Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αστήρ

Αστήρ. Αστέρας. Άστρο. Από κείνο το *ster- το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό. Που συνδέεται, λέει, με ρίζες που θα πουν σκορπίζω, διαχέω. Βέβαια. Πάνω άμα κοιτάς, σκόρπια τα βλέπεις – τι ήθελες να βλέπεις, σ’ ένα μέρος μαζεμένα όλα, να περιμένουν εσένα να τα δεις;

Ασφάλειαι Αστήρ, Κοινόχρηστα Αστήρ, Στεγνοκαθαριστήρια Αστήρ. Να ’σαι τώρα εξωγήινος γλωσσολόγος και να προσπαθείς να κατανοήσεις τι είναι αστήρ. Να κάνεις έρευνα πεδίου και όπου και να κοιτάξεις, Αστέρας Βουλιαγμένης, Αστέρας Τρίπολης, Ερυθρός Αστέρας, Ραδιοταξί Αστέρας, Σουπερμάρκετ Αστέρας, Αστέρας Εξαρχείων και Αστέρας Ραχούλας. Ερασιτεχνικό πρωτάθλημα – ταβερνιάρης, κτηνίατρος, βενζινάς, παπάς και δε συμμαζεύεται. Άτιμο πράμα η γλωσσολογία.

Φκιάνεις κι εσύ ένα λήμμα στο υπό συγγραφήν λεξικό σου «Γήινες Λέξεις της Καθομιλουμένης» και σημειώνεις: Αστέρας – κάτι που πάει παντού. Σαν αλατοπίπερο ένα πράμα. Σαν σάλτσα. Λέξη μυστήριο. Να μην ξεχάσω να το ψάξω.

Πού να το ξεχάσεις. Όλην ώρα μπροστά σου το βρίσκεις. Αστέρι μου φεγγάρι μου, της άνοιξης κλωνάρι μου – τι ’ν’ τούτη δω η νέα χρήση, αναρωτιέσαι με τα τσουρούτικα γήινά σου που μόλις έχεις αρχίσει να ψελλίζεις – αστέρι μου κλωνάρι μου, ότι είναι κάτι που φυτρώνει στα δέντρα; Μπα. Μην τρελαθούμε κι όλας. Κι έρχεται ο αστερίτης λίθος και τ’ αστέρι του Βοριά θα φέρει ξαστεριά, ωχ καημένε, αρχίζεις και τα μπερδεύεις, αστρολόγος βρίσκεις, ώπα λες, αυτό το ’χεις, το ξέρεις, ο -λόγος είναι αυτός που ανακατεύεται με αυτό που λέει η λέξη πριν το -λόγος, εντομολόγος για τα έντομα, ψαρολόγος για τα ψάρια, αστρολόγος για τ’ αστέρια. Το ’χεις, το ’χεις. Ρωτάς τούς υπό παρακολούθηση γήινους, τι μελετά ο αστρολόγος ρε παιδιά, τώρα το ’χεις σίγουρο, επιτέλους θα καταλάβεις τι θα πει αστέρι, λοιπόν; ξαναρωτάς, ανθρώπους μελετάει ο αστρολόγος σού απαντάνε. Άρα; Αστέρι είναι ο άνθρωπος; αναρωτιέσαι δικαίως εσύ.

Τολμάς το επόμενο βήμα – σταρ σύστεμ, άρα σύστημα ανθρώπων, σωστά; Μπα, καμία σχέση, σου απαντάνε. Σταρ σύστεμ είναι οι διάσημοι. Ποιοι διάσημοι; Αυτοί που τους παίρνει η τηλεόραση, σου λένε, και τα παίζεις εσύ. Έχεις αρχίσει και βεβαιώνεσαι ότι τα γήινα είναι γλώσσα της πλάκας κι έχουν ελάχιστες λέξεις κι η κάθε μια σημαίνει εκατόν εξακόσια πράματα, κι ανάλογα τι λες κάθε φορά, τα ίδια πράματα σημαίνουν άλλα των αλλώνε, άντε βγάλε άκρη – στων αστεριών την άκρη θα κοιμηθώ, τραγουδάει ο άλλος και είσαι στα πρόθυρα – άντε ρε από δω, με δουλεύετε, χωριάτες, έτσι σκέφτεσαι, και πας για ύπνο.

Κι ονειρεύεσαι αστερίες και θάλασσες, και την αστερόεσσα να κυματίζει – είναι κι αυτός ένας τρόπος σου, ό,τι δεν καταλαβαίνεις, έρχεσαι και το βλέπεις στον ύπνο σου, φωτιές, παιδιά, κύματα και ταξίδια – τι να κάνεις, μιαν αντίληψη την έχεις κι εσύ και θες τον τρόπο σου μπας και καταλάβεις τι παίζει – το Άστρο της Βηθλεέμ σ’ επισκέπτεται ξαφνικά και πετάγεσαι, κι είναι ο θεός τους, ένας απ’ τους θεούς τους, τέλος πάντων, βλέπεις δεν έχουνε μόνο έναν, έχουνε πολλούς, γιατί έχουνε και τον ασυνεννόητο, αλλά θα μου πεις αν ήτανε της συνεννοήσεως δε θάχανε καν θεό, τι να τον κάνουνε, θα ’χαν τη γνώση του, όχι τη χρεία του – απλά μαθήματα θρησκειολογίας – τα κάνατε στο πρώτο έτος της σχολής των Ταξιδιωτών.

Έ ρε με τι φιλοδοξίες πήγες σ’ αυτή τη Σχολή. Οι Ταξιδιώτες. Που διακτινίζεστε δω κι εκεί, στα πέρατα, κι αρχινάτε τις επαφές να δείτε τι καπνό φουμάρει ο καθένας και πώς θα πάει το πράμα – τέλος πάντων, άστο τώρα, παλιά ιστορία, έχουν περάσει κάτι έτη φωτός από τα χρόνια εκείνα τής Σχολής, αχ πού ’σαι νιότη που ’λεγες, τα πάντα διεστάλησαν και πια τα πράματα δεν έχουν το χρονικό νόημα που είχαν, πού να το ’ξερες εσύ αυτό τότε, ποτέ δεν γνωρίζεις τα πράματα παρά μόνο αφού συμβούν, αυτό είναι που έμαθες τόσον καιρό στη διακτίνιση, και μόνο τότε αρχίζεις να τα κατανοείς – να ’το, αστρονόμος διαβάζεις ξαφνικά και λες, ώπα, εδώ είμαστε, τώρα το ’χω, όπως αστυνόμος, παιδονόμος, άγραφος νόμος, νόμος του κράτους – μπα. Αδιέξοδο. Σε δικηγόρους βγήκαμε και δικαστήρια. Μπλέκεις πάλι και πρέπει να το πάρεις από την αρχή.

Και σου λέει αστρολάβος, και το ’χεις ξανά, πηδάς απ’ τη χαρά σου, τώρα είναι που το ’χεις, παθαίνεις ενθουσιασμό τρελό, να ’το, άστρο και λαμβάνειν, ένας δίσκος που λαμβάνει τ’ άστρα, ٱلأَسْطُرلاب, αλ αστουρλάμπ, βρίσκεις και τα γραπτά τού Χαμζά Ισφαχανί, τού Πέρση, και του Θέωνος τού Αλεξανδρέως – δις ώπα, και λένε τα γραπτά για αστέρια, για ουράνια σώματα, κι έρχεσαι συ και πια δεν κατανοείς μία. Τρελαίνεσαι. Ουράνια;

Μάλιστα κύριε. Τους ξένους ήλιους όπως τους βλέπουν νύχτα. Όταν ο ήλιος ο δικός τους είναι από την άλλη τη μεριά. Πριν να βάλουν ρεύμα. Όλα τα βλέπανε τότε, τον ουρανό γεμάτο να ταξιδεύει, όλο θεότητες και μύθους, εντάξει, μετά ηλεκτροφωτίστηκαν και σκοτείνιασε και το μυαλό τους, αλλά μην ανοίξουμε όλα τα θέματα τώρα – αστρολάβος λέμε, που λαμβάνει τ’ άστρα, που θα πει τους ήλιους αυτούς τους πολλούς και διάφορους που τη νύχτα τού πλανήτη φαίνονται σαν καρφάκια στον ουρανό, σαν μικρούλικα μικρούλια, πολύ φωτεινά, σαν αστέρια, ωπ! αστέρια! ταιριάζει! να και τ’ αστέρι της αυγής, κοιτάς, ξανακοιτάς, μπα, λάθος έγινε, λες, αυτό είναι πλανήτης, ίδιο με τον δικό τους τον πλανήτη, έρχεται και σε πιάνει άλλη μια φορά η αναστάτωση, πάλι δεν καταλαβαίνεις τι ’ναι άστρο, κι ύστερα έρχεται η φώτιση κι η ηρεμία: πού ξέραν αυτοί ότι αυτό ήταν πλανήτης και δεν ήταν ήλιος, σκέφτεσαι, αφού είπαμε, στο περίπου μιλάνε, λένε ό,τι να ’ναι, οπότε ησυχάζεις.

Δεν ήταν το μόνο που δεν ξέραν. Αστέρια. Οι ήλιοι τού συστήματος. Αρχίζει και φωτίζεται το μάτι σου. Τα φωτεινά, λοιπόν. Αστέρια κι αστεράκια. Άρα ο Αστήρ Πετραλώνων είναι αυτό που λάμπει στα Πετράλωνα. Τώρα αρχινάει να βγάζει νόημα. Να γιατί όλες οι εταιρείες τους λέγονται αστέρες. Και οι ποδοσφαιρικές τους ομάδες. Κι ο Μήτρος κι η Αστέρω, ο Μήτρος Μπιθωκούκουρας κι ο Θύμιος κι η Σταματίνα. Έ, ρε, τώρα που το κατάλαβες τι ’ναι αστέρι, κανείς δε σε πιάνει. Το σκόρπιο που λάμπει. Το εξαιρετικό. Κι η λαμπρή ομορφιά. Αστέρω και Ρωξάνη – Ροσάνακ, η Λαμπρινή.

Τ’ αστέρια και ο ουρανός τους ο γεμάτος – έχουν θέα όμως οι άτιμοι, δε μπορείς να πεις. Θέα – έτσι που κοιτάν ψηλά και τα βλέπουν σκόρπια και νομίζουν πως κάποιος τα διέσπειρε εκεί για πάρτη τους, για να τα βλέπουν και να χαίρονται, αλλά τρομάζουν κι όλας, τον άλλον που το ’βλεπε το άπειρο, τόσο τους τρόμαξε αυτός που τον κάψαν, βάλαν φωτιά στην πλατεία και τον κάναν παρανάλωμα, ότι το σύμπαν είναι άπειρο έλεγε, και δεν ΄χει κέντρο, μπαρμπούτσαλα κέντρο, κι αυτά τα σημαδάκια είναι ήλιοι, σαν τον δικό μας, και γύρω τους έχουν κι αυτά πλανήτες – αυτά έλεγε αυτός και δεν τον αντέξαν οι ανθρώποι τον τρόμο, τον κάψαν ζωντανό, μ’ ένα μαντήλι στο στόμα να μη φωνάζει, και τα μαθαίνεις εσύ αυτά και γίνεσαι πιο προσεκτικός, οι Ταξιδιώτες τα προσέχουν αυτά τα σημάδια, σαν τους εντομολόγους, είναι ζωτικής σημασίας, τώρα ξέρεις τι είδος είναι αυτοί οι άνθρωποι, άμα τους τρομάξεις σε καίνε, άμα τους ταρακουνήσεις, σε καίνε ζωντανό, πρέπει να το λάβεις υπ’ όψη στις μελέτες σου.

Τον κάψαν τότε ζωντανό τον άνθρωπο, ό,τι που καβατζάριζε τα πενήντα, τον κάψαν και σήμερα ψήνονται ότι δεν είναι αυτοί που τον κάψαν αλλά κάτι άλλοι που τότε ήταν κακοί και καίγαν κόσμο, το ’χουν αυτό οι γήινοι, το κακό που κάνουν το κάνουν άλλοι, τους καταδικάζουν αυτούς τους άλλους, κι οι ίδιοι μένουν καθαροί, δεν είναι αυτοί που το κάναν. Μεγάλο κόλπο. Κι είναι έτοιμοι, παρθένοι. Και το ίδιο το κακό το ξανακάνουν. Με άλλα ρούχα και με άνεση.

Κάψαν έναν δικό τους γιατί το σύμπαν ήταν αλλιώς απ’ ό,τι θα θέλανε να είναι. Κρατάς τη σημείωσή σου. Στην Κάμπο ντε Φιόρι, την Πλατεία των Ανθέων. Εκεί τον κάψαν. Δίνουν κι ωραία ονόματα στις Πλατείες. Των Ανθέων, Τραφάλγκαρ, Κονκόρντ, Αμερικής, Συντάγματος.

Δίνουν ωραία ονόματα οι γήινοι – γενικώς ειπείν. Την κρατάς κι αυτή τη σημείωση.

Τα ονόματα που δίνουν είναι όλα ευχές.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.