Μάγισσα μάγισσα, τι μαγειρεύεις; φωνάζουν τα κοριτσάκια.
Στέκεται η μάγισσα ακουμπισμένη στην αρχαία κολόνα με το μέτωπο πάνω στα σταυρωμένα της τα χέρια, να μην τις βλέπει τις φιλενάδες της. Και φωνάζει ένα φαΐ. Ας πούμε, μπάμιες. Τσουπ, ένα κοριτσάκι που του αρέσουν οι μπάμιες κάνει ένα βήμα μπρος.
Γυρνάει, τις κοιτάζει καλά καλά η μάγισσα, ν’ αποτυπώσει στο μυαλό τις νέες τους θέσεις, κι ύστερα γυρνά και ξανά ακουμπά στην κολόνα. Μάγισσα, μάγισσα, τι μαγειρεύεις; ρωτάνε πάλι αυτές. Παστίτσιο, ξέρω γω. Τσουπ, όποιο κοριτσάκι του αρέσει το παστίτσιο, ένα βήμα μπρος. Άντε γυρίζει αυτή και τις κοιτάζει.
Και κάποτε, όταν νιώσει ότι το ’χει, πατάει μια ξαφνική φωνή, παιδιάααα! και ρίχνεται ν’ αρπάξει όποιαν έχει έρθει πιο κοντά. Τσιρίζουν αυτές και τρέχουν αλαφιασμένες, κι άμα πιαστεί, όποια πιαστεί, αυτή γίνεται η νέα μάγισσα.
Κι έρχεται με τη σειρά της να γυρίσει ν’ ακουμπήσει στην κολώνα. Στο αρχαίο μάρμαρο. Κίονας αράβδωτος. Από πότε; Ποιος ξέρει. Δε μπορείς να ξέρεις σίγουρα. Σ’ αυτή τη χώρα ποτέ δεν ξέρεις από πότε είναι τα πράγματα. Μάγισσα, μάγισσα, τι μαγειρεύεις;
Κι αντηχούν οι φωνές στην πλατεία την πλακοστρωμένη με γύρω τις πολυκατοικίες και με τον κίονα στη μέση που δεν ξέρεις από πότε είναι, κι εκνευρίζονται γύρω οι νοικοκυραίοι, τι ώρα είναι ξέρεις; καλά, μάνες δεν έχουν αυτά; Παιδιάαααα φωνάζει η μάγισσα, χαλασμός κόσμου οι τσιρίδες, να προλάβουν αυτές να μην τις πιάσει.
Η εκκλησούλα που βρίσκεται στην πλατεία, αυτή ξέρεις πάνω κάτω από πότε είναι: Άγιος Ανδρέας, δεύτερο μισό τού 16ου αιώνα. Τα γράφει ο Ορλάνδος στα Μεσαιωνικά του Μνημεία. Ότι αυτό ήταν το καθολικό μονυδρίου, λέει. Βασιλική τρίκλιτη, ένα φαρδύ μεσαίο κλίτος και δυο πλαϊνά, και χωρίζονται από δυο σειρές μαρμάρινους κίονες – τρεις βόρεια και τρεις νότια, απομεινάρια προφανώς από άλλον ναό, αρχαίο, για άλλους θεούς, αιώνες πριν τη βασιλική.
Και το μονύδριο ήταν μετόχι της μεγάλης μονής τής Φιλοθέης, που είχε ιδρυθεί το 1571. Από τη Φιλοθέη. Την Αγία. Τη Ρηγούλα Μπενιζέλου —έτσι τη λέγαν— που, αυτό έκανε, σκόρπαγε δεξιά αριστερά τα λεφτά της και μάζευε κόσμο και τον στήριζε.
Τότε άμα ήσουν από σπίτι καλό και βαστιόσουν οικονομικά, γινόσουν προεστός. Έτσι ήταν τα πράματα. Κάποιον έπρεπε να ’χουν οι ξένοι να συνεννοούνται, και κάποιον ο κοσμάκης να συνεννοείται με τους ξένους. Χρειαζόταν αυτός ο ενδιάμεσος, ο προεστός. Ο κοτζάμπασης.
«Ημείς οι εξαγριούμενοι σήμερον μέχρις επιθέσεως κατά αστυνομικού οργάνου σκαιώς προς πολίτην προσενεχθέντος, αδυνατούμεν να φαντασθώμεν τι υφίστατο ο εις έκαστον αυτού βήμα κινδυνεύων να προσκρούση επί του τάφου αυτού δούλος Έλλην!» Έτσι έγραφε ο Καμπούρογλους. Ήταν αδύνατον τότε που τα ’γραφε, το 1889 δηλαδή, να φανταστεί κανείς τι μπορεί να περίμενε τον απροστάτευτο υπόδουλο στην Αθήνα τού 16ου αιώνα. Φαντάσου.
Χρειαζόταν ο κοτζάμπασης, λοιπόν, κι αν ήσουν από σπίτι, γινόσουν κοτζάμπασης. Και κυνηγούσες την τομή, την ισορροπία: πώς να εξυπηρετείς τους ξένους με το λιγότερο δυνατό κόστος για σένα και για τους δικούς. Και πώς να γλιτώνεις τους δικούς από τα χειρότερα χωρίς να σκαλώνεις με σένα και με τους ξένους. Ακροβατικά. Κι ό,τι βγάλεις ο ίδιος, σε καλή μεριά. Έβγαζες. Πώς δεν έβγαζες. Ανάλογα τους χειρισμούς σου.
Η Φιλοθέη ήταν όμως αλλιώς. Σκεφτόταν απλά: όποιον είχε ανάγκη. Αυτόν. Σκέτο. Ποιες τομές, ποιες ισορροπίες.
Ανάγκη δεν έχουν μόνο οι δικοί. Τι πάει να πει δικός. Ανάγκη έχουν αυτοί που την έχουν. Έπαιρνε και Τουρκάλες και τις έκρυβε. Και Ρωμαίες και τις γλίτωνε από τα χαρέμια. Και κάλυπτε και φυγάδευε κι αμαρτωλές, λέει, που ήταν έγκυες. Fahişeler λένε τα επίσημα χαρτιά τις αμαρτωλές. Πουτάνες, θα πει. Αυτές κι αν είχαν ανάγκη. Κι εκείνος θα τις φρόντιζε.
Τις έκρυβε και τις φυγάδευε, γυναίκες κι άντρες, και μάθαινε ο κοσμάκης ότι θα φροντίσει η αγία, κι ερχόνταν και χτυπούσαν την πόρτα. Έτσι είναι αυτά. Μαθαίνονται. Από στόμα σε στόμα. Χτυπούσαν την πόρτα κι η πόρτα άνοιγε. Καταφύγιο. Ησύχαζε η ψυχή. Μια φορά λέει που αγριευτήκαν κάτι Τούρκοι και διατάχτηκε έρευνα, τι βρήκαν μες το μοναστήρι; Τουρκάλες. Δεν πιστεύαν στα μάτια τους.
Μάγισσα μάγισσα, τι μαγειρεύεις; Ναι, αλλά δε γίνεται δουλειά έτσι. Τα πράματα θέλουν συνεννόηση κι η Φιλοθέη είχε τον ασενεννόητο. Έγκλημα να παίρνεις γυναίκες από χαρέμια να γίνονται μοναχές. Έγκλημα καθοσιώσεως.
Και δεν ήταν σοβαρή πολιτεία οι ξένοι. Δεν είχε δικαστήρια και δικαιώματα και συνηγόρους. Ήταν διαφθορά. Τραμπούκοι και μαφιόζοι. Συναλλαγή. Άμα χαλούσε η συναλλαγή και τούς έμπαινες στο μάτι, σε βγάζαν απ’ τη μέση.
Μάγισσα, μάγισσα. Πήγαν ένα βράδυ κάτι παλικάρια και την πιάσαν τη Φιλοθέη και τη δέσαν πάνω στην αρχαία κολόνα. Να την τελειώσουν; Και γιατί δεν το ’καναν με τη μία; Δε θα το μάθουμε. Μπορεί να θέλαν να της δώσουν ένα γερό μάθημα. Που δε θα το ξεχνούσε. Να συνετιστεί. Ένα μάθημα για πάντα. Να σταματήσει τα χατίρια στην κάθε κυνηγημένη και να ’ρθούν τα πράματα στη θέση τους. Κράτος – υπόκοσμος.
Ήταν ήδη αγία. Δεν περίμενε το μαρτύριο για ν’ αγιάσει. Ήταν αγία εν ζωή. Προ πολλού. Απ’ αυτούς που έχουμε δίπλα μας και δεν τους παίρνουμε είδηση – τι να πάρεις είδηση από τον άγιο. Τι να καταλάβεις. Είναι απλώς εκεί, κι εσύ το βρίσκεις αυτό κανονικό. Αυτονόητο. Κι όταν λείψει, μόνο τότε ανακαλύπτεις για πόσους άλλους ήταν εκεί κι εσύ νόμιζες ότι ήταν μόνο για σένα – ούτε που τους ήξερες τόσον κόσμο, ούτε που σου είχε περάσει απ’ το μυαλό.
Μάγισσα, μάγισσα. Έλειψε σε αναρίθμητους η αγία. Κι όταν έλειψε, τότε την πήραν είδηση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου