Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ανάργυροι



Θρησκεία δεν είναι να εφευρίσκεις θεούς και δαίμονες. Ή να επινοείς στοιχεία και στοιχειά. Να κατεβάζεις καταλόγους τι πρέπει, τι δεν πρέπει. Κεραυνούς και σημεία και τέρατα. Δεν είναι να γεννάς παραμύθια.

Είναι δι’ αυτών να επιχειρείς να οργανώσεις το προ τού λόγου είναι. Την πιο βαθιά ρίζα. Εκείνο που βρίσκεται στην ψυχή πριν. Πριν απ όλα. Που παραμένει υποκάτω. Να συνδέεις εκείνο και τώρα σε σώμα νοηματοδοτούμενο. Με τρόπο που να ελπίζεις ότι αυτή τη φορά θα οδηγηθείς κοντύτερα σ’ αυτό που δεν είναι για σένα. Που ποτέ δε θα δεις.

Δίδυμος θα πει δις δύο. Είναι μια ποιητική υπερβολή. Σα να λέμε διπλός ομού. Δις διπλός. Ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ – με τα δυο της τα χέρια η τοξεύτρα παρθένα, λέει ο Πίνδαρος. Ἦλθον ἐς δόμους [...] λέοντες Ἕλλανες δύο διδύμω – δίδυμα λιοντάρια δυο Έλληνες μπήκαν στο σπίτι, γράφει ο Ευριπίδης. Διδύμοις αὐλοῖσιν – με δίδυμους αυλούς, τραγουδά ο Θεόκριτος. Σε δυϊκό άριθμό ασφαλώς, γιατί άλλο ο ένας, άλλο οι πολλοί, κι άλλη οντότητα οι δύο: πλεῖστοι μὲν οὖν κατηγοροῦσιν ἀμφοῖν τοῖν πολέοιν – οι πιο πολλοί και τις δυο τις πόλεις κατηγορούν, ρητορεύει ο Ισοκράτης.

Κι είναι κι ένας τρόπος να πεις αχώριστος. Σαν κείνους που πιάστηκαν μαζί στην ίδια μήτρα. Που αγγίχτηκαν ο ένας με τον άλλον πριν τους αγγίξει άνθρωπος. Πριν τους αγγίξει μάνα. Που σκέφτονται ο ένας παρουσία του άλλου και που υπάρχουν περιέχοντας ο ένας τον άλλο. Πόσες φορές απ’ τα δίδυμα, το πρώτο δεν περιμένει να βγει και το άλλο, ώστε να πάρουν μαζί ανάσα και να κλάψουν εν χορώ.

Για να γίνω άνθρωπος, πρώτη δουλειά να ξεχωρίσω από τη μάνα. Να αντιληφθώ τον εαυτό μου ξέχωρα από κείνη. Να μάθω να ορίζομαι από το δικό μου όριο και να μη χάνομαι μέσα σ’ αυτήν. Κουτσά στραβά θα καταφέρω ό,τι τέλος πάντων καταφέρω. Κι ο βίος μου θα αποτυπώνει πώς κολύμπησα και σε τι στεριά βγήκα. Πώς το διαχειρίστηκα, αυτόν τον αποχωρισμό. Αλλά απ’ τον άλλον που βαστιόμαστε πριν μας βαστήξει η μάνα, που μαζί ακούμε την καρδιά της να χτυπά, απ’ αυτόν πώς να ξεχωρίσω;

Δίδυμος λοιπόν. Μια παραμυθία για το αξεχώριστο. Μια ιστορία για κείνο που, αν και ένα, είναι δύο. Που διπλώνει. Που απ’ τον ίδιο μίσχο βγάζει δύο καρπούς, ενωμένους, δυο αυγά σ’ ένα τσόφλι. Δυο πουλάκια αντί για ένα. Το δύο ως μονάδα, ή αντίστροφα: ένα τραγούδι για τη διπλή υφή τού ενός. Πάντα θαυμαστό για τον άνθρωπο.

Άμα σε βυζάξει λύκαινα, στήνεις τον κόσμο όλον, όπως ο Ρωμύλος και ο Ρήμος. Ναι, μπορείς ακόμη και τη ζωή τού άλλου να πάρεις, αν είναι να το κάνεις με τα ίδια σου τα χέρια. Αλλά αν είναι ο πατέρας εκείνος που θα σου προσφέρει αθανασία, δεν την κρατάς μοναχός σου, παρά πας και τη μοιράζεσαι με τον άλλον —μία ο ένας στον Άδη, μία ο άλλος— έτσι τα κανόνισαν οι Διόσκουροι ενάντια σε κάθε πατέρα. Διαμοιρασμός τής ταυτότητας. Θυμίζει ανθρωπότητα, έτσι δεν είναι;

Τους άλλους τούς προσεγγίζουμε με τα εργαλεία που πλάθουμε καθώς δουλεύουμε μ’ εμάς. Αλλά κι αυτό που μαθαίνουμε μελετώντας τους, εμάς έρχεται να εξηγήσει. Για να κατανοώ εντός, κοιτώ έξω και τούμπαλιν. Οπότε ένα ζεύγος ανθρώπων που μεταξύ τους βιώνει το αξεχώριστο, γνωρίζει ότι το αξεχώριστο είναι όλων.

Ένα δε θα πει το ίδιο. Ο μεν μπορεί να ’ναι χειμερινός κι ο άλλος θερινός. Κορώνα και γράμματα. Μέρα και νύχτα. Όσο τον χρειάζομαι τον άλλον, άλλο τόσο χρειάζομαι και να λείπει. Τον αγαπώ και του επιτίθεμαι εξ ίσου. Είναι παρήγορο να μη μας ξεχωρίζουν οι άλλοι, είναι όμως και εφιαλτικό. Δεν είναι βέβαιο ότι θα μοιραστούμε τη μάνα εν ομονοία. Ούτε την κοινωνία: δεν είναι σίγουρο ότι θα διεκδικήσουμε τη μοίρα μας με ίδιο τρόπο και χωρίς να πλήξουμε ο ένας τον άλλο. Τον άλλο που τον θέλω εδώ, τον θέλω και πουθενά.

Κι αν με κυριεύει η ασθένεια, όταν δηλαδή ελλείπει το σθένος, και πια δε μένει παρά να εκδηλωθεί η νόσος, τι καλύτερος γιατρός να σπεύσει σε βοήθεια απ’ τους δίδυμους; Ό,τι κρύψω απ’ τον έναν θα το ανακαλύψει ο άλλος. Κι ό,τι ο ένας δε μπορεί, ο άλλος θα μπορέσει. Είναι άλλοι μεταξύ τους, αλλά είναι ένας. Ένας που μπορεί και έτσι αλλά μπορεί και αλλιώς. Και με τούτον, αλλά και με τον άλλον τρόπο. Που είναι ακριβώς αυτό που αποζητώ, ο ασθενής: να μού επιρρωθεί το σθένος. Πλήρωση αγάπης. Ούτως ή άλλως.

Το ζεύγος. Οι δύο ιατροί που είναι ένα και που δεν πληρώνονται – μόνο πληρούν παν το κενό. Και που γίνονται και συνοικία και πλατεία, κι απ’ όλα. Και φκιάνεις εκεί σταθμό και περνάν τα τρένα.

Και πάνε στον Βορρά.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.