένα, τα μαγκλέβ (磁懸浮列車), και τα γιαπωνέζικα Σινκάνσεν (新幹線).

Της βιομηχανικής επανάστασης η ατμομηχανή. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έσυρε τα τρένα, εμπορεύματα, ταχυδρομείο, ανθρώπους – έσυρε τα πάντα. Κι όποιος έχασε το τρένο, τρέχει και δεν προφταίνει. Επίσης κυριολεκτικά και μεταφορικά.




--------------------------------
Με τις ευχαριστίες μου στην Άννα και τον Θεμιστοκλή που περίμεναν υπομονετικά. 😀





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.