Παναγιά και Παναγιώτης, κι από Δήμητρα, Δημήτρης.
Δήμητρα είναι η μία από τις Δώδεκα. Εκείνη της Γης. Εύλογα υποστηρίζεται ότι είναι η πανάρχαια Δα Μάτηρ, Δημήτηρ, Γαία Μήτηρ, η Μάνα Γης, της Γης η Μάνα, διαλέγουμε και παίρνουμε. Η μάνα της καλλιέργειας, των σιτηρών και της αφθονίας τους.
Και δημήτριος είναι κι αυτό πανάρχαιο. Επίθετο. Ο σχετιζόμενος με τη θεά. Ο της Δήμητρας. Που σιγά σιγά έγινε ουσιαστικός. Κύριος. Ο Δημήτριος.
Και στα χρόνια του Διοκλητιανού, ήταν ένας νεαρός αξιωματικός του Ρωμαϊκού Στρατού. Είκοσι, εικοσιδύο, ήταν δεν ήταν. Παιδί. Από σπίτι κι από καλή γενιά. Ήδη χιλίαρχος. Tribunus militum, δηλαδή ένας από την εξάδα που διοικούσε τη λεγεώνα – και πέντε χιλιάδες στρατός.
Ήτο χριστιανός όμως ο νέος. Πριν το Διάταγμα των Μεδιολάνων. Και πριν η νέα θρησκεία γίνει συστατικό του απέραντου Ρωμαϊκού Κράτους. Όταν ακόμη ήταν μια νέα αντίληψη – σάρκα και οστά στα όνειρα για αλλαγή τού ανθρώπου.
Ήτο χριστιανός και μάλιστα δραστήριος. Γιατί τότε χριστιανός σήμαινε δραστήριος. Τον τσίμπησαν λοιπόν στη Θεσσαλονίκη οι φαντάροι του —κατά διαταγήν τού παρεπιδημούντος Γαλέριου, του ετέρου των Τετραρχών της Ανατολής— και τον ρίξαν στο μπουντρούμι. Bodrum. Τότε δεν ήταν ακόμη γνωστή η λέξη. Δηλαδή ο ιππόδρομος γνωστός ήταν, αλλά δεν είχαν εμφανιστεί τα τουρκικά να δούν τα υπόγεια και να τα πουν μπουντρούμια. Ήταν γνωστά τα praefurnia, τα προπνιγεία του. Όμορφα, όταν ήταν να ετοιμαστείς για το λουτρό. Αλλά αν σε κλειδώναν μέσα, τι να την κάνεις την ομορφιά. Εις θάνατον δια λογχισμού, ήταν η απόφαση του Γαλέριου.
Λύθρος ήταν τα λείψανα του γήινου αγίου. Λύ-θρος από το λύω, όπως όλε-θρος από το όλλυμι. Λύθρος, δηλαδή χώμα με αίμα πηγμένο, σκόνη, ιδρώτας και λάσπη. Κι απ’ τον τάφο του ανέβλυσε μύρο. Εξ ου και Μυροβλήτης. Κι από πάνω χτίστηκε προσευχητάριο, σήμερα μεγαλοπρεπής ναός, του Αγίου Δημητρίου, στην οδόν Αγίου Δημητρίου. Βασιλική. Δηλαδή του τύπου των δημοσίων κτηρίων που χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία Ελλάδα κι ύστερα στη Ρώμη για δημόσιες συνεδριάσεις, αγορές και συναλλαγές, και δικαστήρια. Σαν την Βασίλειο Στοά των Αθηνών – το παλαιό διοικητικό κτήριο που βρισκόταν στην Αρχαία Αγορά, επί της Οδού των Παναθηναίων.
Βασιλική, λοιπόν, ελληνιστικού τύπου, αυτή τής Θεσσαλονίκης. Πεντάκλιτη. Δηλαδή με πέντε κλίτη. Πέντε ζώνες. Αρχαία κι αυτή η λέξη, από το κλίνω. Χώροι μεταξύ κιονοστοιχιών. Πέντε. Ένας εγκάρσιος και τέσσερεις διαμήκεις. Για τον Άγιο που προστάτευε την Πόλη. Που όταν την πολιορκούσαν οι Βούλγαροι, το 1207, πήγε και σιγύρισε τον Καλογιάν, τον επονομαζόμενο Ιωαννίτζη, τον Καλογιάννη δηλαδή τον Ρωμαιοκτόνο, τον Ιβάν Α΄. Εμφανίστηκε στον ύπνο του και του κάρφωσε ένα δόρυ στο πλευρό του. Κι αυτός πλευριτώθηκε και πάει, πόθανε.
Και που αργότερα τα ρύθμισε, και διέταξε ο Βενιζέλος και μπήκαν τα ελληνικά στρατά στην Πόλη. Ανήμερα της γιορτής του, του Αγίου Δημητρίου, το 1912.
Και να ’ταν μόνο η Θεσσαλονίκη!
Και την Αθήνα την είχε έγνοια, στρατιώτης γαρ. Γλίτωσε το ποίμνιό του από τη μανία τού Γιουσούφ Αγά της Ακρόπολης που είχε στον νου του να αφανίσει τους πιστούς που θα πηγαίναν προσκυνητές στο εκκλησάκι, κάτω από τον Βράχο. Κήρυξε μονοκκλησιά ο Γιουσούφ, δηλαδή την ημέρα εκείνη όλοι οι Αθηναίοι, κανείς άλλος Άη Δημήτρης να μην πανηγυρίσει, όλοι να γιορτάσουν εκεί, κάτω από την Ακρόπολη. Για να τους μαζέψει όλους, αυτό ήθελε, και να τους βομβαρδίσει. Αλλά την κρίσιμη στιγμή, έπνιξε ο Θεός τον κόσμο στη βροχή, κι ο Άη Δημήτρης καβάλα στην αστραπή, ορμάει στην πυριτιδαποθήκη τού Αχμέτ, του αρχιπυροβολητή, και γίνηκε καταστροφή και θάνατος. Τίποτε δεν έμεινε από τους απίστους. Κι αμέσως μετά, ο ουρανός καθάρισε. «Σα να μην έγινε τίποτις!» γράφει ο συνονόματός του ο αθηναιογράφος, ο Καμπούρογλους. Κι έτσι, ο «Άι–Δημήτρης πήρε με το δίκηο του το παρανόμι που του ’πρεπε, και σα με τα τώρα λέγεται Λουμπαρδιάρης, δηλαδή Βομβαρδιστής.» Από τη μεγάλη λουμπάρδα, την μπομπάρδα, το βαρύ κανόνι του καιρού εκείνου.
Κι ύστερα ήρθε ο άλλος μέγας συνονόματος. Ο Πικιώνης. Άντε να βάλεις σε ένα κορμί όλα τα σημάδια των αιώνων. Άντε να πεις τι λεν τα χρόνια κι οι καημοί των ανθρώπων κι οι θελήσεις τους. Άντε να συντάξεις την επωδό. Κι όμως. Είχε απομείνει το εκκλησάκι. Βασιλική κι αυτό. Μονόκλιτη. Έπιασε ο σοφός και την ανέπλασε από σπαράγματα μνήμης. Κυμάτια, φουρούσια, ανθέμια, κεραμίδια, μαρμαράκια, ρόδακες – όλα μαζί τα συνόψισε στο σώμα του ναϊδρίου. Επιτομή των αιώνων.
Νυν και αεί.
-----------------------------------------------
Στην εικόνα: εξωτερικός τοίχος του Λουμπαρδιάρη, δια χειρός Πικιώνη.
Το απόσπασμα του Καμπούρογλου είναι από τον «Άγιο Δημήτριο τού Σέγκιου». Από το βιβλίο «Δημήτριος Καμπούρογλου. Η Κυρά-Τρισεύγενη και άλλα διηγήματα», Εκδόσεις Πελεκάνος, Μάρτιος 2005.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου