Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Δυσλεξία


– Γιατί θέλετε να κατεβείτε στην Τραφάλγκαρ Σκουέαρ;

Αυτό μας έλειπε τώρα. Ζητάς από έναν άνθρωπο να σου πει πού είναι η Τραφάλγκαρ Σκουέαρ γιατί ’σαι ξένος και δεν ξέρεις πού παν τα τέσσερα και θες εκεί να κατέβεις απ’ το λεωφορείο, κι εκείνος σε ρωτάει γιατί θες να κατέβεις. Κακό αυτό. Άσε μας κυρά μου.

– Γιατί θέλω να πάω στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών.

Δεν υπήρχε τέτοιο πράμα στην Αγγλία εκείνο τον καιρό. Ούτε σήμερα υπάρχει. Ούτε ποτέ. Αλλά ο δικός σου μετέφραζε τις ελληνικές πραγματικότητές του στα αγγλικά και νόμιζε ότι επικοινωνεί. Ότι συνεννοείται. Έτσι νομίζεις όταν είσαι εικοσάρης και δεν έχεις ακούσει άλλη γλώσσα στον τόπο της.

– Καλά, τι να κάνετε στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών;

Ήταν ξαφνιασμένη η γυναίκα. Γνησίως. Πρώτον είχε καταλάβει ότι ήμουν ξένος. Άριστα αγγλικά, αλλά φροντιστήριον Χαμπάκης. Δηλαδή καθόλου αγγλικά. Δεύτερον εκείνος ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών, τον οποίο με περισσή ευγένεια επανέλαβε η πεντηκοντούτις καταβεβλημένη κοκκινομάλλα, προφανώς για να μη με κάνει να αισθανθώ άσχημα, έβγαζε μάτι. Τέτοιο πράμα δεν υπήρχε. Εξίσου προφανώς όμως, είχε καταλάβει τι ψάχνω – κάποια κεντρική τηλεφωνική υπηρεσία, τότε υπήρχαν τέτοιες παντού, και στην Αγγλία. Προηγούμενος αιώνας. Η τηλεφωνία ήταν σταθερό πράμα. Ακούνητο. Συσκευές και καλώδια. Και καντράν. Και κινητό  τότε η λέξη δεν υπήρχε.

Και τρίτον και κυριότερο: τι μπορεί να θέλει ένα εικοσάχρονο ξενάκι από κάποια τηλεφωνική υπηρεσία τέτοια μέρα; Ήταν Παραμονή Χρστουγέννων, περασμένες οκτώ το βράδυ. Λονδίνο – το ’παμε αυτό; Χιόνι και πορτοκαλιά φώτα, και σκοτάδια, κι ο κόσμος να τρέχει σπίτι του να προλάβει. Εικοσιτέσσερεις Δεκεμβρίου.

Ωστόσο ο νέος είχε αρχίσει να νιώθει εξαιρετικά άβολα. Πολλά ρωτάει αυτή. Ίσως να θέλει να με παγιδεύσει. Ίσως να θέλει το κακό μου. Άλλωστε το έχει πει η μαμά: με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε παρασύρουν, σε εξαπατούν, κι ύστερα κάνουν αυτό που θέλουν αυτοί.

– Θέλω να τηλεφωνήσω στην Ελλάδα. Κολέκτ κολ.

Έτσι λεγόταν αυτός ο τύπος τηλεφωνήματος. Κολέκτ κολ. Έπαιρνες τηλέφωνο στην Καπερναούμ και χρεώνονταν την κλήση αυτοί στην Καπερναούμ. Έπρεπε όμως να μεσολαβήσουν τηλεφωνήτριες, να πάρουν αυτές εκεί που ήθελες να μιλήσεις, να ρωτήσουν αν ο παραλήπτης δέχεται να χρεωθεί, κι ύστερα να σε δώσουν εσένα να μιλήσεις.

Αλλά, εντάξει. Δεν ήταν και τίποτε τρομερές οι πληροφορίες μέχρι εδώ. Μπορούσα να τις πω. Πώς να τις εκμεταλλευτεί; Τι κακό μπορούσε να μου κάνει;

– Α, μάλιστα. Θα σας πάω εγώ. Εκεί κατεβαίνω.

