Πέρε Τζουλιά. Ή Χουλιά. Ανάλογα πώς θα το διαβάσεις, Καταλανικά ή Καστιγιάνικα. Pere Julià.
Φανταστικό πρόσωπο. Ή μήπως όχι; Υποτίθεται ότι ήταν ο πρόξενος των Καταλανών στην Κωνσταντινούπολη τον Μάιο τού 1453. Και ηγέτης τής Καταλανικής Εταιρείας, λένε κάποιες πηγές. Της Companyia Catalana d’Orient. Μισθοφόροι ήσαν αυτοί. Που είχαν ιδρυθεί από τον Ροζέ ντε Φλορ, τον βετεράνο Ναΐτη, πολύ παλιότερα, το 1303.
Πολύ πίσω πάμε, και θα μπλέξουμε. Αλλά η ουσία είναι ότι αυτή η Καταλανική Εταιρεία, σε κάποια φάση, μπήκαν στα καράβια τους από τη Μεσίνα, 1.500 ιππότες και 4.000 αλμογάβαροι, επίλεκτοι πεζοί στην υπηρεσία του Στέμματος τής Αραγωνίας, κι ήρθαν ανατολικά. Με τις ευλογίες των βασιλέων τους, της Αραγωνίας και της Σικελίας, που δεν τους θέλαν μες τα πόδια τους, τόσους ενόπλους, να κοπροσκυλάνε και να κάνουν ζημιές.
Ανατολικά. Όπου για τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο που ήταν περικυκλωμένος από Τούρκους, ό,τι χέρια μοιάζαν φιλικά ήσαν καλοδεχούμενα. Αλλ’ αυτά τα καλόπαιδα σταματημό δεν είχαν. Άρχισαν να πετσοκόβουν και τους Ρωμαίους – όπως λέγονταν οι υπήκοοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλαδή του Βυζαντίου. Δηλαδή —στα χρόνια που μελετάμε— οι Έλληνες.
Άρχισαν να πλακώνονται με όλον τον κόσμο, λοιπόν, και να λεηλατούν και να σκοτώνουν, γιατί ήταν παιδιά άπληστα και ανερμάτιστα. Μόνο σκέψου ότι αλμογάβαρος, δηλαδή almogávar, είναι αραβικά, και, κατά μία εκδοχή έρχεται από το المغاوير, αλ μουγκαβίρ. Oι επιδρομείς.
Με τα πολλά ήρθαν τα λουλούδια αυτά δυτικότερα. Εδώ που σήμερα λέγεται Ελλάδα. Διότι τους εκάλεσε ο Δούκας των Αθηνών. Βλέπεις τότε αἱ Ἀθῆναι ήσαντε Δουκᾶτον, αφού είχε προηγηθεί η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204. Ήρθαν λοιπόν στας Αθήνας αυτοί, αλλά το αφεντικό των Αθηνών, ο Γκωτιέ Ε΄ τού Μπριέν ή Βαλτέρος της Βριένης, πήγε να τους τη φέρει στα οικονομικά. Λάθος ανθρώπους διάλεξε να τσαντίσει ο Δουξ, και τον κάναν αυτοί κομματάκια, αυτόν και τους ιππότες του στη μάχη τού Αλμυρού, και κατέκτησαν και τας Αθήνας, παράλληλα κρατώντας και το Δουκάτο των Νέων Πατρών.
Παιδιά για υιοθεσία, λέμε. Ακόμη κι αφού τα μαζέψαν και φύγαν οι Βενετοί, δηλαδή αρχές του 15ου αιώνα, ακόμη και μετά το 1444 που η Αθήνα έγινε υποτελής του Δεσποτάτου του Μωρέως και του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ τού Παλαιολόγου, κι ακόμη και μετά την κατάκτηση των Αθηνών από τον Τουραχάνογλου Ομέρ Μπέη το 1456, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης δηλαδή, ακόμη και τότε αυτοί κρατήσαν τον τίτλο: Δουξ των Αθηνών και των Νέων Πατρών. Και σήμερα ο Βασιλιάς της Ισπανίας είναι και Δουξ των Αθηνών και των Νέων Πατρών. Καλό;
Πολύ καλό. Πάμε πάλι πίσω τώρα. Είχαμε μείνει στον Μάιο τού 1453. Και στους Τούρκους που είναι έξω από την Πόλη. Που την υπερασπίζονται κάτι λίγοι ετερόκλητοι διάφοροι – είχε βάλει, φαντάσου, ο Παλαιολόγος τον γραμματέα του, τον Φραντζή, να κάτσει, λέει, να μετρήσει τους υπερασπιστές, πόσοι είμαστε ρε παιδί μου, να ξέρουμε τι μας γίνεται. Ήρθε ο Φραντζής στη μεγάλη την αίθουσα και δε μιλούσε. Κοίταγε τις τοιχογραφίες. Αγριεύτηκε ο Βασιλέας.
– Τόσο χάλια είναι ρε τα πράματα;
– Δυστυχώς Μεγαλειότατε.
– Λέγε, θέλω να ξέρω.
– Τέσσερεις χιλιάδες εννιακόσιοι ογδόντα τρεις. Και δυόμιση χιλιάδες ξένοι.
– Σοβαρολογείς ρε; Εκατό χιλιάδες είναι απ’ έξω οι μουσαφιρέοι, και μέσα είμαστε σκάρτοι εφτάμιση χιλιάδες;
Δεν απάντησε ο Φραντζής. Τι να απαντούσε; Ότι στους εφτάμιση χιλιάδες είχε μετρήσει και τους καλογέρους, όσους μπορούσαν να φέρουν όπλα; Πώς να του το ’λεγε αυτό του Αυτοκράτορα; Τέσσερεις χιλιάδες εννιακόσιοι ογδόντα τρεις, των ρασοφόρων περιλαμβανομένων;
– Καλά. Κράτα την απογραφή μυστική. Τσιμουδιά.
– Μάλιστα, Μεγαλειότατε.
Περιλαμβάνονταν δυόμιση χιλιάδες ξένοι, λοιπόν. Κάτι Ενετοί, που ’χε ενετική αποικία η Πόλη και είχαν απομείνει εντός με το που την απέκλεισαν οι Οθωμανοί. Ο Τζιρολάμο Μινότο, ο βαΐλος. Κι οι πλοίαρχοι, ο Αλβίζο Ντιέντο και ο Γκαμπριέλε Τρεβιζάνο. Και κάτι ηχηρά ονόματα, Κορνάροι, Κονταρίνηδες, Μοντσενίγκοι και Βενιέρηδες, τέτοιοι. Αλλά και Γενουάτες —ο Κατάνεο, οι Λαγκάσκο, οι Μποκιάρντο που πληρώσαν και φέραν ολόκληρο λόχο πολεμιστές— κι άλλοι. Και ο Τζουστινιάνι, βεβαίως. Με εφτακόσιους αυτός, καλά οπλισμένους, Γενουάτες και Χιώτες και Ροδίτες.
Κι είχε καταφθάσει και ο Δον Φρανσίσκο δε Τολέδο, ο καστιγιάνος. Κι ο Γιοχάνες Γκραντ, ο μηχανικός. Και στις δυόμιση χιλιάδες ξένους μετρούσαν και τον Ορχάν, τον καημένο. Τον οθωμανό, τον δευτεροξάδερφο, φαίνεται, του Μωάμεθ. Ναι. Που όμως ζούσε στην Πόλη. Της ημετέρας παιδεύσεως μετασχών, και κολλητός με τον Αυτοκράτορα. Την είχε δει ανάποδα, κι είχε κάτσει μέσα με τους δικούς του και θα πολεμούσε κατά των εισβολέων ώς το τέλος.
Κι εδώ κολλάει και ο Τζουλιά που λέγαμε. Ή Χουλιά. Πέτρος Γουλιάνος – έτσι τον θέλει ο Μακάριος Μελισσηνός. Όπου αρχίζουν τα προβλήματα. Διότι Μητροπολίτης Μονεμβασίας ήταν αυτός ο Μελισσηνός ή Μελισσουργός, και πασίγνωστος, αλλά όχι ως Μητροπολίτης. Ως πλαστογράφος. Μάλιστα. Διότι, κατ’ αρχάς, φαίνεται ότι εντέχνως άφηνε να εννοείται ότι ανήκε στο μεγάλο και τρανό αρχοντόσογο των Μελισσηνών. Καμία σχέση όμως. Κι επιπλέον, όταν θέλησε να διεκδικήσει δικαιοδοσίες για τη Μητρόπολή του, σκάρωσε δύο —και καλά— χρυσόβουλα του Ανδρόνικου Β΄. Τα είδαν οι αθρώποι και χάσαν τον μπούσουλα.
– Καλά, έβγαλε χρυσόβουλο ο Αυτοκράτωρ ειδικώς για τη Μητρόπολή σας;
– Μη σώσω! Δε βλέπετε εδώ τη σφραγίδα του;
Ε, αυτός λοιπόν ο Μελισσουργός, ήτο και συγγραφεύς, τρομάρα του. Έγραψε το Μέγα Χρονικόν. Πήρε τα κείμενα του Μικρού Χρονικού τού Σφραντζή —ναι, ο Φραντζής ο γραμματέας που λέγαμε λεγόταν και Σφραντζής και συνέγραψε το Χρονικόν της Αλώσεως—, πήρε λοιπόν αυτουνού το Χρονικό και το διάνθισε με πλοκές δικής του εμπνεύσεως. Να το κάνει πιο συναρπαστικό. Και στο ίδιο έργο πήρε ο αθεόφοβος κι ενσωμάτωσε και κείμενα τρίτων – ας πούμε του Λεονάρδου τού Χίου, αφού προηγουμένως τούς άλλαξε κι αυτών τα φώτα. Έβαλε και την υπογραφή του, κι όλα καλά. Άπαιχτος.
Ψευδοσφραντζή τον είπαν. Και είναι μόνο αυτός λοιπόν, ο Μελισσουργός, που σ’ αυτό το πόνημά του αναφέρεται ο Pere Julià ή Πέτρος Γουλιάνος, και μάλιστα ως πρόξενος των Καταλανών. Μόνο στο Chronicon Maius ή Μέγα Χρονικόν. Ότι έμεινε, λέει, μέσα στην Πόλη και πολέμησε στο πλευρό τού Αυτοκράτορα. Ο Γουλιάνος. Ενώ τα αρχεία λένε ότι πρόξενος των Καταλανών στην Κωνσταντινούπολη εκείνον τον καιρό ήταν ο Joan de la Via, έμπορος και επικεφαλής τής ναυτικής αποστολής τους. Έτσι τουλάχιστον βρήκε ο Μαρινέσκου, ο Ρουμάνος βυζαντινολόγος, που το ’ψαξε το ζήτημα.
Μετά ο Μελισσουργός οργάνωσε επανάσταση κατά των Οθωμανών στη Δυτική Πελοπόννησο, το 1572. Επανάσταση που απέτυχε. Και το 1573 τα μάζεψε και πήγε στην Ισπανία. Συναντήθηκε με όλο το βασιλόσογο, τον Φίλιππο Β΄ και την αυλή. Κι αυτοί τού κόψαν και μια γενναία ετήσια επιχορήγηση για να ’χει να πορεύεται ο άνθρωπος. Πέθανε και τάφηκε στη Νάπολη το 1585.
Βέβαια, ο πολύς Στίβεν Ράνσιμαν, ο δικός μας Σερ, τον πιστεύει. Ότι δηλαδή ο Πέτρος Γουλιάνος, πρόξενος ξεπρόξενος των Καταλανών, έμεινε εντός κατά την πολιορκία, πολέμησε, αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε από τους μωαμεθανούς, μαζί με τους δυο γιους του.
Αλήθειες και ψέματα. Και τα δυο έχουν τους λόγους τους.
Έτσι έπρεπε να διδάσκετε σήμερα η Ιστορία στα γυμνάσια και τους ενήλικες που έχουν κενά. Ευχαριστώ κε Παπαλεξη
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ.
Διαγραφή