Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σα θυμιατήρι

Σα θυμιατήρι. Που πάει πάει πάει κι ανεβαίνει ακολουθώντας την έλλειψη που του προδικάζουν οι αλυσίδες του, από έμπειρο χέρι κρατημένες, και ωπ, ανηφορίζει, το βλέπεις βρε, ή έχεις το κεφάλι σκυμμένο να ευλογηθείς; καλά κάνεις, αλλά ρίχνε και καμιά κλεφτή ματιά, άμα είσαι μόνο στον κόσμο σου τι να πιάσει η ευλογία, κάτσε και λίγο απ’ έξω να βλέπεις, αγαπάει ο θεός τον νοικοκύρη, αγαπάει και τον κλέφτη βρε, που τινάζεται το θυμιατήρι προς τα πάνω και την κατάλληλη στιγμή, κοντά στο πικ της καμπύλης, ούα, ένα κράτημα το γκέμι ο παπάς, και τραντάζει το άλογο, μη φύγει κι αναληφθεί, ωπ, και ξαναγυρίζει αυτό στα καθ’ ημάς και αρχινάει και πάλι την κατεβασιά

Εκείνη τη μοναδική στιγμή που είναι πάνω στο πικ κι αιωρείται, ωχ, και σταματάει η καρδιά, και λες τώρα τι έγινε; ήρθε το τέλος; όχι βέβαια, ποιο τέλος, εκείνη ακριβώς τη στιγμή έχει τρανταχτεί το θυμιατήρι, τα κουδούνια του, άφαντο έχει γίνει, κι έχει απομείνει μετέωρη η τουφίτσα το θυμίαμα, τι κι αν παλεύει να το προφτάσει, πουθενά το θυμιατήρι που τη γέννησε, έμπειρος ο αρματηλάτης, τι κι αν παλεύει αυτή και κλείνεται και τρέχει ν’ αγκαλιάσει το τίποτα, κι ύστερα πόσο μάταιο είναι όλο αυτό, αέρας ει και εις αέρα απελεύσει, χαλαρώνει κι αναπετάει κι απλώνεται τον πραγματικό της σκοπό

Και το θυμιατήρι έχει κυλήσει στην κατηφόρα σαν ήλιος μετά το ηλιοστάσιό του, τώρα επιτελέστηκε το έργο, έφθασε στο πικ, πάει η τούφα ξαμολήθηκε, δεν πιστεύω να μην κοίταγες κλεφτά τα θαύματα, είπαμε, πιάνει βρε, κι όταν κοιτάς, μη φοβάσαι, τώρα η τούφα ανοίγεται και κατακυριεύει τον κόσμο, κι αυτή και οι επόμενές της, κι ο ήλιος στα ηλιοστάσιά του, ξανά και ξανά, μια στιγμή μετέωρος, κι ύστερα την κατηφόρα, πάντα κρατημένος από το χέρι του τεχνίτη, κι έτσι πάει ο κόσμος, επαναλαμβανόμενα καλοκαίρια, χρόνια τώρα

Είδες βρε, που στάθηκε η καρδιά σου και αλαφιάστηκες, τώρα τι γίνεται, λες, αμ τίποτα δε γίνεται, κοίταζε προσεκτικά κι όλα θα πάνε μια χαρά, πήρε πάλι και κατρακυλάει κρατημένος από το στιβαρό το χέρι και τίποτε να μην ανησυχείς, καθόλου, μόνο κοίτα τι θα κάνεις και πώς θα φερθείς εσύ – σ’ εσένα είναι το ζήτημα, όχι σ’ εκείνον, εκείνος ξέρει τι κάνει

Σ’ εσένα επαφίεται





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.