Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Θεσσαλονίκη

Είχε τότε το τρένο ντιζελομηχανές. Αυτές τις Άλκο τις μπλε, που είχανε μπροστά ζωγραφισμένα τα αποκλίνοντα λευκά καμπύλα τόξα, δύο να φεύγουν δεξιά, δύο αριστερά, και διπλώναν στα πλευρά και σούρνονταν οριζόντια στα πλάγια της μηχανής, από δω κι από κει, σ’ όλο το μήκος της, μια γραφιστική σύλληψη, ότι σκίζει και φεύγει για τ’ αλλού πάνω στις ράγες τις χαλύβδινες το θηρίο και σέρνει πίσω του και τα βαγόνια – η ταχύτητα κι ο άνεμος που του παίρνει τα μαλλιά

Βαγόνια που λες, πράσινα σκούρα, με τις πινακίδες απ’ έξω, Μίνχεν - Λουμπλιάνα - Μπέλγκραντ - Σκόπιε - Γεβγέλιγια - Θεσσαλονίκη - Λάρισα - Ατέν. Φαντάσου. Βαγόνια με καμπινούλες, έξι έξι οι επιβάτες, και διάδρομοι, και βαγκόν λι για να κοιμάσαι και βαγκόν ρεστοράν, Μπράλος, Λιανοκλάδι, Παλαιοφάρσαλος, Αγγειαί, η διαδρομή του κόσμου, η ραχοκοκαλιά, από κει θα πήγαινες, αυτή ήταν η διαδρομή, οπότε αποκτούσε η Θεσσαλονίκη και την ιδιότητα της όμαιμης, ήταν η πόλη που για να πας είχες ουμλάουτ στα τρένα, Μίνχεν, και κυριλλικά γράμματα στις πινακίδες, Γεβγέλιγια – η πύλη προς το άλλο

Οπότε όταν έγινε ο σεισμός, αυτός αποφάσισε να σηκωθεί να πάει, δε μπορεί, κάτι να δει, κάτι να βοηθήσει, μήπως χρειάζονταν τίποτε, κι η περιέργειά του, ποιος ξέρει, και παίρνει που λες το σακίδιο στην πλάτη, ένα χακί σακίδιο, ήταν τότε της μόδας αυτά, τα αγόραζες στο Μοναστηράκι με τα λεφτά του μπαμπά, και πάει και μπαίνει στο τρένο – πού πας χριστιανέ μου, εδώ όλοι φεύγουνε κι εσύ πηγαίνεις; Ανένδοτος αυτός, έτσι είναι αυτά, άμα νομίζεις ότι υπάρχει λόγος να πας, πας και δεν ακούς κανένα

Πού πας; Σκοτεινή η πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη γιατί είχαν πέσει και τα ρεύματα και δεν υπήρχε και τόσος κεντρικός φωτισμός τότε, και ήταν οι άνθρωποι στους δρόμους σε απόσταση ασφαλείας από τα σπίτια μην τους πέσει τίποτε στο κεφάλι, κι είχαν στήσει ό,τι μπορούσαν να στήσουν εκεί στο δρόμο, κάμπινγκ αυτοσχέδια, κι άλλοι είχαν αυτοκίνητο και το ’χαν κάνει σπίτι, πόρτες ανοιχτές, η γιαγιά στα πίσω καθίσματα με τη μαύρη ρόμπα με τις άσπρες γυαλιστερές βούλες και τις παντόφλες, και διάφορα τάπερ σκόρπια δω και κει, ό,τι είχαν προλάβει

Κι αυτός που νόμιζε ότι αυτό θα ’ταν γλέντι, αμ δεν ήταν, τρομαγμένοι ήταν οι ανθρώποι και είχαν σταματήσει οι δουλειές κι οι νύχτες δεν περνούσαν, μέσα στον φόβο, μόνο στα μεγάλα μέρη, στις απλωσιές, στην Αριστοτέλους, ας πούμε, που ήταν πολύς κόσμος μαζεμένος στην αλάνα μακριά από σπίτια – αυτό ήταν το ζήτημα, να είσαι όπου θες αλλά μακριά από σπίτια, μόνο πολύ θαρραλέοι κανονίζαν και μπαίναν να πάρουν ξέρω ’γω την κουβερτούλα του παιδιού, κάνα κατσαρολικό, επιχείρηση κομάντο

Στην Ιπποδρομίου στην πολυκατοικία δε μπορούσες να πας κοντά, σκοτάδι και ησυχία, δεξιά αριστερά θεόρατα τα κτήρια που ακόμη στέκονταν και στη μέση στο στενό ο σωρός τα μπετά και τα σίδερα, και πια το πράμα σοβάρευε, λες και τ’ άκουγες να σωριάζονται, έπρεπε να σκεφτείς και τον εαυτό σου, κι ο νέος πήγαινε από μέρος σε μέρος να δει τι παίζει και παντού το ίδιο σκηνικό, όπου υπήρχε ανοικτός χώρος, εκεί στημένα νοικοκυριά εκστρατείας, και παρέες και πού και πού και καμιά κιθάρα, τίποτε παλαμάκια, κάνας καυγάς, αλλά ο φόβος φόβος, το μέρος κουνούσε ακόμη, και στο τέλος βρισκόσουν να περπατάς καταμεσής στην Εγνατία, πάνω στη διαχωριστική που αχνοφαινόταν, έτσι κι αλλιώς αυτοκίνητα δεν είχε, σκοτάδια, οπότε καλύτερα να ’σαι κι εσύ σε απόσταση ασφαλείας από τα σπίτια τ’ αφώτιστα, κάτι ξέρουν αυτοί εδώ και φοβούνται

Έως ότου έφθανες ξανά στον Σταθμό, το μόνο απείραχτο φάνταζε το τρένο που θα σε γύριζε πίσω, αυτό δεν είχε ανάγκη, ήταν άλλη υπόθεση, αυτό πάνω σε ράγες πήγαινε και μακριά από σπίτια που πέφτουν κι απ’ την πόλη που ξενυχτάει, κι είχε στον σταθμό, πάνω στην είσοδο, στο κούτελο τού στέγαστρου, είχε το όνομα της πόλης, θεόρατο, να ξέρουν οι επιβάτες σε τι πόλη μπαίνουν, να είναι φως φανάρι, κι επειδή το στέγαστρο το τοξωτό ήταν φαρδύτερο στο κέντρο και πιο λεπτό στις άκρες, κι επειδή μεγάλη λέξη η Θεσσαλονίκη, τα γράμματα στις άκρες, δω κι εκεί, ήταν μικρούλια μικρούλια, ενώ στο κέντρο η λέξη είχε τα γράμματα θεόρατα, και γινόταν η ίδια σαν φρύδια σμιχτά, η Θεσσαλονίκη συνοφρυωμένη, η γραφιστική βγαλμένη απ’ τη ζωή

Σαν διαφήμιση σε ντοματοχυμό αντίκα. Ακόμα εκεί είναι τα γράμματα στο κούτελο του στέγαστρου. Θεσσαλονίκη.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.