Ήρθε κι έκατσε στο ξύλο, στην κουπαστή του μπαλκονιού μας, και περιμένει.
Μπορεί και να ’χει βάλει στο μάτι κάποιο θήραμα. Είναι μεγάλος θηρευτής. Άγριος. Δεν παίζεται. Μη σε βάλει στο μάτι – και τι μάτι. Το βλέπεις το μάτι, δεν το βλέπεις; Κάηκες.
Τα δυο τα μπροστινά τα πόδια, μόνο πόδια δεν είναι. Τα ’χει αγκαθωτά, για να σ’ αρπάξει. Αστραπιαία. Είναι χερούκλες. Κάνει μια, χραπ, ένα εικοστό του δευτερολέπτου είναι αυτό το χραπ, και πριν προλάβεις να καταλάβεις τι έπαιξε, την έκατσες τη βάρκα. Κι ούτε να σε σκοτώσει, ούτε να σε παραλύσει, όπως κάνουν κάτι άλλοι. Τίποτε απ’ αυτά. Σε ακινητοποιεί στις αρπάγες της κι έχει αρχίζει να σε τρώει. Εν ζωή. Ως έχεις.
Πάλι καλά που η καλή σου —ναι, κορίτσι είναι αυτή εδώ— είναι μόλις οχτώ με δέκα πόντους όλη κι όλη. Φαντάσου να ήταν και τίποτε μεγαλύτερη, κάτι σαν σκύλος, να πούμε. Την είχαμε βαμμένη, ως άνθρωποι.
Τον Αύγουστο. Τότε μεγαλώνει. Ίσως γι’ αυτό την λένε και Αλογάκι της Παναγίας. Γιατί είναι Αυγουστιάτικη. Στη Δύση, ο Χέρμαν Μπούρμαϊστερ, ο εντομολόγος, την είπε Μάντιδα. Έχοντας στο μυαλό του όχι τη μαντεψιά, όπως ίσως νομίσουμε με τα νέα ελληνικά μας. Αλλά την ιεροσύνη. Μάντισσα η προσευχομένη. Η ιέρεια, δηλαδή, με τα δυο τα χέρια σαν σε στάση προσευχής.
Τότε ομορφαίνει κι ωριμάζει για τα περαιτέρω. Τον Αύγουστο. Αυτή εδώ που βλέπουμε, μπορεί και να την έχει στημένη περιμένοντας το σερνικό της. Εκκρίνει ερωτικές φερομόνες, αλλά κάνει και οπτικά σινιάλα. Κι έρχεται εκείνος – διότι έτσι γίνεται στον κόσμο αυτόν, σε όλα τα ζωντανά, εκείνη κάνει τα σινιάλα κι εκείνος έρχεται, κι όχι το ανάποδο που νομίζουν κάτι εξυπνάκηδες. Κι έρχεται, που λες, ο μισός είναι από αυτήν, ο καημένος, και την καβαλικεύει. Κι εκείνη την πιάνει μια λαχτάρα ένα πράμα μωρό μου να σε φάω ζωντανό του ψιθυρίζει μες τη ζάλη και γυρίζει και του δαγκώνει το κεφάλι και το τρώει.
Δεν είναι τραγωδία. Εκείνος συνεχίζει – δεν είναι το μοναδικό σερνικό που χάνει το κεφάλι του αλλά συνεχίζει απτόητο. Μάλλον ο κανόνας είναι. Είναι ίδιον των σερνικών, εξ όσων γνωρίζουμε. Χάνουν το κεφάλι τους αλλά συνεχίζουν απτόητοι.
Κι ύστερα η κυρία πάει και αποθέτει καμιά εκατοστή με διακόσια αυγουλάκια. Τυλιγμένα σε μια γλοιώδη ουσία που στεγνώνει και που έτσι τα κρατά προστατευμένα όλο το φθινόπωρο και όλον τον χειμώνα. Ώσπου να ’ρθει η άνοιξη.
Κι αφού τα κάνει όλ’ αυτά, εγκαταλείπει τον μάταιο τούτο κόσμο, και πάει. Πεθαίνει κι αυτή.
Αν μη τι άλλο, αυτή πεθαίνει χορτάτη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου