Γκρινιάρης και δύστροπος ο Θερσίτης. Παλιόπαιδο. Έτσι μας τον παραδίδει ο Ποιητής. Θρασίτης. Θαρρίτης. Θαρραλέος να προκαλεί. Θρασύς. Κακορίζικος και ασχημάνθρωπος. Δεν τό ’χε σε τίποτα να τα κάνει λίμπα με την εκτός τόπου σκέψη του. Γιατί, τω καιρώ εκείνω, σ’ εκείνον τον περίγυρο, σκέψη άλλη από τη βασιλική ήταν εκτός τόπου. Κουτσός λοιπόν αυτός, αλλήθωρος και κακάσχημος. Τα ’βαλε με τον ίδιο τον Αγαμέμνονα: οἴκαδέ περ σὺν νηυσὶ νεώμεθα! Άκου, νεώμεθα! Νέομαι. Και νεύμαι. Και νείομαι. Γυρίζω πίσω! Πίσω στα σπίτια μας να γυρίσουμε! Σὺν νηυσί! Και μεις και τα καράβια μας!
Ο Νέστωρ πάλι τα ’βλεπε αλλιώς. Γέροντας αυτός και βασιλιάς. Θαρραλέος και καλόγνωμος. Σοφός. Τη γνώμη του την άκουγαν πρώτη πρώτη. Όταν έσφαξαν το βόδι το πεντάχρονο το σερνικό και καλοφάγαν, αυτός ήταν που έπιασε να πει τού Αγαμέμνονα τι μέλλει γενέσθαι, ὅτ᾽ ἂν αὖτε νεώμεθα πατρίδα γαῖαν. Όταν επιστρέψουμε στην πατρίδα γη.
Ήξερε αυτός. Νέστωρ. Αυτός που επιστρέφει. Απ’ το νέομαι κι αυτός. Αυτός που έρχεται πίσω. Αλλά τι: μόνος επιστρέφει ο βασιλιάς; Όχι βέβαια. Φέρνει και τον στρατό του μαζί. Σώο. Φέρνει τα παλικάρια πίσω στις κοπέλες. Και στα χωράφια τους. Νόστος.
Έτσι κάπως άρχισε να ξεμπλέκεται το κουβάρι της Γραμμικής Β, της συλλαβογραφής που ο Έβανς έλεγε ότι είναι κρητικά. Άγνωστη γλώσσα, σου λέει. Ποιος ξέρει. Ναι, αλλά πώς στο ανάκτορο του Νέστορος, πώς στο παλάτι της Πύλου, μες τη μέση της Πελοποννήσου, πώς και βρέθηκαν κατάστιχα που τηρούνταν σε Γραμμική Β; Μήπως ήταν τα κρητικά κάποια γλώσσα της διοικήσεως γενικώς; Κάτι σαν τα Λατινικά στη μεσαιωνική Ευρώπη; Ή μήπως η Ελλάδα ήταν υπόδουλη στην Κρήτη; Μπα. Δεν προέκυπταν απ’ αλλού τέτοια σχέδια. Τότε; Μην ήταν ο Νέστωρ Κρητικός; Εμ, δε γίνεται! Νέστωρ, είπαμε. Ο επιστρέφων. Πιο ελληνικά δεν έχει. Εκτός κι αν ο Όμηρος έβαζε τους ξένους του να μιλούν ελληνικά, σαν τον Μπεν Χουρ που μιλάει αγγλικά στο φιλμ. Ίσως. Αλλά και πάλι: θα ’χε πειράξει και τ’ όνομα του βασιλιά; Δε θα ήταν το όνομα μια άγνωστη κρητική λέξη που να μη βγάζει νόημα; Αυτός όμως λεγόταν Νέστωρ.
Ρε έχει γούστο τα κρητικά να ’ναι τίποτε ελληνικά. Και μαζί κι αυτή η περίεργη γραφή. Έτσι σκέφθηκε ο Βέντρις. Και πήρε τηλέφωνο τον Τσάντγουικ που ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά τα πιο αρχαία και λησμονημένα ελληνικά. Και τα υπόλοιπα γίναν ιστορία. Κυριολεκτικώς. Προστέθηκε μία ακόμη χιλιετία σ’ ό,τι μέχρι τότε ξέραμε.
Στο μεταξύ τό όνομα συνέχιζε τον δρόμο του. Νέστωρ. Έτσι γίνεται. Τα ονόματα τιμούν τον φέροντα, κι οι φέροντες αυτά. Είναι μια συνάντηση του ανθρώπου με τη σκέψη του τη διαχρονική. Επιμένουν.
