Για μια στιγμή μείναν να κοιτάζονται. Σαν τις γάτες. Ενώ κάθε κύτταρο του σώματος έκανε ό,τι αναλογούσε προκειμένου να βγει συμπέρασμα τι θα γίνει μετά.
Εκείνη ήταν ώριμη γυναίκα. Όμορφη. Στο κορμί της το ’χε – κορμί και αξίωμα δεν ξεχώριζαν. Ταχταρισμένη γι’ αυτήν τη δουλειά. Από μάνα κι από νόνα. Σόι πήγαινε. Οι ιέρειες της Παρθένου τής Πόλεως δεν ήταν τίποτε θρήσκα κοριτσόπουλα. Ήταν πολίτες με γνώση. Με μυαλό. Δεν σου το σκαλίζαν έτσι δα τ’ όνομά σου στον βωμό. Υπήρχε λόγος. Τις εμπιστεύονταν να κανονίζουν εκεί που ο νους του ανθρώπου σταματά. Εκεί ξεκινούσε η δική τους η δουλειά. Ποιμένισσες.
Κάτι παρατρεχάμενες τις είχε διώξει από κοντά της κατά προτροπήν του επισκέπτη της. Τα γελάκια τους ακούγονταν από τον περίβολο, μες την ησυχία του φθινοπωρινού πρωινού. Ενώ αδιόρατες ριπές ψύχρας παίζαν με το αττικό καλοκαίρι που τελείωνε. Τι επίσκεψη κι αυτή σήμερα! Τώρα είχαν μείνει οι δυο τους. Τον κοίταζε εξεταστικά.
– Ώστε πρέπει, λέτε, να εγκαταλειφθεί η Πόλη. Αλλά τι σχέση έχει το Ιερό της Πολιάδος μ’ αυτό;
– Ξέρετε, αυτό που έχει αξία για τους ανθρώπους, δεν είναι το ίδιο το συμπέρασμα ενός συλλογισμού και η απόφαση που λαμβάνεται. Γιατί για να αξιολογήσεις, σου χρειάζονται πληροφορίες. Πληροφορίες για ολόκληρο τον συλλογισμό. Πληροφορίες που δεν είναι δυνατόν να έχεις. Κι ούτε είσαι σε θέση να τις επεξεργαστείς, ακόμη κι αν τις είχες. Πληροφορίες που έχουν και που μπορούν να επεξεργαστούν μόνο εκείνοι που θα λάβουν τις αποφάσεις.
Έγινε μια στιγμή ησυχία.
– Εξ ονόματός σου, πάντοτε.
Είχε συμπληρώσει τον συλλογισμό του αριστοτεχνικά. Με πολιτική οξυδέρκεια. Τώρα πού το πήγαινε;
– Λοιπόν;
Ο άλλος συνέχισε μαλακά.
– Λοιπόν, αφού δεν μπορούν να αξιολογήσουν πραγματικά το συμπέρασμα, μεγαλύτερη σημασία για τους ανθρώπους έχει με ποια διαδικασία βγήκε και πώς πάρθηκε η απόφαση. Αν δηλαδή αυτή είναι σύμφωνη με τους νόμους και τους κανόνες. Αν είναι σύννομη. Κι αν είναι κατά το έθος. Και ποιος την πήρε. Κι αν τον εμπιστεύονται. Αυτό μετρά. Πώς πάρθηκε η απόφαση κι από ποιον.
Τον κοιτούσε εξεταστικά. Ώστε αυτός ήταν ο αρχηγός των Δημοκρατικών. Ο αγαπημένος λαϊκός δικηγόρος. Ο αυτοδημιούργητος. Που ξεπετάχτηκε επί Κλεισθένη. Που μόλις πριν τρία χρόνια είχε πείσει την Πόλη, τον νέο χρυσό του Λαυρίου να τον κάνουν πλοία. Τριήρεις. Διακόσιες. Εξωφρενική δαπάνη. Ασύλληπτη. Και είχε ξαπολύσει τους θήτες στα καράβια, στα κουπιά. Εκατόν εβδομήντα από δαύτους ήθελε το κάθε πλοίο. Ένας νέος στρατός από πολλές δεκάδες χιλιάδες νέους πολίτες. Που ξαφνικά αποκτούσαν δικαιώματα. Έτσι. Από το πουθενά. Μ’ ένα πανάκι γύρω στη μέση τους όλο κι όλο. Χωρίς περιουσίες και χωρίς σταθερό εισόδημα. Και που φυσικά, ορκίζονταν στ’ όνομά του.
Τον έλεγες και κοντό. Και κακοσουλουπωμένο. Άσχημος δεν ήταν ακριβώς, αλλά και τίποτε πάνω του δε σε καθησύχαζε ότι είναι και λιγάκι ωραίος. Αυτός ήταν, λοιπόν, ο άνθρωπος που έπειθε, φαίνεται, τους άλλους να κάνουν αυτό που ήθελε.
