Συνδιαλλάσσομαι. Ψιλοζόρικη λέξη. Ότι διαλλάσσομαι, συναλλάσσομαι, νταλαβερίζομαι. Αυτό θα πει. Ότι έχω ντάρε ε αβέρε με κάποιον, ή κάτι. Ότι έχω δούναι και λαβείν. Πάρε και δώσε. Συνδιαλλάσσομαι με τους άλλους ανθρώπους. Με το κράτος, με την εφορία. Και μάλιστα συνεννοούμαι κι όλας – εκεί είναι που χρησιμοποιώ τη λέξη: στο αλισιβερίσι. Εντάξει, χρωστάω χίλια, να μη σου δώσω τώρα δα εννιακόσια ζεστούλια ζεστούλια χριστιανέ μου πόχω στο παντελόνι να κλείσουμε; Άντε, καλά, λέει αυτός. Ωχ, μου λείπει κι ένα πενηντάρικο, λες εσύ. Έλα μωρέ, τι ψυχή έχει, πάρτα, οχτακόσια πενήντα, πού να τρέχουμε τώρα, θα ξοδευτούν στο δρόμο! Πάρτα που σου λέω! Και με τον μπακάλη και τον μανάβη, και με τη γυναίκα και τον γιό. – Σβήσ’ το φως. – Τώρα. – Τώρα να το σβήσεις. – Ε, τώρα λέω. – Τώρα λέω κι εγώ. – Ώχου. Πάει αυτός στη μάνα του. Έρχεται αυτή. – Το καταπιέζεις το παιδί. – Ρε δε μπάτε να πνιγείτε, σβήστο, σε παίρνει και σε σηκώνει. Είναι αυτή που σ’ έχει βάλει στη μπρίζα. Πες του, κάθεται όλη νύχτα με ...
επί παντός