Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Άγιος Αυτονόητος









Και τι να κάνω τώρα εγώ; Να χαίρομαι; Για ποιο πράμα; Που έχω κι εγώ τη γιορτή μου;

Μα ο λόγος που της φτιάξαμε γιορτή της αλληνής είναι για να τακτοποιήσουμε τις ενοχές μας. Για να συνομιλήσουμε με εκείνο το άλλο που δεν συνομιλούσαμε. Και μήπως πουλήσουμε και κάνα καλσόν. Κάνα μπιμπλό, κάνα λουλουδάκι. Αλλά, αν νιώθαμε, θα χρειαζόμασταν γιορτή της μητέρας; Μπα.

Οπότε γιατί να χαρώ; Είναι δηλαδή καλόν που χρειαστήκαμε και γιορτή του πατέρα;

Λοιπόν, έχω μια ιδέα. Όπως οι αρχαίοι είχαν βωμό τω αγνώστω θεώ, το θυμάμαι ρε συ, ήτανε και γραμματόσημο του Βασιλείου της Ελλάδος, τω αγνώστω θεώ, ένας βωμός και ρωτούσα τη μαμά μου τι είναι αυτό και μου ’λεγε, στον άγνωστο θεό, και μου ’χε κάνει ρε παιδί μου μια εντύπωση, εντάξει, στον άγνωστο, αλλά εδώ λέει τω αγνώστω, άλλα λέει, οπότε με εισήγαγε η μαμά μου στα μυστήρια της δοτικής πτώσεως

Τι έλεγα; Α, ναι, όπως λοιπόν είχαν οι αρχαίοι τον βωμό και γράφαν τω αγνώστω θεώ, ότι δηλαδή μην τύχει και κάτσει παραπονεμένος, να, εμείς του αφιερώνουμε κι αυτουνού βωμό, όταν έλθει εν τη βασιλεία του να μην έχει τίποτε να μας προσάψει, κατάλαβες

Να λοιπόν, όπως εκείνοι, έτσι κι εμείς. Της μητέρας δε γιορτάζουμε, και του πατέρα; Και της καρέτα καρέτα και ξέρω ’γώ ό,τι θυμόμαστε χαιρόμαστε, του βιβλίου, του πολιτισμού, της μπανάνας, του μεταξοσκώληκα, του οργασμού της πεταλούδας

Ωραία. Έτσι να κάνουμε και μια νέα γιορτή, μεγάλη μεγάλη, καταμεσής της χρονιάς, ναν τη γιορτάζουμε ναν τη χαιρόμαστε και ζήσαν αυτοί καλά και ’μείς καλύτερα:

Του Αγίου Αυτονόητου. Βοήθειά μας.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.

Συγγνώμη

Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ. Έτσι λέει το τραγούδι. Βαρύ και μελαγχολικό. Δραματικό. Παθιασμένο. Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, δεν ξέρω να αγαπώ όμως πιο λίγο. Συγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ, μα βρήκα το κουράγιο και θα φύγω.[1] Αλλά για στάσου βρε αδερφέ. Από πού κι ως πού συγγνώμη! Ζητάς συγγνώμη που αγάπησες; Στάσου ματάκια μου, μια στιγμή, να το καταλάβουμε: πώς γίνεται – τι κακό έκανες που αγάπησες; Ή μήπως κακό που αγάπησες πολύ; Εκτός μην είσαι ψιλοκουφαλίτσα, Μήτσο μου, τώρα που το σκέφτομαι. Όχι δηλαδή ότι αγάπησες – αυτό τι κακό να κάνει. Μήπως τον θέλησες, πουλάκι μου, να τον φας. Γιατί άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο. Μόνο τότε τσινάει ο άλλος – αν τον θέλησες εσύ και δε θέλησε αυτός – να τα λέμε τα πράματα με τ’ όνομά τους. Και μάλιστα αν τον έπνιξες. Έτσι δεν είναι Μήτσο μου; Βέβαια. Έτσι είναι Μήτσο μου. Κι όχι μόνο τον έπνιξες, αλλά με το που σ’ έκλασε και την έφαγες τη χυλόπιτα, το γύρισες στη χριστιανοσύνη: συγγνώμη που σ’ αγάπησα. Και κοτσάρισες και το «πολύ» ν...