Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Προτάσσω















Προτάσσω. Τάσσω προ, θέτω προ.

Βάζω (κάτι) μπροστά (από κάτι άλλο). Και προτάττω. Προτάξαντες σφων αυτών Αστύμαχον – βάλαν μπρος τον Αστύμαχο, μας λέει ο Θουκυδίδης για τους Πλαταιείς (3,52). Τον διόρισαν δηλαδή να μιλήσει αυτός γι’ αυτούς. Προετάξαντο μὲν τῆς ἑαυτῶν φάλαγγος οἱ Λακεδαιμόνιοι τοὺς ἱππέας – έβαλαν μπροστά από τη φάλαγγά τους τούς ιππείς οι Λακεδαιμόνιοι, γράφει ο Ξενοφών (Ελληνικά, 6.4.10). Ἄναξ προτάσσου, επιτάσσουν οι Ικέτιδες (835). Μπες μπροστά, βασιλιά. Βοήθα, άνακτα.

Και πρόταγμα. Στρατιωτικός όρος. Ἐφ’ οὗ καὶ τῶν καταφράκτων ἐν προτάγματι τὸ πλεῖστον ἦν, γράφει ο Πλούταρχος για τον Λούκουλλο και τους φοβερούς Μιθριδατικούς του (27,6). Εκεί όπου βρίσκονταν και οι περισσότεροι από τους κατάφρακτους ώς πρόταγμα. Σαν εμπροσθοφυλακή.

Απ’ όπου μας βγήκε και το πρόταγμα και το αμολάμε και στην πολιτική – τι προτάγματα βάζει ο τάδε και τι ο δείνα. Κι αναλόγως πάμε και ψηφίζουμε και μετά τούς χαιρόμαστε. Και στις πολιτικές αναλύσεις τα χώνουμε – τα προτάγματα του Φιλελευθερισμού, ξέρω ’γω, ή τα προτάγματα της Δημοκρατίας. Και στις μελέτες κάθε είδους – τα προτάγματα του δείνα συγγραφέα. Και το χρησιμοποιούμε και μόνο του: οι άλλοι έφτιαξαν πολιτική ομάδα και την ονόμασαν «Πρόταγμα».

Τάσσω, *taǵ-, και τάγμα και ταγμένος. Ανατάσσω, παρατάσσω, διατἀσσω. Με διάφορες προθέσεις, τάσσω. Και ταγή – το ’ξερες αυτό; Επιταγή και προσταγή. Και συνταγή – κουλουράκια και λαλάγγια. Ταγματάρχης και τάγμα και διαταγή. Κι ανάταξη και διάταξη! Η συντηρητική παράταξη και φύγαμε ταξίδι. Σάκος ταξιδιωτικός. Πού πας του ονείρου ταξιδιώτη, στερνή αγάπη μου και πρώτη. Από τον χρόνο τον προδότη, ποτέ δεν γλύτωσε κανείς! Γκάτσος, ποιος άλλος!

Τάσσω, τάξη, λιποτάκτης! Στρατιωτικός Κώδικας τού 64, Άρθρο 40: Αξιωματικός που διαπράττει λιποταξία στο εσωτερικό είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται σε πολεμική περίοδο με ισόβια φυλάκιση. Μάλιστα. Όχι παίζουμε. Λιποτάκτης. Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα. Τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα. Θα γίνεις δικιά μου. Τάξη ισόβια. Από έρωτα πεθαίνουν τα πουλιά.

Βλέπεις πού μπορεί να πάει η κουβέντα; Αχ, θα χαθούμε, το βλέπω. Μέσα στους δρόμους που μ’ έδεσαν για πάντα. Μαζί με τα σοκάκια, μαζί με τα λιμάνια. Γιατί τα χέρια είναι σχοινιά. Λύσιμο και ξεμάτιασμα. Ο πάτερ Γυμνάσιος. Που πούλαγε βότανα για κάθε αρρώστια. Που ήξερε κι έλεγε όλα τα ξόρκια.

Και πατέρες στρατιά. Φάλαγγα θεοστεφής. Ὁ πάτερ Σαμουήλ, που ἦτο νέος ἀκόμη, ὀλιγώτερον τῶν σαράντα ἐτῶν. Και είχεν αφήσει τη μονή του στο Άγιον Όρος και είχε προσκολληθεί, χάριν προσκαίρου ἐξοικονομήσεως παρά τινι ἐνοριακῆ ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν ὡς νεωκόρος. Κι όποτε ὁ κὺρ Γιάννης ὁ Μανάφτης συνήντα καθ’ ὁδὸν ἢ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ τὸν πάτερ Σαμουήλ, ἀνεμίμνησκεν εἰς τὸν πτωχὸν νεωκόρον τὰς πνευματικὰς του ὑποσχέσεις και ὑποχρεώσεις. Τον τσίγκλαγε. Του θύμιζε αποσπάσματα από τα λόγια της κουράς τού μοναχού. «Λάβε τὸ ψαλίδιον καὶ ἐπίδος μοι αὐτό», λέγει τρεις φορές ο ιερέας στον δόκιμο. Και τις δύο τις φορές τού το επιστρέφει. Ὅπως δειχθῆ τὸ αὐτοπροαίρετον καὶ ἀβίαστον τῆς προσελεύσεως εἰς τὸν μοναχικὸν βίον. Και μόνο με την τρίτη επίδοση, μόνο τότε ἐκτελεῖ τὴν κουράν.

Κι αγριεύτηκε μια μέρα ο καημένος ο καλόγερος από τα υπονοούμενα. Γιὰ νὰ σοῦ πῶ κὺρ Γιάννη, εἶπε μεθ’ ὑποζέοντος θυμοῦ. Εἶναι μιὰ παροιμία ποὺ λέγει: Ἐκεῖνος πὄχει τὰ γένεια, ἔχει καὶ τὰ χτένια. Θύμωνε βλέπεις που ο άλλος τού κάρφωνε ότι είχε παρατήσει την καλογερική. Αλλά δε θύμωνε που τον έλεγε πάτερ. Τι να θυμώσει – μια χαρά ήταν αυτό – ο πάτερ Σισώης στὸν πάτερ Νικόδημον. Άκλιτο. Την Αγια Σοφιά τής Αγια Σοφιάς. Τον καπταν Θύμιο τού καπταν Κώστα. Δεν αλλάζουν αυτά. Είναι προτάγματα. Έτσι τα λένε.

Προτάσσω, τάσσω προ, θέτω προ. Προτάγματα. Ο καθείς και τα δικά του. Ό,τι με απασχολεί, αυτό προτάσσω. Δεν κάθομαι να δω τι παίζει, να καταλάβω. Απ’ το δικό μου πρόταγμα αρπαζομαι και βάσει αυτού δικάζω. Καταδικάζω, και σηκώνω και τον λίθον και βάλλω.

Κι όλα καλά.


---------------------------

Δημητράκος, Liddel - Scott, Chantraine, Wiktionary. Και Θουκυδίδης, Ξενοφών, Αισχύλος, Πλούταρχος. Και Κώστας Βίρβος, Νίκος Γκάτσος, Δημήτρης Χριστοδούλου, Γιάννης Γλέζος, Γιάννης Θεοδωράκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.