Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πολυτεχνείο

Εδώ Πολυτεχνείο. Εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλά ο ραδιοσταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών. Των ελεύθερων αγωνιζόμενων ελλήνων.

Άκου αγωνιζόμενων! Αγωνιζομένων είναι το σωστό. Με καταβίβαση του τόνου. Εντάξει. Είπαμε, δημοτική μιλάμε. Ποιος έχει αντίρρηση. Αλλά αυτό δεν ήταν δημοτική. Ήταν αγριότητα. Τσαμπουκάς. Πρόκληση. Έχεις ακούσει κανέναν χριστιανό να λέει των αγωνιζόμενων; Εσένα πού σου ήρθε να το πεις; Ήταν δηλαδή για καλό τώρα αυτό; Έπρεπε να το πάρουμε για καλό;

Και πώς ραδιοσταθμός; Εδώ μόλις έκανες να φκιάσεις ραδιοσταθμό, πλακώναν οι μπάτσοι με τα ραδιογωνιόμετρα και στον κλείναν. Και σε σπάζαν και στο ξύλο. Αλλά θα μου πεις, αυτοί τώρα ήταν κλειδωμένοι μέσα στο Πολυτεχνείο – όλα πια είχαν γίνει φανερά. Εδώ είναι ο σταθμός, κύριοι. Μπείτε να τον κλείσετε!

Πω πω! Αυτό θα πει τσαγανό! Να φκιάνεις ραδιοσταθμό και να λες, μπάτε βρείτε τον, άμα σας βαστάει! Άκου ρε φίλε! Και να τους προκαλείς – τότε οι μπάτσοι δεν ήταν γκιουζέλ και μοντελάκια, μη μου άπτου – φοράγαν εκείνο το μαυρογκρί το μονόχνωτο, χειμώνα καλοκαίρι, αυτό ήταν το καλό τους, αυτό ήταν και το κακό τους. Μια σφηκιά μαυριδερή και στην έπεφτε κι όποιον πάρει ο χάρος. Πονούσε και η όψη τους. Τρόμος.

Και πώς τον φκιάσαν τον ραδιοσταθμό; Άρα ξέραν από πυκνωτάκια κι από αντιστάσεις και τα συναφή – θα είχαν κι αυτοί μελετήσει και το φτιάξαν μόνοι τους. Σαν τον ξάδερφό μου τον Θανάση, που ήξερε από πυκνωτές κι αντιστάσεις και καθόμασταν μαζί με έναν μεταβλητό και τριγυρίζαμε τα ερτζιανά και στέλναμε μικροεκπομπούλες, και φωνάζαν οι πατεράδες μας, κλείστε το, θα μας κλείσετε μέσα, γαμόπαιδα.

Το ζήτημα μ’ αυτά τα φτιάχτο μόνος σου είναι ότι είχαν πολύ μικρή εμβέλεια και επίσης δεν πιάναν οι κολλήσεις και τότε δεν είχε και ολοκληρωμένα να το ’χεις έτοιμο να το μοντάρεις να παίξει. Μόλις είχαμε τελειώσει με τις λυχνίες κι είχαμε πια τρανζιστοράκια. Καλά, ε. Ποιος μας έπιανε. Αλλά μια λάθος κόλληση και φτου κι απ’ την αρχή. Και ποιο πόδι από το τρανζιστοράκι θα συνδέσεις σε ποιο πυκνωτάκι – τρία πόδια είχαν τα ρημάδια, σαν τις μηχανές εκείνες στον Ράμα τού Άρθουρ Κλαρκ, που ξυπνούσαν και περπατούσαν όλον τον θερμοσίφωνα από τη μέσα μεριά – αχανής θερμοσίφωνας που περιστρεφόταν περί άξονα για να μένεις προσκολλημένος στην εσωτερική του επιφάνεια – τριπόδιζαν λοιπόν αυτές οι ζωούλες, τα ρομποτάκια, πάνω κάτω στον Ράμα και κάναν όλες τις δουλειές, ό,τι ήταν προγραμματισμένο τελοσπάντων να κάνουν.

Τρίποδα τα τρανζιστοράκια. Έλεγχος του ηλεκτρικού πεδίου με εφαρμογή εξωτερικού δυναμικού στον τρίτο ακροδέκτη. Στην πύλη. Και μεταλλικό κεφάλι κυλινδρικό, που γυάλιζε. Έ ρε και κάναν και του κόσμου τα λεφτά. Ή μάλλον, δεν κάναν και τόσα πολλά λεφτά, αλλά να, ήταν ασύλληπτο να πιάσεις ένα τέτοιο με την πένσα να το ανοίξεις να δεις τι είχε μέσα. Δεν υπήρχε αυτό σαν λογική. Δεν έπαιζε να χαλάσεις ένα πράμα για πλάκα. Το κρατούσες, και μόνο άμα χαλούσε από μόνο του —δηλαδή ποτέ— μόνο τότε είχες δικαίωμα να το χαλάσεις.

Σ’ εκείνον τον πολιτισμό δεν τα χαλάγαμε τα πράματα.

Κι αυτοί στο Πολυτεχνείο πώς ξέραν να φκιάξουν ραδιόφωνο; Πώς ξέραν από πυκνωτάκια κι από συνδέσεις και καλάι; Και πού τις βρίσκαν τις φακούλες; Πώς μετράγαν τα ωμ πάνω στις αντιστάσεις; Ξέραν τα χρώματα; Τα ’χαν ψωνίσει στη Βερανζέρου κι αυτοί; Το Πολυτεχνείο ήταν σχολείο. Πανεπιστήμιο. Έδινες εξετάσεις. Τι δουλειά είχε με ραδιόφωνα και κολλητήρια και μαστορικές; Έτσι νομίζαμε τότε. Πού να ξέρεις ότι Πολυτεχνείο είναι το αρχικατσαβιδάδικο. Εδώ λοιπόν αρχίζαν τα ύποπτα. Πού βρέθηκαν τόσοι φοιτητές που ξέραν να κάνουν τις παρανομίες που ήξερε ο ξάδερφός μου ο Θανάσης και μου τα είχε μάθει κι εμένα – μυστικά όμως, μην το πω σε κανένα. Κι αν μας έπιανε η αστυνομία θα πηγαίναν ο μπαμπάς μας φυλακή.

Άκου των αγωνιζόμενων! Αυτό πολύ τσαμπουκαλίδιο μου είχε φανεί. Καλά. Βάλτε και λίγο νερό στο κρασί βρε παιδί μου. Το ξέρουμε ότι είναι επανάσταση, αλλά πρέπει να την ξεκινήσουμε από τον Τζάρτζανο; Να τσακωθούμε με το καλημέρα; Χωρίς λόγο; Να αρπαχτούμε με αγνώστους που αλλιώς δε θα αρπαζόμασταν; Οι σηματοδοτήσεις ως περιεχόμενα. Ως ουσίες. Πωωωω κούραση. Ατέλειωτη.

