Σα γιαπωνέζικα δεν ακούγονται; Αμ δεν είναι, κι ας μοιάζουν. Είναι ελληνικότατα. Διάλεκτος. Έχουν οι γλώσσες τέτοιες διαλέκτους μυστήριες που δεν τις βρίσκεις στο λεξικό. Απόκρυφες. Τις εφευρίσκουμε οι μεγάλοι και τις λέμε στα παιδιά. Πιάνουμε λεξούλες, τις συντομεύουμε, τις ανακατεύουμε, τραβάμε κι έναν αναδιπλασιασμό και τσουπ! Παιδικά, σου λέει. Και ψηνόμαστε ότι αυτή είναι η γλώσσα τους. Των παιδιών. Ότι έτσι μιλάν αυτά, κι ότι σ’ αυτή τη δική τους γλώσσα, έτσι πρέπει να τους μιλάμε και ’μείς. Ε, εκεί λοιπόν, το φαΐ είναι μαμ.
Ε, ρε, τι είναι ο άνθρωπος. Πού να πάει η τρέλα, στα βουνά; Λες κι έχουν ανακαλυφθεί, ας πούμε, τίποτε παιδικές επιγραφές στη Μεσοποταμία και την Βαβυλώνα, επιγραφές που τις σκαλίσαν μωρά μιλάμε τώρα, και στις επιγραφές εκεί έχει μια ζωγραφιά κοκορέτσι και γράφει μαμ, άρα μαμ είναι το φαΐ στα παιδικά, έτσι κατέληξαν οι γλωσσολόγοι. Επιστημονικά πράματα. Ή μην είναι ειδικώς το κοκορέτσι; Έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες σε δάφορα πέιπερς. Διότι παρεμπιπτόντως το κοκορέτσι είναι αλβανικά και καθόλου παιδικά, το ’ξερες αυτό; Kukurec. Αλλά παρ’ όλ’ αυτά, μαμ είναι κι αυτό. Πώς γίνεται; Πού να σου εξηγώ τώρα.
Και χάνουμε και το θέμα μας. Διότι το θέμα μας είναι ότι το ’χουμε οι άνθρωποι, δεν το ’χουμε; Μη μου πεις! Βαφτίζουμε το φαΐ μαμ ότι και καλά έτσι το λένε τα παιδιά, δήθεν, και τους το λέμε λοιπόν: μαμ. Εκείνα το πιάνουν με τη μία ότι κάτι δεν πάει καλά με τους ελαφρούληδες που τους μιλάνε μωρουδίστικα και τα κοιτάν ξελιγωμένοι, σα χαζοί, όλο καμάρι – ηλίθια είναι τα μωρά; Όχι βέβαια. Κι ένα πρωί σου λέει σιγά μην πω εγώ τέτοιες αρλούμπες μεγάλε, οπότε αντί για μαμ το λέει φαγητό. Σαν άνθρωπος.
Ένα μυστήριο όμως, δες τώρα: μόλις μεγαλώσει και κάνει και κείνο το δικό του το παιδί, άντε πάλι μαμ θα του το πει το φαΐ. Ποιος ξέρει. Είναι εγκατεστημένο το μαμ. Παρακαταθήκη. Λες και κάποιος πάτησε το σέιβ κι έχει γραφτεί στον σκληρό ρε παιδί μου. Κι όποτε νομίζουμε ότι είναι η κατάλληλη ώρα και στιγμή, τσουπ, νάτο. Μαμ! Και δώστου χαμόγελα και καμάρι στο μωρό. Μαμ! Εδώ και σε γκόμενα το λες, που λέει ο λόγος. Εκεί, πάνω στα ζαχαρώματα, είσαι για τίποτε μαμ, τη γλυκοκοιτάς, κι εννοείς να σε πάω μανίτσα μου να χτυπήσουμε κάνα πιτόγυρο; Χαριτωμένο.
Είπαμε, δεν είναι γιαπωνέζικο δάνειο, κι ας μοιάζει. Ελληνικότατα είναι. Κάθε γλώσσα έχει τα δικά της. Στα γιαπωνέζικα είναι μογκουμόγκου[1]. Επισήμως – όχι παίξε γέλασε. Όλα τα παιδιά ξέρουν μογκουμόγκου, αφού οι μεγάλοι έτσι τους το λένε, μογκουμόγκου – άσε που υπάρχει περίπτωση να βρεις και πολύ σικάτο φαγητατζίδικο και να λέγεται Μογκουμόγκου. Σαν να ’ρθει εδώ ένας δικός μας ν’ ανοίξει γυράδικο στο Κουκάκι και να το λέει Μαμ! Γιατί; Γελάς; Μην υπάρχει ήδη δεν ξέρω. Ας έχει καλό ντιλίβερι και θα χεστεί στο τάλιρο. Λεξούλα είναι, ό,τι θες την κάνεις. Ψέματα;
Μογκουμόγκου το μαμ ιαπωνιστί. Και ούνκο[2] τα κακά. Μάλιστα. Όχι, δεν τα λένε έτσι οι γιατροί, αλλά είναι οι μόνοι που δεν τα λένε έτσι. Όλοι οι άλλοι, των παιδιών περιλαμβανομένων, έτσι τα λένε. Ούνκο. Όπως και στα ελληνικά. Κακά. Πάω για κακά μου. Άντε και καλό βόλι.
Και νεν’νε[3] μη μου πεις τώρα ότι δεν ξέρεις τι θα πει! Μωρέ ξέρεις και παραξέρεις. Η τρίτη λεξούλα. Νάνι θα πει. Νανάκια. Ύπνο ρε παδί μου. Να το ’χεις όλη μέρα να λυσσάει το παλιόπαιδο, να το ξεκατινιάσεις, να το εξοντώσεις, να μην έχει άλλες αντοχές, και να του πεις γλυκά: πάμε τώρα για νεν’νε; Ούτε που θα σου απαντήσει. Θα το ’χει πάρει ο ύπνος ον δε σποτ. Θα ’χει ξεραθεί.
Μογκουμόγκου, ούνκο και νεν’νε. Αρχαία ιαπωνική παροιμία. Αρχαιότατη. Μαμ κακά και νάνι, κατάλαβες;
Πώς λένε το γατάκι; Νιαν’νιαν[4] το λένε. Τι κάνει νιαν’νιαν στα κεραμίδια; Το βρήκες. Και πώς λένε το σκυλάκι; Βανβαν[5] παρακαλώ. Διότι γαυγίζει, δε γαυγίζει; Ε, στα γιαπωνέζικα το γαβ είναι βαν. Βανβαν. Ένα γαύγισμα δρόμος. Και μπουμπου[6]; Το αυτοκίνητο! Είναι θόρυβος το μπουμπου. Πώς λέμε βρουμ; Βρουουμ! Κάπως έτσι. Μπουμπου έν’ αυτοκίνητο που όλο όλο τρέχει, και πού θα σταματήσει; Αρχαία ιαπωνική παροιμία κι αυτή. Αρχαιότατη.
Ακατσάν κότομπα[7]. Μωρουδίστικα. Και ικούζικο[8]. Παιδοκουβέντες. Για νήπια. Πονπον[9] η κοιλίτσα, σα να λέμε πατπατ, που την χτυπάς απαλά με την παλάμη, εκεί πονάει, να εκεί, πονπον. Και καμικαμι[10]. Το μάσημα. Και κουκου[11] είναι τα παπα. Έλα τώρα που δεν ξέρεις τι είναι παπα – ελληνικά είναι αυτό. Τα καινούρια μου παπα; Τα παπούστια, καλέ. Έτσι τα λέει μια ψυχή. Παπούστια. Παπούτσια δηλαδή. Δηλαδή παπα. Δηλαδή κουκου, το πιάνεις;
Όχι, καθόλου να μη γελάς διότι δε θα τα πάμε καλά. Βάλε κουκου στον γκουγκλ και θα σου βγάλει και σικάτη υποδηματοποιία. Χειροποίητα! Αμέ, τι νόμισες. Κουκου τα παπούτσια. Και τσουρουτσουρου[12] τα νουντλ. Αυτά τα λαζανοειδή, τα πωσταλέν, άλλοτε φαρδιά κι άλλοτε ψιλά ψιλά. Θα μου πεις γιατί τσουρουτσούρου κι όχι μογκουμόγκου. Γιατί λαζάνια κι όχι μαμ.
Εδώ σε θέλω. Δεν υπάρχει γιατί, φίλε μου. Όπως λέει και το πανάρχαιο ιαπωνικό γνωμικό, 人の好みは様々であるという例え.
Σε ελεύθερη απόδοση: περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα.
--------------------------------------
[1] もぐもぐ。
[2] うんこ。
[3] ねんね。
[4] にゃにゃ。
[5] わんわん。
[6] ブウブウ。
[7] 赤ちゃん言葉。
[8] 育児語。
[9] ぽんぽん。
[10] かみかみ。
[11] くっく。
[12] ちゅるちゅる。
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου