Ένας τρόπος να επιχειρούμε να κατανοήσουμε τον κόσμο είναι να μαζεύουμε στοιχεία και πληροφορίες. Γεγονότα. Φακτς, όπως λέμε και στη Ρούμελη. Γιατί βλέπεις, τους τελευταίους αιώνες, μετά που εφηύραμε και τον σιδηρόδρομο και γινήκαμε βιομηχανικοί τύποι, καλά, ποιος μας πιάνει έκτοτε. Ήρθε η ζωή μας κι έγινε στοιχεία. Αντικειμενικά. Κι εξήλθαμε στο φως. Πάψαμε να είμαστε κορόιδα. Πήραν τ’ απάνω τους λοιπόν τα φακτς, και όλα πια είναι φακτς. Και ξέρουμε τι μας γίνεται ρε παιδί μου.
Οπότε, αφού από τη μια μεριά έχουμε φακτς, αλήθειες, τότε τι θα ’χουμε από την άλλη; Ευκολάκι: θα έχουμε ψέματα. Κι ο κόσμος ταχτοποιείται αυτομάτως: από δω οι αλήθειες κι από κει τα ψέματα. Απλό. Κι ό,τι μπορούμε να το ενδύσουμε με τον λαϊκό μανδύα του αληθούς —διότι περί αυτού πρόκειται εν τέλει, για μια νέα πίστη— το λέμε αλήθεια. Κι ό,τι δεν, αντί να πιάσουμε να πούμε, ρε παιδιά, εντάξει, αυτό δεν το καταλαβαίνουμε, δεν έχουμε τα εργαλεία – ή δεν τα ’χουμε ακόμη, τι να κάνουμε – αντί να πούμε κάτι απ’ αυτά – ποιος θα μας ζητήσει τα ρέστα βρε, μόνοι μας παίζουμε μπάλα, κανείς δε θα μας στριμώξει – αντί λοιπόν να πούμε κάτι απ’ αυτά, αμολάμε το απόφθεγμα: ψέματα, λέιντις εν τζέντλμεν, ντάμεν ουντ χέρεν, ψέματα.
Πετάμε μια λεξούλα και γκρεμίζουμε το σύμπαν. Ψέματα. Όπως, ας πούμε, όταν σε ρωτάει η μάνα σου, εσύ το ’φαγες, σκατόπαιδο, το γλυκό; κι εσύ λες, όχι, καλή μου μανούλα, τ’ ορκίζομαι, δεν το ’φαγα εγώ το γλυκό. Τέτοια ψέματα. Και μες την παραζάλη της αντικειμενικότητος και των φακτς, πιάσαμε και την Κοκκινοσκουφίτσα και την κατατάξαμε κι αυτήν στα ψέματα. Διότι, παραμύθι, σου λέει. Υπήρξε, κύριε, Κοκκινοσκουφίτσα; Αμ δεν υπήρξε. Ορίστε, κάναμε έρευνα στα αρχεία του κράτους και στα ληξιαρχεία και δεν ευρέθη θήλυ εγγεγραμμένο μ’ αυτό το όνομα. Κοκκινοσκουφίτσα γιοκ. Άσε που σιγά μην την έφαγε ο λύκος τη γιαγιά, σιγά μη γίνονται αυτά, και σιγά το ’να και σιγά τ’ άλλο. Είπαμε: παραμύθι, κύριε. Για μικρά παιδιά. Πάει και τέλος.
Ταχτοποίηση σούπερ! Παραμύθι! Και μάλιστα για μικρά παιδιά – ότι είναι κάτι σαν ηλίθιοι τα μικρά παιδιά, κάτι που εμείς πλέον δεν είμαστε αφού μεγαλώσαμε. Βέβαια. Διότι μετά από αυτήν την σπουδαία ταξινόμησή μας, τα ψέματα μένουν στα παιδιά και στις μη βιομηχανικές φυλές, όσες έχουν απομείνει σήμερα. Και στους προγόνους μας, που ήταν βουτηγμένοι στο ψέμα και στην προκατάληψη – και στους μύθους. Τα ψέματα είναι για τους ηλίθιους, που εμείς πια δεν είμαστε.
Και δε σκεφτήκαμε: εντάξει. Παραμύθι. Ποιος λέει όχι; Καραπαραμύθι. Αλλά ψέμα; Ώπα μάστορα! Από πού κι ώς πού; Το ’χουμε καθόλου ή μπα; Βάλαμε στο ίδιο τσουβάλι το ψέμα, όχι δεν το ’φαγα το γλυκό, και την Κοκκινοσκουφίτσα;
Ψέμα είναι να κρύβεις την αλήθεια για να την εξαφανίσεις, δεν είναι; Για να την ξεχάσεις. Ή επειδή την ξέχασες. Ενώ παραμύθι είναι να την κρύβεις για να τη σώσεις. Για να επιβιώσει. Γιατί δε μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτήν με άλλο τρόπο παρά μόνο με αυτόν: με τον μύθο. Το κάνουμε μια ιστορία, όλη η φυλή μαζί, και τη λέμε στόμα με στόμα τα βράδια όταν καταλαγιάσει η μέρα κι η ψυχή ακούει καλύτερα. Και το πιάνουν οι γιαγιάδες και το λένε στα παιδιά, το κάνει σινεμά ο άλλος που είναι αλαφροΐσκιωτος, το κάνει θέατρο, τραγούδι, και επιβιώνει αυτό γιατί μένει αποκάτω τις στάχτες ζωντανό, αναμμένο, και καίει και μιλάει το καημένο. Και ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Αλλά δε μας χωράει αυτή η ιδέα. Κι ενώ αυτό έγινε μύθος για να ζήσει, εμείς το ξεσκεπάζουμε και το καταργούμε. Πυροβολούμε τα πόδια μας. Δε μας ξεγελάς εμάς. Και περνάμε τον καιρό μας εξηγώντας και αλλοιώνοντας ό,τι δε μας κάθεται καλά, διότι πρέπει να το εντάξουμε, να το δούμε αντικειμενικά, κατάλαβες; Σύμφωνα, ας πούμε, με τον τάδε μαθηματικό νόμο και τον δείνα αστρονομικό κανόνα, αποδεικνύεται ότι τω καιρώ εκείνω έγινε η τάδε αναλαμπή της δείνα σουπερνόβας, εξ ου και ο αστήρ της Βηθλεέμ. Πολύ καλά κάνουμε και βρίσκουμε αν έπαιζε ή δεν έπαιζε και κάποια συπερνόβα τω καιρώ εκείνω – ποιος λέει όχι. Αλλά αυτό αποδεικνύει κάτι για τη γέννηση και την προσκύνηση; την κάνει πιο επιστημονική; μιλάει γι’ αυτό που μιλάει κι εκείνη;
Κάνει ο μουσικός ηχοποιία τα στιχάκια του, λέξεις ανύπαρκτες, ακατάληπτες, κι αντί να αφεθούμε στο άκουσμα, γεμίζει ο πλανήτης θεωρίες – ορίστε, γράφει σε γλώσσα των αρχαίων μυστηρίων, γύρευε πώς την ξέρει, γύρευε τι σημαίνουν. Φκιάνει η σοφή δικό της αλφάβητο και λεξούλες κι ελευθερώνει το πνεύμα της και φυλάττει αυτό που εκείνη ακούει απ’ τον κόσμο, κι αντί να θαυμάσουμε, πεταγόμαστε οι έξυπνοι: ορίστε, αν και γυναίκα, μιλούσε γλώσσα που δεν ήξερε. Γλώσσα άγνωστη! Θαύμα!
Πάμε και γράφουμε βιβλία και μελέτες και κατεβατά: μπορεί ο άνθρωπος να μιλήσει ξένες γλώσσες άμα δεν τις έχει διδαχθεί; Πλακώνουνε τα μέντιουμ: αμ πώς δε μπορεί! Είναι γλώσσες από άλλες ζωές και από άλλες υποστάσεις μας. Όοοοχι, απαντούν οι άλλοι. Δε γίνονται αυτά, μην είστε ανόητοι. Οι ξένες γλώσσες είναι ξένες γλώσσες. Πώς δηλαδή να γίνει ν’ αρχίσει ο άλλος να μιλάει μια γλώσσα που δεν ξέρει; Σαχλαμάρες. Δεν παίζουν αυτά.
Και να και οι προσευχητάδες. Λένε κάτι ακαταλαβίστικα, λεξούλες, συλλαβούλες, επινοήματα, ό,τι τους προκύπτει, και τα συμβιβάζουν, ορίστε κύριε, μιλάμε γλώσσα που δεν ξέρουμε μεν, σύμφωνοι, ούτε εμείς οι ίδιοι ξέρουμε τι λέμε, μη νομίσεις, αλλά ξέρει το άγιο πνεύμα, και, λέγε λέγε εμείς, στο τέλος τον βρίσκει τον δρόμο του μέσα μας το άγιο πνεύμα.
Εμμονή. Διχασμός, ότι ο κόσμος είναι ή έτσι ή αλλιώς. Μαύρο ή άσπρο. Κι εκεί που τα ’χουμε περάσει από το κρεβάτι του Προκρούστη και πια είναι όλα ταξινομημένα, ωραία και καλά, ένα πρωί διαβάζουμε: «καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι». Κι ερχόμαστε και τρώμε κόλλημα άγριο και καταρρέουμε: τώρα τι είν’ τούτο; και το κάνουμε θέμα, πανικός, και χωριζόμαστε – πιστοί από δω, άπιστοι από κει. Έγινε αυτό ή δεν έγινε; Ότι γεμίσαν αυτοί άγιο πνεύμα κι αρχίσαν και μιλάγαν άλλες γλώσσες; Τι λέει ρε; Τι είναι αυτό τώρα; αλήθεια ή ψέματα;
Έλα μου ντε. Εδώ σε θέλω. Αλήθεια ή ψέματα;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου