Συνδιαλλάσσομαι. Ψιλοζόρικη λέξη. Ότι διαλλάσσομαι, συναλλάσσομαι, νταλαβερίζομαι. Αυτό θα πει. Ότι έχω ντάρε ε αβέρε με κάποιον, ή κάτι. Ότι έχω δούναι και λαβείν. Πάρε και δώσε.
Συνδιαλλάσσομαι με τους άλλους ανθρώπους. Με το κράτος, με την εφορία. Και μάλιστα συνεννοούμαι κι όλας – εκεί είναι που χρησιμοποιώ τη λέξη: στο αλισιβερίσι. Εντάξει, χρωστάω χίλια, να μη σου δώσω τώρα δα εννιακόσια ζεστούλια ζεστούλια χριστιανέ μου πόχω στο παντελόνι να κλείσουμε; Άντε, καλά, λέει αυτός. Ωχ, μου λείπει κι ένα πενηντάρικο, λες εσύ. Έλα μωρέ, τι ψυχή έχει, πάρτα, οχτακόσια πενήντα, πού να τρέχουμε τώρα, θα ξοδευτούν στο δρόμο! Πάρτα που σου λέω!
Και με τον μπακάλη και τον μανάβη, και με τη γυναίκα και τον γιό.
– Σβήσ’ το φως.
– Τώρα.
– Τώρα να το σβήσεις.
– Ε, τώρα λέω.
– Τώρα λέω κι εγώ.
– Ώχου.
Πάει αυτός στη μάνα του. Έρχεται αυτή.
– Το καταπιέζεις το παιδί.
– Ρε δε μπάτε να πνιγείτε, σβήστο, σε παίρνει και σε σηκώνει.
Είναι αυτή που σ’ έχει βάλει στη μπρίζα. Πες του, κάθεται όλη νύχτα με το φως ανοιχτό και δεν κοιμάται, πες του. Πας εσύ να κάνεις τον μπάτσο, θυμάται αυτή ότι τον καταπιέζεις, γινόστε από δυο χωριά. Άδικος κόσμος. Δημοκρατικός. Τζαναμπέτικος.
Συνδιαλλαγή, λοιπόν. Ο μικρός τα βλέπει αυτά και τα καταλαβαίνει μια χαρά. Χαζό είναι; Κάθε άλλο. Ενημερώνεται. Τι πλήκτρα πρέπει να πατάει και πότε, για να του ’ρχεται οικονομικότερα το πακέτο. Πότε να στενοχωριέται και πότε να γκρινιάζει, και πότε να κάνει τουμπεκί. Τα μαθαίνει μια χαρά και σιγά σιγά γίνεται εξαιρετικός. Χρηστός πολίτης. Γνωρίζει ως πού ν’ αμολάει καλούμπα.
Διότι είναι κι αυτό ένα ζήτημα με τον πολιτισμό: καλός και άγιος, και τι θα γινόμασταν χωρίς, αλλά μη γίνουμε και εν πολιτισμώ θηρία. Δε πάμε μόνο με το βιβλίο. Αυτό λέει τα δικά του αλλά στην πραγματική ζωή θέλουμε να βρούμε κι έναν τρόπο να συνεννοούμεθα. Να συνδιαλλασσόμεθα. Κι αφού το χειρότερο που μπορεί να αντιμετωπίσουμε δεν είναι ο μπαμπάς, ούτε οι άλλοι αθρώποι, ούτε οι εχθροί – αλλά ο εαυτός – τι πρέπει να κάνω προκειμένου να τη βγάλω καθαρή; Απλό. Να συνεννοηθώ μαζί μου.
Ώ ρε φίλε. Κι αρχίζει εδώ το μπέρδεμα και το μεγάλο γέλιο. Διότι βασικό στοιχείο τού νταλαβεριού είναι και η ψιλοαπατεωνιά. Πώς λοιπόν θα ψιλοκλέψω την πάρτη μου; Πώς θα κάνω κόλπα με τον κατ’ εικόνα μου; Ή μήπως εγώ είμαι κατ’ εικόνα του – λεπτό σημείο αυτό, δεν είμαστε βέβαιοι, κάποιος είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση του αλλουνού, να δεις που ένας απ’ τους δύο μάς δουλεύει – καλά, μη μπλέξουμε για την ώρα να βρούμε ποιος.
Γιατί η ουσία είναι αλλού: ότι δεν πιάνουν σ’ αυτήν τη συνδιαλλαγή κολπάκια και νούμερα και προσποιήσεις. Δε γίνεται ντρίμπλα. Το ξεχνάμε. Ντρίμπλα είναι να βρω πού χάνεις, να βρεις πού σε χρειάζομαι, να παντρέψουμε τι θες και τι θέλω, τις ελλείψεις και τις ενοχές μας, και να βρούμε μιαν ακρούλα στο κουβάρι. Εγώ μ’ εμένα, τι να παντρέψουμε; Τι ακρούλα να βρούμε;
Οπότε πρέπει να εφεύρουμε ένα διάμεσο, κατάλαβες; Ένα μίντιουμ, που λένε στα χωριά – κάτι ανάμεσα. Μιαν οντότητα που να μπορείς, τέλος πάντων, να της πεις και μια κουβέντα παραπάνω. Μια πιο ανθρώπινη φτιαξιά. Έναν στεναγμό, μια χαζομάρα. Να μπορείς να της πεις ένα τόσο δα ψεματάκι. Κι ίσως ούτε κι αυτό. Αλλά να, κάποιον που να μπορείς να τον πλησιάσεις λίγο πιο άπλυτος, λίγο πιο απροετοίμαστος. Να μπορείς να ζητήσεις και μια σαχλαμάρα, που λέει ο λόγος. Όχι να τρέμει η ψυχή σου και να παθαίνεις πανικούς τι θα του πεις και πώς θα το πεις. Μια λιγότερο αιχμηρή, μια πιο ήπια οντότητα.
Έναν άγιο, ρε παιδί μου.
Να είμαι βέβαιος ότι είναι άνθρωπος κανονικός. Αλλά ότι συνεννοείται και με το εκείνο το άλλο. Να τον φοβάμαι, αλλά και να τον φοβερίζω. Έναν πρεσβευτή. Μια παράκληση. Μια ικεσία. Μια μητέρα που θα τα κουβεντιάσει εκείνη – όχι να τρέχω αυτοπροσώπως στον πατέρα και να με κάνει με τα κρεμμυδάκια. Κάποιον που να μπορεί να τα μαλακώνει τα πράματα. Κάποιον που να ξέρει τη γλώσσα, κατάλαβες; Αλλιώς θα μιλήσει εκείνος, αλλιώς εγώ. Εγώ να τα πω ανθρωπινά, όπως ξέρω, κι εκείνος που κατέχει τα θεία να το πάει ως εκεί που πρέπει. Πρέσβευε υπέρ ημών. Με καταλαβαίνεις πώς το λέω, έτσι δεν είναι;
Κι είναι τόσα όλ’ αυτά τα εκεί που θέλουμε να φτάσουμε. Τόσα πολλά! Ή αλλιώς: είναι τόσο λίγα και περιορισμένα εκείνα που φτάνουμε με τα φτωχά μας τα χέρια. Την τυρόπιτα και τη σοκολάτα εντάξει. Σιγά τα ωά. Τα γεύομαι. Και στο θέατρο πάω, και στο γήπεδο. Και στη Γαστούνη, και στην Κίνα. Αλλά με τις θάλασσες πώς συνεννοείσαι; Δε θέλω έναν Ποσειδώνα, έναν Άη Νικόλα, κάτι; Με τον κεραυνό και την έκρηξη και τον χαλασμό; Μιαν Αγια Βαρβάρα; Με τους διαόλους μου και τους τριβόλους; Έναν Άγιο Αντώνιο – να ’ναι και τίποτε σταθμός και μετρό και πλατεία, δε θέλω να τον έχω να πορεύομαι;
Και πώς να φτάσω στο παιδί, που είναι το πρώτο που έπιασα και σκότωσα —δε γινόταν αλλιώς— πριν καν μπορέσω ν’ αρχίσω τις συνδιαλλαγές; Πώς σ’ εκείνο το γέλιο το άλλο, το γάργαρο, το μη του κόσμου τούτου, το αφύλακτο, το χαρμόσυνο; Στο γέλιο το αλεξίκακο; Πώς στο κλάμα το γοερό και τα δάκρυα τα καυτά, στον θρήνο όταν δεν αρέσουν τα καινούρια τα παπούτσια; Πώς να σχετιστώ ξανά μ’ αυτήν τη θεότητα;
Να μην τη σκοτώσω δε γινόταν – θα σκοτωνόμουν, εκεί με οδηγούσαν οι σκιές. Το έκανα από μόνος μου. Για να μεγαλώσω. Αλλά όχι και να μου πεθάνει. Με την πόρτα ανοιχτή μένω. Στάσου. Αφού εκεί είμαι – θα το βρω. Αλλά δε θέλω και μια πυξίδα; Ένα μίντιουμ, που λέγαμε. Να μπορώ να συνδιαλλάσσομαι. Έναν διάμεσο. Έναν πρεσβευτή.
Δεν θέλω τον Άγιο Στυλιανό μου;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου