Πέρασ’ η μέρα. Περάσαν τα χιλιόμετρα. Στις ίδιες ράγες. Η τρελή με τις κότες στην Κυπαρισσία, ο κουτσός, γιατί να μην κάτσω εδώ, το εισιτήριό σας είναι από κει, ποιος είσ’ εσύ που θα μου πεις - δε βγάζεις άκρη, το βουλώνεις - η άλλη στην Πάτρα. Πού πάει αυτό; Μια γραμμή είναι χριστιανή μου, δηλαδή πού να πηγαίνει; Όχι κλείσ’ το παράθυρο, όχι άνοιξέ το, μη πτύετε, ne pas se pencher au-dehors, το γράφει το ρημάδι, δεν το γράφει; μη κύπτετε έξω, τι πάει να πει, τι θα πει κύπτετε; βγάνω το κεφάλι μου θα πει, μέσα τα κεφάλια, ορίστε, το γράφει, κουνάει το βαγόνι και μπλέκουνε τα πόδια μας κατά λάθος, εκείνη κάθεται απέναντι, αντικριστά καθίσματα, ταρακουνάει κι αγγιζόμαστε, κατά λάθος, βρίσκουνε τα πόδια μας, είναι στενά το μέρος, δεν αποτραβιέται, ούτ’ εγώ αποτραβιέμαι, όταν αγγίζονται ξένοι τραβιούνται, εμείς όχι, κι ας βρίσκουνε τα πόδια μας στις στροφές, χαλαρά, δε δίνουμε σημασία, για δες! ή μήπως δίνουμε σημασία, στην επόμενη στροφή επιμένω λιγάκι, ασυναίσθητα, αδιόρατα, κατά λάθος, μ...