Διότι τα σταματούσαν που λες τα τρόλεϊ έξω από το Πολυτεχνείο, χαρωποί οι επιβάτες, γελάγαν κάτω απ’ τα μουστάκια τους, κι άλλοι τρομαγμένοι. Τα σταματούσαν οι φοιτητές και γράφαν πάνω με μπογιά. Αλλά δεν ήταν πάντα φοιτητές. Ήταν κι άλλοι. Διάφοροι. Και γράφαν, Ψωμί Παιδεία Ελευθερία. Να πεθάνει ο Φασισμός. Κάτω η Χούντα. Εντάξει αυτό. Κάτω και παρακάτω η Χούντα. Εκείνο το Κάτω η Εξουσία; Δεν ήξερα τι θα πει. Ωραίο ήταν – δε λέω! Κανείς δηλαδή να μην είναι αποπάνω, αυτό θα πει. Χωρίς εξουσία. Εντάξει. Γαργαλιστικό. Εργάτες, Αγρότες και Φοιτητές. Ωπ. Εδώ ξαναχανόταν ο λογαριασμός. Τι δουλειά είχαν όλοι αυτοί μαζί; Πώς σχετίζονταν; Δεν ήξερα. Ίσως ήξερε ο Θανάσης ο ξάδερφος που ήταν μεγαλύτερος. Θα τον ρωτούσα. Πάντως μου έκανε μια επιφύλαξη. Ίσως τα βάλαν μαζί κατά λάθος, πάνω στη σύγχυση. Πώς τακιμιάζουν οι τρεις; Δε βαριέσαι, θα μου πεις. Εδώ ο κόσμος χανόταν. Θα τους ξέφυγε. Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος. Εντάξει. Καλό ήταν αυτό. Έβγαζε νόημα. Βέβαια ούτε εδώ ήμουν σίγουρος ποιος ήταν ο λαός, αλλά δε χαλνάει ο κόσμος. Ωραίο ακουγόταν και θα το ρωτούσα κι αυτό. Πάλι τον Θανάση, ποιον άλλον. Ψιλομικρός ήμουν ακόμη.

Το ραδιόφωνο δεν καταλάβαινα, ρε φίλε. Εκεί είχα φάει κόλλημα. Πάει να πει ότι είχαν και οργάνωση και γνώση και υλικά. Δεν ήσαντε πέντε φίλοι που μαζευτήκαν και τους έπιασε το παράπονο κι η αγανάχτηση και τα σπάσαν όπως κάναμε στα πάρτι που ουρλιάζαμε κάτω η χούντα. Όχι. Είχαν μυαλό, και είχαν και κάτι μέσα στο μυαλό τους. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, από τα συνθήματα, αυτό το κάτι ήθελε και ψάξιμο και σκέψη – να δούμε, να καταλάβουμε τι εννοούσαν. Δεν ήταν να το λουστείς έτσι, όπως κατέβαινε. Ήθελε κουβέντα πρώτα. Δεν ήταν βέβαιο ότι όλοι είχαμε το ίδιο κάτι στο μυαλό μας.

Δε βαριέσαι. Είχε όμως και παλμό. Και τσαμπουκά. Και ωραία τραγούδια και φωνή και κακό. Που ύστερα έγινε και κακό πραγματικό. Αληθινό. Γιατί οι άλλοι μπουκάραν – σιγά που θα τ’ αφήναν κι όπου πάει. Πού να πήγαινε δηλαδή; Τι συμπέρασμα έβγαζες εσύ απ’ όλ’ αυτά; Κάτι συγκεκριμένο; Με αρχή, μέση και τέλος; Αυτό ήταν έκρηξη. Μπαμ. Ξαφνικά η ύλη ζητά να μεταβάλει τον όγκο που καταλαμβάνει στον χώρο. Βιαίως. Κι όποιον πάρει ο χάρος. Ή όλα ή τίποτα. Κι όταν οι άλλοι κατεβάσαν τα σιδερικά, έγινε αντιληπτό τι θα συνέβαινε: ό,τι συμβαίνει πάντα όταν το ερώτημα γίνεται όλα ή τίποτα.

Τίποτα.

Και μείναμε με τη γλύκα και με τις ασάφειες. Δηλαδή τι σημαίναν όλ’ αυτά; Ποιος ξέρει. Ήρθε μετά ο πάσα εις και έδωσε τις δικές του εξηγήσεις. Ο συγκεκριμένος πάσα εις με τις συγκεκριμένες του εξηγήσεις – απ’ όξω τις έχουμε μάθει, χειρότερες κι από τα σιδερικά. Πιο αντίδραση κι από την αντίδραση.

Και κείνο το άλλο, το άγριο, η έκρηξη, αυτό που μια φορά γίνεται και δεν ξαναγίνεται, εκείνος ο έρωτας, εκείνο έμεινε τίποτα. Σαν φυτίλι που πάει. Πήρε φωτιά και κάηκε.

Και τέλος.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.