– Φοβάσαι ρε; ρώτησε ο Δημήτριος τον Νέστορα.
Αλυσοδεμένος ο Δημήτριος. Κρατούμενος. Κι ο Νέστωρ επισκέπτης. Είχε έρθει στο υπόγειο ο μικρός να πάρει θάρρος από τον φυλακισμένο. Τι μικρός, δηλαδή, και τι μεγάλος. Ο μεν δεν είχε φτάσει ακόμη στα είκοσι, κι ο μεγάλος άντε να τα ’χε περάσει μόλις.
Ένευσε ο Νέστωρ. Ναι. Φοβόταν.
– Ωραία, είπε ο άλλος.
Πού ’ν’ το ωραίο; Ποιος ήξερε. Αλλά ο Δημήτριος, ο νεαρός κρατούμενος, ήταν χιλίαρχος. Κάτι θα ’ξερε από φόβο.
– Όταν φοβάσαι είναι γιατί ξέρεις τι σου γίνεται. Γιατί τα έχεις μετρήσει όλα. Δε σου έχει ξεφύγει κάτι. Και τα καλά, και τ’ ανάποδα. Δεν είναι κακό.
Ο άλλος ένευσε ξανά. Ένιωσε πάλι τον φόβο να τον κυριεύει, σαν κύμα.
– Αλλά μπορείς να τον νικήσεις αυτόν αύριο, έτσι δεν είναι;
Αυτός αύριο ήταν ο Λυαίος. Ο θηριώδης μονομάχος. Που την άλλη μέρα είχαν αγώνα. Θανάτου. Για να διασκεδάσει το πόπολο. Και να ευφρανθούν οι αρχόντοι. Κι όλοι να κατανοήσουν τι περιμένει όποιον δεν είναι συνεννοήσιμος.
Έγινε σιωπή. Ο μικρός σχεδόν του ’ρθε να κλάψει.
– Δε θέλεις τα τον νικήσεις; ρώτησε ο Δημήτριος.
– Ποιος το λέει αυτό; ταράχτηκε ο μικρός.
– Εσύ. Σε ρωτάω αν μπορείς και δεν απαντάς. Θες;
Ο μικρός σώπαινε κατάπληκτος. Αιφνιδιασμένος. Οι σκέψεις του αχταρμάς.
– Θες ή δε θες; ρώτησε ο Δημήτριος μαλακά, μην τον αγριέψει.
Ο μικρός δε βιάστηκε. Κατάλαβε. Η λύση τον διαπέρασε. Πώς γίνεται να φοβάσαι, αν δε θες να συμβεί αυτό που φοβάσαι; Πώς γίνεται να φοβάσαι, αν δεν το κουβαλάς;
Έσκυψε το κεφάλι κι αφέθηκε να κλαίει γοερά, σα μωρό, καθώς τα δεσμά πονούσαν ξεκολλώντας. Ο αλυσοδεμένος περίμενε. Να τελειώσει η απορροή. Κι όταν το πνεύμα του μικρού έχασε κάθε βάρος, έτοιμο να πετάξει, ο Δημήτριος τον σταύρωσε, ψιθυρίζοντας κάτι ακατανόητα της θρησκείας του. Ξόρκια. Σα γριά βάβω. Φτου. «Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος».
Ψέλλισε κι ο μικρός τα λόγια και σηκώθηκε. Βγήκε κι ούτε κοίταξε πίσω του. Τώρα είχε δουλειά.
Την άλλη μέρα στην αρένα ο Λυαίος έπεφτε κεραυνοβολημένος με τη μία. Με το σπαθί τού μικρού μπηγμένο στην καρδιά του. Το πλήθος βουβό κι ακούγονταν πουλιά. Κι οι αρχόντοι τρόμαζαν. Και διέταζαν τον αποκεφαλισμό του μικρού και τον λογχισμό του μεγάλου φίλου του, του δεσμώτη.
Δημήτριος και Νέστωρ. Χθες ο ένας. Σήμερα ο άλλος. Τα ονόματα έχουν τη δική τους ζωή στις ζωές των ανθρώπων.
Νέστωρ. Ο που επιστρέφει.
-------------------------
Εικόνα: Ρωμαϊκό δάπεδο, Πάτρα, Αρχαίο Ωδείο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου