Πέρασ’ η μέρα. Περάσαν τα χιλιόμετρα. Στις ίδιες ράγες. Η τρελή με τις κότες στην Κυπαρισσία, ο κουτσός, γιατί να μην κάτσω εδώ, το εισιτήριό σας είναι από κει, ποιος είσ’ εσύ που θα μου πεις - δε βγάζεις άκρη, το βουλώνεις - η άλλη στην Πάτρα. Πού πάει αυτό; Μια γραμμή είναι χριστιανή μου, δηλαδή πού να πηγαίνει;
Όχι κλείσ’ το παράθυρο, όχι άνοιξέ το, μη πτύετε, ne pas se pencher au-dehors, το γράφει το ρημάδι, δεν το γράφει; μη κύπτετε έξω, τι πάει να πει, τι θα πει κύπτετε; βγάνω το κεφάλι μου θα πει, μέσα τα κεφάλια, ορίστε, το γράφει,
κουνάει το βαγόνι και μπλέκουνε τα πόδια μας κατά λάθος, εκείνη κάθεται απέναντι, αντικριστά καθίσματα, ταρακουνάει κι αγγιζόμαστε, κατά λάθος, βρίσκουνε τα πόδια μας, είναι στενά το μέρος,
δεν αποτραβιέται, ούτ’ εγώ αποτραβιέμαι, όταν αγγίζονται ξένοι τραβιούνται, εμείς όχι, κι ας βρίσκουνε τα πόδια μας στις στροφές, χαλαρά, δε δίνουμε σημασία, για δες! ή μήπως δίνουμε σημασία, στην επόμενη στροφή επιμένω λιγάκι, ασυναίσθητα, αδιόρατα, κατά λάθος, με το στόμα στεγνό
εκείνη δεν τραβιέται, ήρθε το βαγόνι στα ίσα του και μεις μείναμε όπως απομείναμε, έτσι, κατά λάθος, ακουμπιστοί, κατάπληκτοι, οι γάμπες ζεστές, δεν τραβιόμαστε κανείς μας, η καρδιά παραδίνει, πού να κοιτάξω τώρα, πού να κοιτάξει, το βλέμμα στα κουμπιά μια ζακέτα φοράει, πλεχτή, κοιτάζω τα κουμπιά, κοιτάζω έξω, τα δέντρα τρέχουν και τρέχουν, τώρα όσο πιο μαλακά, μαλακά, να και η επόμενη στροφή, κατά λάθος, μαλακά, πολύ μαλακά, μην τρομάξει, όπως δίνεις λουλούδι, λουσμένος στον πανικό,
αντιπιέζει εκείνη κι κόσμος χάνεται, το αίμα σφυροκοπάει στα μηλίγγια, μένουμ’ έτσι μια στιγμή, να το κατανοήσουμε, κι ύστερα τα πόδια χαλαρώνουν για λίγο, φοβισμένα, διστακτικά, και κάνει ένα απότομο το βαγόνι και ξαναβρισκόμαστε, γλυκά, τρυφερά, εδώ είμαι, σου έλειψα; τι νόμισες; πιέζουμε, πιο σίγουρα, βεβαιωμένοι, ομολογημένοι, γλυκά, κι άλλη στροφή, κι άλλη πίεση, κι άλλη, κι άλλη, και μετά πάλι χαλαρά, εντάξει, να ξετρομάξουμε, να πάρουμε ανάσα, κι αμέσως μάς ξαναπιάνει και σαν να θέλουμε να βεβαιωθούμε, εδώ είσαι; ναι! μ’ αγαπάς πάντα; αχ, χαζέ, και δως του πάλι πίεση, πίεση σκέτη, μεγάλη και δυνατή, πίεση σοβαρή
πια τι να περιμένουμε τις εγκάρσιες σπρωξιές απ’ το βαγόνι, τώρα ξέρουμε από μόνοι μας, πίεση, φιλιούνται κι οι αστράγαλοι, μη φαίνονται κινήσεις, μην καταλάβουν οι διπλανοί, μαμά της δεν είναι αυτή πλάι της; ποιος ξέρει, μαμά της είναι, κι ύστερα να πάλι, εδώ είμαι, είσαι εκεί; βέβαια, εδώ είμαι, τρόμαξες; ναι γλυκό μου! κι εγώ τρόμαξα, λίγο, εδώ είμαι, να, κι άλλη πίεση, κι άλλα φιλιά, τι στροφές και τι ταχύτητες, δικός μας πια κι ο ρυθμός, και η πίεση, τώρα ταξιδεύουμε μαζί, άγνωστες λέξεις, τ’ ακούς όλα που σου λέω; όλα τ’ ακούω, εσύ; κι εγώ! δεν κοιτάζουμε, άμα κοιτάξεις χάνονται αυτά που βλέπεις, δεν ακούμε, ν’ ακούγονται τα λόγια τα γλυκά, τα φιλιά, εκεί, επίμονη πίεση, εκεί όπου στέφονται οι άνθρωποι
εκεί κι εμείς, εκεί,
στο τρένο για τον ουρανό
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου