Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούνιος, 2023

Και νόον έγνω

Μπιμπλιοτέκα Τσεντράλα Ουνιβερσιτάρα Λουτσιάν Μπλάγκα. 977 κιλόμετερς φρομ γιορ κάρεντ λοκέισον. Εντάξει. Ευκολάκι. Πες ότι πας μια Θεσσαλονίκη και πίσω ρε παιδί μου. Δυο φορές και το ’χεις. Δεν είναι και τραγικό. Ορίστε: Στράντα Κλίνιτσορ ντόι, Κλουζ Ναπόκα, 400006, Ρομανία. Οράρ ντε φουνκτσιονάρε, οχτώ το πρωί με οχτώ το βράδυ. Βάνεις το τζιπιές κι έφτασες. Απλά πράματα. Και τι ψάχνεις εκεί; Μινωικό Πολιτισμό, και θες το βιβλίο τού Φουκέ για τη Σαντορίνη και τις εκρήξεις της. Εκεί το ’χουν το πιο κοντά. Ο καθείς και τα θέματά του, κατάλαβες; Σαντοράν ε σεζ εριπσιόν. Εκδόσεις Μασόν, 1879. Μάλιστα. Το καλό βιβλίο στην ωραία του θέση στο ράφι. Τέτοια βιβλία και χαρτιά κάθε λογής γεμάτη η Μπιμπλιοτέκα. Στο τέλος διαβάζεις ό,τι άλλο εκτός απ’ αυτό που έψαχνες. Ξέρεις τώρα πώς είναι αυτά τα μέρη – δεν ξέρεις; Να χαζεύεις τα ράφια και του παιδιού να μη δίνεις. Ορίστε, μπροστά σου: Μπαϊτρέγκε τσουρ ερκέντνις ντερ φάρμπε ντες βάσερς. Τι λες ωρέ! Συμβολή στη γνώση του χρώματος των υδάτων. Συνα...

Σα θυμιατήρι

Σα θυμιατήρι. Που πάει πάει πάει κι ανεβαίνει ακολουθώντας την έλλειψη που του προδικάζουν οι αλυσίδες του, από έμπειρο χέρι κρατημένες, και ωπ, ανηφορίζει, το βλέπεις βρε, ή έχεις το κεφάλι σκυμμένο να ευλογηθείς; καλά κάνεις, αλλά ρίχνε και καμιά κλεφτή ματιά, άμα είσαι μόνο στον κόσμο σου τι να πιάσει η ευλογία, κάτσε και λίγο απ’ έξω να βλέπεις, αγαπάει ο θεός τον νοικοκύρη, αγαπάει και τον κλέφτη βρε, που τινάζεται το θυμιατήρι προς τα πάνω και την κατάλληλη στιγμή, κοντά στο πικ της καμπύλης, ούα, ένα κράτημα το γκέμι ο παπάς, και τραντάζει το άλογο, μη φύγει κι αναληφθεί, ωπ, και ξαναγυρίζει αυτό στα καθ’ ημάς και αρχινάει και πάλι την κατεβασιά Εκείνη τη μοναδική στιγμή που είναι πάνω στο πικ κι αιωρείται, ωχ, και σταματάει η καρδιά, και λες τώρα τι έγινε; ήρθε το τέλος; όχι βέβαια, ποιο τέλος, εκείνη ακριβώς τη στιγμή έχει τρανταχτεί το θυμιατήρι, τα κουδούνια του, άφαντο έχει γίνει, κι έχει απομείνει μετέωρη η τουφίτσα το θυμίαμα, τι κι αν παλεύει να το προφτάσει, πουθενά το ...

Θεσσαλονίκη

Είχε τότε το τρένο ντιζελομηχανές. Αυτές τις Άλκο τις μπλε, που είχανε μπροστά ζωγραφισμένα τα αποκλίνοντα λευκά καμπύλα τόξα, δύο να φεύγουν δεξιά, δύο αριστερά, και διπλώναν στα πλευρά και σούρνονταν οριζόντια στα πλάγια της μηχανής, από δω κι από κει, σ’ όλο το μήκος της, μια γραφιστική σύλληψη, ότι σκίζει και φεύγει για τ’ αλλού πάνω στις ράγες τις χαλύβδινες το θηρίο και σέρνει πίσω του και τα βαγόνια – η ταχύτητα κι ο άνεμος που του παίρνει τα μαλλιά Βαγόνια που λες, πράσινα σκούρα, με τις πινακίδες απ’ έξω, Μίνχεν - Λουμπλιάνα - Μπέλγκραντ - Σκόπιε - Γεβγέλιγια - Θεσσαλονίκη - Λάρισα - Ατέν. Φαντάσου. Βαγόνια με καμπινούλες, έξι έξι οι επιβάτες, και διάδρομοι, και βαγκόν λι για να κοιμάσαι και βαγκόν ρεστοράν, Μπράλος, Λιανοκλάδι, Παλαιοφάρσαλος, Αγγειαί, η διαδρομή του κόσμου, η ραχοκοκαλιά, από κει θα πήγαινες, αυτή ήταν η διαδρομή, οπότε αποκτούσε η Θεσσαλονίκη και την ιδιότητα της όμαιμης, ήταν η πόλη που για να πας είχες ουμλάουτ στα τρένα, Μίνχεν, και κυριλλικά γράμματα στ...

Ο Άγιος Αυτονόητος

Και τι να κάνω τώρα εγώ; Να χαίρομαι; Για ποιο πράμα; Που έχω κι εγώ τη γιορτή μου; Μα ο λόγος που της φτιάξαμε γιορτή της αλληνής είναι για να τακτοποιήσουμε τις ενοχές μας. Για να συνομιλήσουμε με εκείνο το άλλο που δεν συνομιλούσαμε. Και μήπως πουλήσουμε και κάνα καλσόν. Κάνα μπιμπλό, κάνα λουλουδάκι. Αλλά, αν νιώθαμε, θα χρειαζόμασταν γιορτή της μητέρας; Μπα. Οπότε γιατί να χαρώ; Είναι δηλαδή καλόν που χρειαστήκαμε και γιορτή του πατέρα; Λοιπόν, έχω μια ιδέα. Όπως οι αρχαίοι είχαν βωμό τω αγνώστω θεώ, το θυμάμαι ρε συ, ήτανε και γραμματόσημο του Βασιλείου της Ελλάδος, τω αγνώστω θεώ, ένας βωμός και ρωτούσα τη μαμά μου τι είναι αυτό και μου ’λεγε, στον άγνωστο θεό, και μου ’χε κάνει ρε παιδί μου μια εντύπωση, εντάξει, στον άγνωστο, αλλά εδώ λέει τω αγνώστω, άλλα λέει, οπότε με εισήγαγε η μαμά μου στα μυστήρια της δοτικής πτώσεως Τι έλεγα; Α, ναι, όπως λοιπόν είχαν οι αρχαίοι τον βωμό και γράφαν τω αγνώστω θεώ, ότι δηλαδή μην τύχει και κάτσει παραπονεμένος, να, εμείς του αφιερώνουμε ...

Αλήθειες και ψέματα

Ένας τρόπος να επιχειρούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο είναι να μαζεύουμε στοιχεία και πληροφορίες. Γεγονότα. Φακτς, όπως λέμε και στη Ρούμελη. Γιατί βλέπεις, τους τελευταίους αιώνες, μετά που εφηύραμε και τον σιδηρόδρομο και γινήκαμε βιομηχανικοί τύποι, καλά, ποιος μας πιάνει έκτοτε. Ήρθε η ζωή μας κι έγινε στοιχεία. Αντικειμενικά. Κι εξήλθαμε στο φως. Πάψαμε να είμαστε κορόιδα. Πήραν τ’ απάνω τους λοιπόν τα φακτς, και όλα πια είναι φακτς. Και ξέρουμε τι μας γίνεται ρε παιδί μου. Οπότε, αφού από τη μια μεριά έχουμε φακτς, αλήθειες, τότε τι θα ’χουμε από την άλλη; Ευκολάκι: θα έχουμε ψέματα. Κι ο κόσμος ταχτοποιείται αυτομάτως: από δω οι αλήθειες κι από κει τα ψέματα. Απλό. Κι ό,τι μπορούμε να το ενδύσουμε με τον λαϊκό μανδύα του αληθούς —διότι περί αυτού πρόκειται εν τέλει, για μια νέα πίστη— το λέμε αλήθεια. Κι ό,τι δεν, αντί να πιάσουμε να πούμε, ρε παιδιά, εντάξει, αυτό δεν το καταλαβαίνουμε, δεν έχουμε τα εργαλεία – ή δεν τα ’χουμε ακόμη, τι να κάνουμε – αντί να πούμε κάτι απ’ αυτά ...