Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σφιγξ



Περὶ τῆς Καδμείας Σφιγγὸς – λένε ότι ὡς θηρίον ἐγένετο. Σώμα σκύλου είχε, και κεφάλι και πρόσωπο κοπέλας, φτερά πετούμενου και φωνή ανθρώπου. Κι είχε κάτσει στο Φίκιον Όρος κι έλεγε το αίνιγμά της στους πολίτες. Κι όποιον έπιανε να μην μπορεί να το λύσει, τοῦτον ἀνῄρει. Τον χαλνούσε.

Έτσι γράφει ο Παλαίφατος. Πραγματικό πρόσωπο αυτός, υποτίθεται. Μαθητής τού Αριστοτέλη – κι αυτό υποτίθεται. Στο «Περὶ ἀπίστων (ἱστοριῶν)». Περί απιστεύτων, δηλαδή – έτσι θα τις λέγαμε σήμερα. Incredibilia. Έκατσε και τα συμμάζεψε αυτός ο —υποτιθέμενος— Παλαίφατος, τα μυθολογικά. Πενήντα δύο ιστορίες. Αλλά δεν αρκέστηκε στη συλλογή. Τα πλάκωσε κι όλας στην εξήγηση. Όλα τα πάντα, τρομάρα του. Ότι επρόκειτο για ιστορίες φυσιολογικές, κι ήταν η φαντασία των ανθρώπων που τις έκανε μύθους. Ότι δεν έγινε, ας πούμε, αρκούδα η Καλλιστώ. Όχι. Την έφαγε η αρκούδα την Καλλιστώ, και τότε οι άνθρωποι είδαν την αρκούδα, και νόμισαν ότι ήταν η Καλλιστώ μεταμορφωμένη. Κι έτσι βγήκε ο μύθος. Ναι. Τέτοια έγραφε ο Παλαίφατος. Αλλά βάλ’ τον αυτόν στην αναμονή. Θα τον ξαναπιάσουμε οσονούπω.

Και πρόσωπο κοριτσιού, λοιπόν, αλλά και φτερά. Η Σφιγξ. Όχι σαν την αιγυπτιακή τη Σφίγγα, εκείνη της Γκίζας, την ϩⲁⲣⲙⲁϣⲓ, που ’χει κεφάλι ανθρώπινο, γυναικείο, και σώμα λιονταρένιο. Άλλη Σφίγγα εκείνη – ο Χεφρήνος την έκτισε, έτσι λεν τα ευρήματά μας. Σε βράχο συμπαγή. Μονόπετρη. Το δυόμιση χιλιάδες προ. Κάνε λογαριασμό. Τεσερσήμισι χιλιάδες χρόνια πίσω.

Αλλά ποιες χρονολογίες. Αν της Γκίζας είναι τόσο παλιό το σκάλισμα, σκέψου πόσο παλιότερη είναι η σκέψη στα μυαλά των ανθρώπων – αν βέβαια πρόκειται για την ίδια ή έστω για κοντινή σκέψη. Εντάξει. Από αίνιγμα σε αίνιγμα πάμε, θα μου πεις, αλλά, να, έτσι είναι τα αινίγματα. Σαν μπάμπουσκες. Λύνεις το ’να, ωπ, μέσα έχει άλλο.

Κι ούτε που ξέρουμε αυτή τής Γκίζας πώς να τη λέγαν οι Αιγύπτιοι. Γιατί Σφίγγα είναι το όνομα που τής δόθηκε από τους Έλληνες δύο χιλιάδες χρόνια αφότου σκαλίστηκε, μιας κι έμοιαζε μ’ εκείνο που εκείνοι ανέκαθεν σκέφτονταν γι’ αυτήν: την κοπέλα που σου ’λεγε το αίνιγμα κι εσύ αν δεν το ’βρισκες, σ’ έσφιγγε εκείνη και, πάει, πόθαινες. Εντάξει. Τρέχα γύρευε.

Παρετυμολογική η θεωρία τού σφίγγω. Η καταγωγή τής λέξης είναι μάλλον το Φίκιον Όρος. Ο Φαγάς, το βουνό στα δυτικά τής Θήβας – εδώ, της δικής μας τής Θήβας, της Βοιωτικής. Φίκα ή Σφίκα, ξέρω ’γω. Αλλά παρέτυμο στο παρέτυμο, χώθηκε το γγ —και στη Σφίγγα και στο όρος— και το ’παμε κι αυτό Σφίγγειο. Ξανά μανά τρέχα γύρευε.

Και καθόταν που λες η δικιά σου αμερόληπτη —η Σφίγγα λέμε τώρα— κοιτάζοντας με αισιοδοξία προς το μέλλον. Και πήγαινες εσύ να περάσεις, και σου ’λεγε: какое существо вначале передвигается на четырёх ногах, затем на двух, а ещё позже – на трёх? Όπερ έστι μεθερμηνευόμενον: τι είναι αυτό που περπατάει πρώτα στα τέσσερα, μετά στα δύο κι ύστερα στα τρία;

Εντάξει, σε βλέπω με το στόμα ανοικτό, καλά, ρώσικα ωρέ τα ρώταγε η Σφίγγα; Γιατί ρε μεγάλε, ξέρεις εσύ τη γλώσσα που τα διατύπωνε; Ερώτημα του ανθρώπου δεν είναι; Αρχέγονο. Και στα σουαχίλι και στα κινέζικα. Αν γινόταν ταινία στο Χόλιγουντ, αγγλικά δε θα το ρωτάγαν;

Τέλος πάντων, πηδάμε από θέμα σε θέμα και θα χάσουμε τη μπάλα. Πάμε πίσω στη Σφίγγα και στο αίνιγμα. Το’ βανε λοιπόν το αίνιγμα αυτή, και καθόσουν εσύ και την κοιτούσες. Σαν απαυτός, ξέρεις εσύ σαν τι. Πράγμα που ήταν και ο σκοπός, εδώ που τα λέμε. Διότι το αίνιγμα είναι ο ερωτικός φραγμός. Ο πήχης. Το τεστάκι. Να σου κόψει τη φόρα. Γιατί, γλυκούλης είσαι, εντάξει, κούκλος, αλλά ικανός είσαι; Άμα δεν είσαι, τι, να κάτσουμε να σου τα δίνουμε μασημένα; Εσύ να θες τη μαμά σου κι εμείς να περιμένουμε πότε θα λύνεις τα θέματα; Δε στέκει. Το πιάνεις ή μπα;

Θα μου πεις, τι θα γίνει και που θα το λύσεις, αν το λύσεις. Πολλοὶ γὰρ ἤδη κἀν ὀνείρασιν βροτῶν μητρὶ ξυνηυνάσθησαν, λέει η Ιοκάστη που ήξερε – και από όνειρα ήξερε, και από άντρες. Και πάλι τη μάνα σου θα πάρεις γυναίκα. Αλλ’ αυτό είναι μια άλλη τραγική ιστορία τού ανθρώπου. Πολύ βαθιά νερά. Άσ’ το να το κουβεντιάσουμε σε άλλη ευκαιρία.

Άντε πάμε πάλι πίσω στο αίνιγμα. Στη Σφίγγα. Εγώ κοιτώ εσένανε, κι εσύ κοιτάς αλλού. Αίνιγμα μέγα και μυστήριον. Κάθεσαι και την κοιτάς σαν – ξέρεις σαν τι, τα ’παμε. Κι αυτή; Σε είδε; Δεν σε είδε; Μωρέ, σε είδε και σε παραείδε – ηλίθια είναι; Καθόλου! Τότε γιατί κοιτάει αλλού; Μα διότι δεν είναι ηλίθια, το’ παμε. Οπότε; Σε θέλει; Δε σε θέλει; Εδώ σε θέλω κάβουρα. Θα της την πέσεις; Θα σου κάτσει, ή θ’ ακούσεις κάνα μπινελίκι;

Άμα είσαι άνθρωπος, τα πράματα είναι δύσκολα. Βλέπεις, κατ’ επανάληψη συλλαμβάνεσαι να μην καταλαβαίνεις αν εκείνη δε θέλει ή πότε σταμάτησε να θέλει. Κι ακόμα χειρότερα, συλλαμβάνεσαι να μην προθυμοποιείσαι να καταλάβεις. Ή να θυμώνεις. Και φκιάνεις και ολόκληρο πολιτισμό να τα βλέπεις έτσι. Εκείνη, από την άλλη, όλο και συλλαμβάνεται να μπήζει τις φωνές προληπτικώς και ασκόπως, επαναστατικώ δικαίω, γιατί τι την περάσατε αυτήν, καμιά χαζή σαν τη μάνα της; Λύκος! Λύκος! Με προσήγγισε ερωτικώς! Και πώς να σας προσεγγίσει μαντάμ; Ως ανέπαφη συναλλαγή;

Και δεν το βρίσκετε το θέμα. Μες τη δειλία σας και τον κυκεώνα του μυαλού σας και τα πρέπει σας τα επαναστατικά και τα ορθοπολιτικά, τα ’χετε κάνει πλακάκια και μαντάρα κι έχετε πετάξει τη μπάλα στις κερκίδες. Έχετε συνεννοηθεί και συμφωνήσει ότι είναι νομικόν και της αστυνομίας το θέμα. Κι έχετε φκιάσει νέφος θολόν – συφορά απ’ το πολύ μυαλό. Και τιμωρείστε: αγάμητοι και περιδεείς, με τα ζανάξ στην κωλοτσέπη, σέρνεστε στους διαδρόμους των δικαστηρίων και πληκτρολογείτε κοτσάνες στα σόσιαλ μίντια. Αυτογκόλ φίλε μου!

Γιατί εδώ είναι που ξαναπιάνουμε τον Παλαίφατο – δες τώρα τι έκατσε και σκέφτηκε ο απίθανος: ποια Σφίγγα και κουραφέξαλα, έγραψε. Κάδμος ἔχων γυναῖκα Ἀμαζονίδα, ᾗ ὄνομα Σφίγξ, ἦλθεν εἰς Θήβας. Άρα Σφίγγα λέγαν τη γυναίκα τού Κάδμου, κατάλαβες; – έτσι γράφει. Και γινήκαν από δυο χωριά χωριάτες το ζευγάρι, και πήρε εκείνη τον σκύλο τους και κατέφυγε στο Φίκιον, κι έστηνε ενέδρες κι άρπαζε τους περαστικούς. Και την είπαν αίνιγμα την ενέδρα οι Καδμείοι, κι η Σφίγγα δε μπορούσες να την κάνεις καλά γιατί είχε και τον σκύλο και ροβολούσε από πλαγιά σε πλαγιά, κι έτσι βγήκε ότι και καλά είχε φτερά. Τούτων γενομένων τὰ λοιπὰ ἐμυθεύθη. Αυτά γίνηκαν στ’ αλήθεια και τα υπόλοιπα —σκύλος και φτερά και πρόσωπο γυναίκας, και αινίγματα και δε συμμαζεύεται— είναι όλα παραμύθια.

Αυτά παθαίνεις άμα επιχειρείς να γειώσεις τους μύθους σου: πετάν αυτοί και φεύγουν κι αφήνουν εσένα γειωμένο. Να μασουλάς το χώμα.

Ενώ άμα είσαι γάτα, τα πράματα είναι λογικά. Προγραμματισμένα. Δεν τον χρειάζεσαι τον μύθο. Προχωρείς στην εκτέλεση – δεν κάθεσαι να αναλογίζεσαι. Θέλει αυτή; Ωραία. Θα κάνει ότι δε θέλει, κι εσύ θα την αρπάξεις απ’ τον σβέρκο και θα την στριμώξεις. Ώστε να βεβαιωθούμε ότι μπορείς να την στριμώξεις – να μην την κανονίζει ο κάθε σαχλαμάρας. Να βγαίνουν και αξιόπιστα προϊόντα από την εκάστοτε συνεύρεση. Θα φωνάξει, λοιπόν, θα σε νυχιάσει, θα γίνουν τα πράματα με το ζόρι – γιατί με το ζόρι γίνονται αυτές οι εργασίες – θα μας ακούσει η γειτονιά, και όλα καλά.

Δε θέλει; Οίκοθεν νοείται ότι το ξεχνάμε. Γάτες είστε. Δεν έχετε να πάρετε κάτι η μία από την άλλη. Είναι κάτι να συμβεί. Πώς αυτό θα συμβεί αν η μια από τις δύο δε θέλει; Δε θέλει ούτε η άλλη. Απλά τα πράματα. Δεν είστε τίποτε ζώα.

Βλέπεις, εκτός από τον Παλαίφατο που τα πεδίκλωνε με τις εξηγήσεις του, ο Αριστοτέλης είχε κι άλλον μαθητή, εκείνη τη γάτα που έκοβε τους κόμπους με το ξίφος του κι οι εξηγήσεις γινόνταν αυτονόητες.

Οπότε μάλλον δεν είναι στον Αριστοτέλη οι χειροπέδες. Είναι στον άνθρωπο. Είναι τι θέλει να έχει καταλάβει κανείς από τον Αριστοτέλη.

Είναι στον άνθρωπο να ’ναι ή να μην είναι γάτα.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.