Τα μάτια της έμειναν πάνω του. Όλα την ειδοποιούσαν να παραμείνει σε επιφυλακή.
– Θέλετε δηλαδή το Ιερό να συνταχθεί με την απόφασή σας.
Εκείνος προτίμησε να αναδιοργανώσει τη σκέψη της.
– Δεν υπάρχει τρόπος οι Πέρσες να αναχαιτισθούν πριν καταλάβουν την Πόλη.
Το ήξερε κι εκείνη. Το καταλάβαινε. Λάθος σχόλιο είχε κάνει. Οι Μακεδόνες ήταν εχθρικοί. Οι Θηβαίοι ήταν με τους Πέρσες. Και τα νέα από τις Θερμοπύλες είχαν ήδη καταφθάσει.
Έγινε μια μικρή παύση. Ο άλλος συνέχισε.
– Γιατί αυτή τη φορά έρχονται με πλοία – στη θάλασσα θα γίνει ο εγκλωβισμός, όχι στη στεριά. Η στεριά έπεται.
Της τα είπε με μιαν αναπνοή, ενώ τα μάτια του φλέγονταν.
– Και γιατί δεν τα εξηγείτε στους πολίτες; του πέταξε αιχμηρά εκείνη.
Του το είχε φυλαγμένο. Μια τόση δα φρασούλα. Ύπουλη. Πάει να πει, εσείς, που είστε τόσο επεξηγηματικός τύπος, που τόσα και τόσα εξηγείτε στους πολίτες, με τόσο ωραίο και παραστατικό λόγο και επιχειρήματα, εσείς πια που είστε φίλος τους αγαπητός, που τους έχετε και κάνουν ό,τι θέλετε, που τους εξηγήσατε γιατί να εξοστρακίσουν τον Αριστείδη και σας άκουσαν, γιατί δεν τους το εξηγείτε κι αυτό;
Ο άλλος δεν έπεσε στο χάος.
– Γιατί μετά τον Μαραθώνα και τον θρίαμβο, σκέφτονται ακόμη στεριανά. Μόνο με μια ήττα στη στεριά θα πάρει σχήμα στα μυαλά τους η νέα πραγματικότητα. Αλλά μια νέα ήττα στη στεριά τώρα θα ήταν οριστική. Για πάντα.
Είχε μιλήσει και πάλι μαλακά, παρά τη φωτιά που σιγόκαιγε στα μάτια του. Να λοιπόν ποιο ήταν το ταλέντο του. Δεν έπεφτε στην άβυσσο και δεν οργιζόταν.
Οριστική ήττα, είχε πει. Οι λέξεις δεν σήκωναν ερμηνείες διάφορες. Ήταν σκέτες. Για πάντα, είχε πει. Δηλαδή, σαν τους Ίωνες μετά την εξέγερση. Που τώρα επάνδρωναν τις περσικές τριήρεις και κωπηλατούσαν με πλώρη την Αττική.
Απ’ έξω μια ριπή γέλιου διέτρεξε τις άγουρες τις έφηβες, τις αφιερωμένες στη θεά. Τις ανυποψίαστες. Η ιέρεια ένιωσε το χέρι του φόβου να της αγγίζει το ήπαρ.
Οργίστηκε. Όταν κάποιος άλλος έβλεπε αυτό που εκείνη δεν είχε καταφέρει να δει, τότε τού θύμωνε. Τον ήξερε τον εαυτό της. Και τον θυμό της και τον φόβο της τον είχε σημάδι ότι ο άλλος είχε δίκιο.
Σηκώθηκε. Η συνάντηση είχε λήξει. Αμέσως σηκώθηκε κι εκείνος με σεβασμό. Οι σκέψεις τους θαλασσοδέρνονταν. Οι κοπέλες τρέξαν μέσα σοβαρεμένες γύρω από την πνευματικό τους. Σα χηνόπουλα. Τι θα γινόταν τώρα; Ποιος ξέρει. Θα έπρεπε πρώτα να της περάσει ο θυμός.
Την άλλη μέρα ο Θεμιστοκλής ξυπνούσε βαριά. Από τις φωνές. Η Πόλις βογκούσε. Το μέλι και τα σύκα, τα πεσκέσια για το άγιο το φίδι της θεάς, το φίδι που κανείς ποτέ δεν είχε δει, αλλά που πάντα πήγαινε και φιλευόταν τα καλούδια, σήμερα πια μετά από τόσα χρόνια που ερχόταν και ταϊζόταν, σήμερα δεν τα ’χε αγγίξει. Σήμερα ο όφις ο ιερός δεν ήταν πια εκεί. Η Παρθένος δεν ήταν εκεί. Την είχε εγκαταλείψει την Πόλι της.
Ανακάθισε. Έδιωξε τον ύπνο ταραγμένος, ενώ έξω η οχλοβοή αγρίευε. Μάλιστα. Ώστε είχε απευθυνθεί στην σωστή θεότητα. Και την είχε πείσει.
Πάλι καλά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου