
Έτσι λέγεται αυτός εδώ ο κούκλος. Πανέμορφος. Νυχτιάτικος. Λουσμένος στο φως του δρόμου.
Η επιστημονική του τέτοια είναι Pyracantha. Γένος, λέει, μεγάλων αειθαλών θάμνων. Αγκαθωτών. Τον φυτεύουν δηλαδή και δίκην μάντρας. Να μη μπορείς να περάσεις. Να σου γίνεται η ζωή δύσκολη. Άμα πέσει η μπάλα μέσα, δεν πηδάς να πας να την πάρεις, γιατί γίνεσαι καινούριος. Φωνάζεις τη νοικοκυρά του σπιτιού και σ’ τη δίνει εκείνη.
Άμα θέλει και δε σ' έχει πάρει με κακό μάτι.
Και ανήκει λοιπόν ο θάμνος στην οικογένεια των Ροδοϊδών. Δηλαδή Rosaceæ. Κι έχει και καρπούλια. Μικρούτσικα. Πέντ’ έξι χιλιοστά όλο κι όλο. Πορτοκαλί ή κόκκινα. Σαν μουράκια, ας τα πούμε.
Που τρώγονται παρακαλώ! Γίνονται ζελέ. Εντάξει. Άνοστο. Άγευστο. Αλλά τους τσιμπολογούν και τα πουλάκια. Αν πέσουν πάνω τους εξαντλημένα, μια χαρά ταΐζονται τα καημένα. Θροφή πρώτης τάξεως. Γιατί εξαντλημένα; Γιατί δε θα έχει τίποτ’ άλλο ένα γύρω. Τώρα είναι Οκτώβρης, αλλά σε λίγο θα σοβαρέψει η κατάσταση και δε θα ’χει μείνει φαΐ ούτε για δείγμα. Οι καρποί όμως του πυράκανθου, εκεί θα είναι. Όλον τον χειμώνα!
Κοινό διακοσμητικό, λοιπόν, και φράχτης, αλλά και φαγάκι φτηνό. Τρία σ’ ένα. Συμφέρει.
Γιατί πυράκανθος; Από το πυρ και άκανθος. Τα ’παμε. Μην πας και ανακατευτείς με τ’ αγκάθια του. Φωτιά που σ’ έκαψε! Τι θάμνος; Και τέσσερα μέτρα φτάνει. Κι αν έχει πυκνώσει, ούτε να το σκεφτείς. Αδιαπέραστος και μαζί κουκλίστικος. Όμορφος κι επώδυνος.
Πυράκανθο τον είπαν όλοι. Pyracantha στ’ αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά και πορτογαλικά. Άλλοι με «h» κι άλλοι χωρίς, άλλοι με το «τ» κι άλλοι με το «θ» τους – ο καθείς και η γλώσσα του. Μέχρι και ρωσικά пираканта (πιρακάντα) το λένε.
Βέβαια στα αγγλικά λένε και firethorn. Κι οι υπόλοιποι γερμανοσυγγενήδες, το ίδιο: Feuerdorn, γερμανικά, ildtorn δανέζικα και vuurdoorn ολλανδικά. Ναι, Feuer, ild, και vuur θα πει fire! Πυρ! Φωτιά!
Και Dorn, torn και doorn; Aγκάθι. Παλιά αγγλικά þorn, γοτθικό þaurnus και ιρλανδικό trainin. Απ' όπου και το thorn ή þorn (Þ, þ), ο τρίτος ρούνος, σήμερα πια μόνο στα ισλανδικά. Και ελληνικό, τέρναξ, τέρνακος. Της κάκτου τού φυτού καυλός. Αγκάθι.
Ρούνοι είπαμε και φθάσαμε στα γκέιμς. World of Warcraft. Thornos λέγεται ο τρομερός φύλακας τού Cenarius, ο αδυσώπητος. Kαι Κόμης Τέρναξ, Count Ternax, είναι ο πάνοπλος, ο γεννημένος να σκουπίζει εχθρούς. Born to wipe. Τι; Δεν ψάχνουν λεξικά και ετυμολογίες οι παιχνιδάδες; Μωρέ, μόνο λεξικά ψάχνουν.
Για να επιστρέψουμε στα καθ' ημάς, οι γείτονες, κι αυτοί στη γλώσσα τους το μεταφέρουν: ateş dikeni. Φωτιάς αγκάθι στα τουρκικά. Το ίδιο και στα ουγγρικά: tűztövis. Φωτιάγκαθο. Στα φινλανδικά αλλάζει λίγο: tulimarjat. Της φωτιάς μουράκια. Κι αφού τα 'παμε όλα, ognik στα πολωνικά, φλόγα, και hlohyně στα τσέχικα. Αγκάθι. Λευκάγκαθο. Γιατί ξεχάσαμε να το πούμε: την άνοιξη βγάζει και λευκά ανθάκια. Εντυπωσιακά. Κάτι ταξιανθίες, κούκλες.
Πώς το λένε στα κινεζικά; Όπως και στα... σουηδικά: και στις δύο γλώσσες φτιάχνουν μια τρισύνθετη λέξη τής ίδιας ακριβώς λογικής. 火棘属 οι μεν και eldtornssläktet οι δε. Όπου 火 και eld είναι η φωτιά και 棘 και torn το αγκάθι. Και το τελευταίο που κολλάνε και οι δύο; 属 και släktet είναι η ταξινομητική κατηγορία. Φωτιαγκαθόειδος, σα να λέμε.
Ελληνιστική είναι η λέξη. Παμπάλαια. Η πυράκανθα. Έγινε σερνικό γιατί και το acanthus το λατινικό και ο άκανθος είναι σερνικά και θελήσαν να μοιάσουν.
Έτσι δεν είναι η γλώσσα; Όλο πράματα που θέλουν να μοιάσουν το ένα στο άλλο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου