Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Άγγελος

Λογοθέτης. Κυκλοφορεί μεταξύ μας σήμερα το επώνυμο. Σαν Γιώργος, Ευάγγελος, ξέρω ’γω – να, σαν ηθοποιός, ο Ηλίας μας. Λογοθέτης. Από το θέτω και λόγος. Λογοθεσία. Το θέτειν τον λόγον. Το συντάσσειν τον λόγον. Το νομοθετείν.

Αλλά προηγουμένως το εξετάζειν και εξακριβώνειν λογαριασμόν. Γιατί λογοθετώ πάει να πει καλώ κάποιον να δώσει λογαριασμό. Πρὸς ἄρχοντας λογοθετοῦντας τοὺς ὑπ᾿ αὐτοὺς, απευθύνει τον μύθο του ο Αίσωπος. Προς τους άρχοντες, δηλαδή, που ζητάν λογαριασμό απ’ τους ανθρώπους που εξουσιάζουν.

Οπότε λογοθέτης ήταν ο λαμβάνων ή ελέγχων λογαριασμόν. Παλιότερα τα λογοθέσια ήταν τα λογιστικά κατάστιχα. Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, δεκάξι χρωστάς κύριε με τον φιπιά και τις κρατήσεις, συν δεκαπέντε τοις εκατόν, μείον τα επικουρικά, φέρε τα μαλλιοκέφαλά σου.

Σιγά σιγά όμως, λογοθέσιον έγινε το υπουργείο. Εκεί που τηρούνταν οι λογαριασμοί – κατ’ επέκτασιν, εκεί που ασκείτο διοίκηση. Εξ ου και το μεγαλοαξίωμα στη Μεγάλη Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Παρά τοις καθ’ ημάς Ρωμαίοις, ο λογοθέτης. Κάτι σαν υπουργός. 

Και λογοθέσιον το υπουργείον. Δεν έπαψε βέβαια ποτέ να σημαίνει τη μεταθανάτια λογοδοσία των ανθρώπων για τις πράξεις τους. Αλλά πέρασε στη γλώσσα και σαν υπουργείο και σαν πολιτικές διατάξεις. Και να σου ο Λογοθέτης του Δρόμου. Όχι, καθόλου δε θα πει ότι τον μαζέψαν απ’ τον δρόμο τον άνθρωπο. Ότι εξουσίαζε τον δρόμο, αυτό θα πει. Μεγάλη διαφορά. Και μεγάλη εξουσία. Εξουσίαζε το σύμπαν.

Φαντάσου μία αυτοκρατορία. Ένα πράμα από κείνα που σήμερα υπάρχουν τόσο αλλιώς που την πατάμε και νομίζουμε ότι δεν υπάρχουν πια. Τότε ήταν περιοχή – από την Ισπανία, ας πούμε, ώς το Αφγανιστάν, κι από την Αφρική ώς την Κριμαία. Εντάξει; Εντάξει! Και για να πας, όχι από τη μια άκρη στην άλλη —αυτό ξέχνα το— αλλά από την Νικομήδεια στη Ρώμη, φέρ’ ειπείν, ήταν ολόκληρο ζήτημα. Η φουκαριάρα η Ζωή η Πορφυρογέννητη είχε πάει να βρει τον Όθωνά της να τον παντρευτεί, κι ὠς να φτάσει —σκέψου— αυτός είχε αρρωστήσει κι είχε πεθάνει. Ούτε το νυφικό δεν άλλαξε η μαύρη. Ούτε που κατέβηκε από την άμαξα. Στροφή και πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Μήνες ταξίδι.

Πώς κάνεις κουμάντο λοιπόν στην Αυτοκρατορία; Κατά βάση μόνο με έναν τρόπο: να ξέρεις τι διακινείται. Πότε και πού. Μόνο αν ξέρεις ποιες είναι οι οδοί σου και τι διέρχεται μέσω αυτών, μόνο τότε μπορείς να κατανοήσεις αυτός ο οργανισμός πώς ζει και πώς αναπνέει. Μόνο αν ξέρεις τη διακίνηση, τα προϊόντα, τις ειδήσεις, τι πάει, τι έρχεται – σαν γκουγκλ ένα πράμα. Σήμερα φτιάνεις και τσάμπα μέιλ και φέισμπουκ, γράφει ο κάθε πικραμένος, κι εσύ ξέρεις πολύ καλά τι διακινείται.

Αλλά τότε, τότε που δεν είχε γκουγκλ και μέιλ και φέισμπουκ, ο μόνος τρόπος να ’χεις τον έλεγχο τι παίζει ήταν τις διακινήσεις να τις καταγράφεις και να τις ελέγχεις. Ε, αυτός ήταν ο Λογοθέτης του Δρόμου. Ο πρώτος τη τάξει αξιωματούχος της αυτοκρατορίας. Ένα πράμα σαν πρωθυπουργός – τόση και μεγαλύτερη δύναμη. Αρμόδιος για το οδικό δίκτυο. Για τις μετακινήσεις. Ποιος πάει και ποιος έρχεται. Ποιο καραβάνι και τι προϊόντα. Ποιος ξένος μπήκε και ποιος βγήκε. Ήρθε πρεσβευτής; Έφυγε πρεσβευτής; Και τι του είπαμε; Και τι μας είπε; Σκρίβε. Γράφε. Ελεγκτής τής κυκλοφορίας και υπουργός των εξωτερικών ομού και ταυτοχρόνως. Και πώς στέλνουμε διαταγές στην Καππαδοκία, και σε πόσο χρόνο φτάνουν, και πώς λειτουργεί η υπηρεσία ώστε να είμαστε βέβαιοι για το σώμα του Κράτους. Πώς ξέρουμε ότι το αγγέλλειν λειτουργεί αποτελεσματικά. Και πώς είμαστε ήσυχοι ότι κατανοήσαμε την επανάδραση – το φίντμπακ που λέγαν οι αρχαίοι. Ένα δύο, ένα δύο. Με λαμβάνεις αστραπή; Εδώ αστραπή, σε λαμβάνω, αετέ. Ανάφερε.

Επικοινωνία, επιβεβαίωση, πληροφορίες, έσοδα κι έξοδα. Συγκοινωνίες ευρύτερα νοούμενες. Τι πάει και τι έρχεται. Αυτό που κάνουν φλέβες κι αρτηρίες στον άνθρωπο. Καίριο δεν είναι; Τι πιο καίριο;

Λογοθέτης, λοιπόν. Ο μέγας ελεγκτής πάσης διακινήσεως. Ο προϊστάμενος των αγγέλων. Των διακομιστών τών πληροφοριών. Γιατί ούτε σώμα πίστεως μπορεί να λειτουργήσει, αν ο νόμος, δηλαδή ο λόγος, δεν έχει τρόπο να ειδοποιεί για την ουσία των πραγμάτων.

Ὦ ξεῖν᾿, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. Τι; Μας πήρε ο πόνος να ειδοποιήσουμε τους Λακεδαιμονίους ότι είμαστε εδώ θαμμένοι; Σιγά μη δεν το μάθουν. Μήπως ότι κάναμε ό,τι έπρεπε; Μπα. Χαζοί είναι; Δεν καταλαβαίνουν μοναχοί τους; Τότε;

Ο πόνος είναι να ειδοποιήσουμε το σύμπαν ότι έτσι γίνεται. Ότι αυτός είναι ο νόμος. Έτσι παίζει. Κι αν παίξει αλλιώς, πάλι να ειδοποιήσουμε: Ἀλέξανδρος Φιλίππου καὶ οἱ Ἕλληνες πλὴν Λακεδαιμονίων. Άλλη ειδοποίηση αυτή. Νεότερη. Για άλλους λόγους. Εξ ίσου προφανείς.

Το αγγέλλειν ως συστατικό της διοικήσεως. Ἄγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ· Ἁγνή, Παρθένε χαῖρε, καὶ πάλιν ἐρῶ χαῖρε, ὁ σὸς Υἱός ἀνέστη, τριήμερος ἐκ τάφου. Τι, δεν τα ’ξερε η μάνα; Αμ πώς δεν τα ’ξερε. Αλλά κάποιος έπρεπε και να το επικοινωνήσει, όπως λένε στα πρωινάδικα.

Λογοθέτης και Άγγελος. Ονόματα που βγαίνουν από δουλειές που κάνει κανείς για να ζήσει. Βουτσινάς, Τσαγκάρης, Καλαφάτης, Μαραγκός, Smith, Carpenter, Tailor, Müller, Βογιατζής.

Μικρός αυτός ο κόσμος. Τόσος δα.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.