Νάτα μας. Έτσι ξεκινούν όλα. Δήθεν εκεί κατεβαίνω, οπότε κατεβαίνει κι αυτή μαζί σου και σε παρασύρει δεν ξέρω πού. Το κρύο γινόταν ανελέητο. Και πού ήξερα εγώ ότι εκεί που θα κατεβαίναμε ήταν όντως η Τραφάλγκαρ Σκουέαρ;

– Από πού είστε;

Ορίστε. Τώρα μαζεύει πληροφορίες για να δει τι ακριβώς παίζει.

– Από την Ελλάδα.
– Απίστευτο!
– Μπα; Γιατί;
– Εγώ είμαι Ιταλίδα. Πολλά χρόνια βέβαια. Τα ’χω ξεχάσει τα ιταλικά μου – τόσα πολλά χρόνια. Από παιδί. Και δουλεύω εδώ. Δουλεύω στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών.

Με πολύ ενθουσιασμό το ’χε πει αυτό το τελευταίο. Ότι δηλαδή, κοίτα να δεις σύμπτωση! Ναι. Αλλά το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ. Γαϊτανάκι συμπτώσεων. Πώς δηλαδή δούλευε στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών; Όλο και πιο βαθιά χωνόμουν στο σκοτάδι της υποψίας.

– Και γιατί στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών – θέλω να πω γιατί δεν παίρνετε από έναν θάλαμο;

Είχε δοκιμάσει ο νέος να τηλεφωνήσει από θάλαμο. Από δυο και τρεις θαλάμους. Από άπειρους θαλάμους. Εδώ και κάμποσες ώρες, εκτός των άλλων μπαινόβγαινε απεγνωσμένα σε τηλεφωνικούς θαλάμους. Κόκκινους, εκείνους με τα γυάλινα παραθυράκια και την κατακόκκινη μπογιά, έμπαινε μέσα, έκλεινε την πόρτα και σήκωνε όλος λαχτάρα το ακουστικό. Τίποτα. Τα ίδια. Αντί ν’ ακούσει το σήμα της αναμονής, του-τουουτ, του-τουουτ, τις δύο επαναλαμβανόμενες ηχητικές παύλες σε λα, λα-λαααα, λα-λαααα – το ’ξερε ότι είναι λα η νότα, όταν δεν είχε διαπασών διαθέσιμο έτσι κούρδιζε την κιθάρα του, με το λα τού τηλεφώνου. Κι αντί ν’ ακούσει το σήμα της αναμονής, άκουγε έναν βαρύτερο ήχο, μπορεί και μι, τρέχα γύρευε, έναν βαρύτερο διαρκή ήχο που, του ήταν προφανές, σήμαινε ότι το τηλέφωνο δεν λειτουργούσε. Ένα μακρύ μι που διαρκούσε για πάντα, όσην ώρα κρατούσε το ακουστικό στο αυτί. Τουουουουου.

Κατέβαζε το ακουστικό απογοητευμένος. Μελαγχολικός. Απελπισμένος. Όλα τα τηλέφωνα σ’ αυτή τη χώρα χαλασμένα. Δεν του έκανε και μεγάλη κατάπληξη. Έτσι και στην πατρίδα. Ήταν συχνό να σηκώσεις τηλέφωνο από θάλαμο τού ΟΤΕ και να μη λειτουργεί. Αλλά τόσο πολύ βρε παιδί μου; Κανένα; Όλα πια χαλασμένα σ’ αυτόν εδώ τον τόπο; Ξανάβαζε το ακουστικό στη θέση του και πέφταν στην έξοδο επιστροφή το κέρμα που είχε βάλει στη σχισμή.

– Αχ, ναι. Εδώ στην Αγγλία αυτό το τουουουου σημαίνει αναμονή. Δεν είναι χαλασμένο. Περιμένει εσάς, να πάρετε τον αριθμό. Πού να το ξέρατε. Αυτό το διαρκές βουητό είναι το αντίστοιχο που έχετε εσείς, λα-λαααα, λα-λαααα. Σε κάποιες χώρες είναι έτσι: λα-λαααα, λα-λαααα. Δουλεύουν μια χαρά τα τηλέφωνα. Κατεβαίνουμε!

Το είπε με αποφασιστικότητα και σηκώθηκε και προχώρησε προς την έξοδο. Ο νέος την ακολούθησε εμβρόντητος. Έτσι δουλεύαν εδώ τα τηλέφωνα; Με μακρύ βουητό; Περπατούσε πίσω της. Δεν είχε και πολλές επιλογές. Τα πράγματα εξελίσσονταν ταχέως. Βέβαια, στο κάτω κάτω, δε μπορεί – λες να ’λεγε ψέματα για τα τηλέφωνα; Φαινόταν να ξέρει τι λέει. Μιλούσε με σιγουριά, ήταν προφανές. Νεράκι τα ’ξερε. Τόσα ψέματα πια; Τέτοια συνωμοσία;

– Ξέρετε πώς να ζητήσετε κολέκτ κολ;

Είχαμε πια κατέβει από το λεωφορείο – κόκκινο κι αυτό σαν τους τηλεφωνικούς θαλάμους. Το ψιλόστρωνε σιγά σιγά και οι νιφάδες αργοπέφταν πυκνούτσικες γύρω από τον Νέλσονα – δεν ήξερα ποιος είναι ο τύπος αλλά ποσώς μ’ ενδιέφερε, ένας στρατιωτικός πάνω σε έναν κορινθιακό κίονα – τι να μου κάνει εντύπωση. Και στην πατρίδα έτσι το ’χουμε – διάφορους στρατιωτικούς πάνω σε κίονες, κάτω από κίονες, δίπλα σε κίονες, γιου νέιμ ιτ.

– Όχι, δεν ξέρω.

Δεν υπήρχε πια λόγος να προσπαθώ. Ό,τι ήταν να παιχτεί είχε παιχτεί. Είχαμε σταθεί σε μια πλατεία μ’ ένα άγαλμα, χιόνιζε, μια κοκκινομάλλα κουρασμένη Ιταλίδα καμιά πενηνταριά χρονώ, μπορεί και λίγο μικρότερη, αναζητούσε με το μάτι έναν κόκκινο θάλαμο από κείνους που είναι όλοι ίδιοι και νομίζεις ότι σ’ αυτόν ήταν που μπήκες προηγουμένως, αλλά δεν ήταν σ’ αυτόν, ήταν στον άλλον, και είχες βάλει σημάδι εκείνα τα τούβλα, αλλά δεν ήταν αυτά τα τούβλα, ήταν άλλα τούβλα, όμως ίδια τούβλα, κι ο νέος είχε πια απελπιστεί και οι άμυνές του είχαν πιτσικάρει, και στο τέλος της γραφής τι μπορούσε να του κάνει μια καταβεβλημένη κοκκινομάλλα – Αγγλίδα, πλέον, γιατί ήταν τόσα πολλά χρόνια στην Αγγλία, δούλευε εδώ, και τα ιταλικά της τα είχε ξεχάσει – κάτι σαν τον θείο Κλεομένη που είχε έρθει χρόνια τώρα στην Αγγλία και πια ήταν Άγγλος υπήκοος και είχε παντρευτεί τη θεία Πέγκι, κι έτσι εγώ είχα μια θεία Αγγλίδα, απ’ το πουθενά, και ξαδερφάκια Αγγλάκια.

– Πού θέλετε να τηλεφωνήσετε;
– Στη μαμά μου.

Το ξεστόμισε χωρίς να ντραπεί. Κοτζάμ άντρας. Να τηλεφωνήσει στη μάνα του για να πάρει εκείνη τον αδελφό της, τον θείο Κλεομένη, γιατί εδώ και ώρα προσπαθούσε ο νέος να βρει ένα μέσο να πάει τουλάχιστον μέχρι τον θείο Κλεομένη, αλλά τού έλεγαν περίεργα πράματα, τρένα που τα ’παιρνες εδώ κι άλλαζες εκεί, κι αυτός ο καημένος δεν ήξερε τι θα πει παίρνω τρένο εδώ κι αλλάζω εκεί, πού να ξέρει, τότε η Αθήνα είχε μια γραμμή τον ηλεκτρικό και δυο τρόλεϊ, Κολιάτσου - Παγκράτι και Πατήσια - Αμπελόκηποι. Τι πήγαινε να πει πάρε το τιούμπ, άλλαξε στο Κλάπαμ Τζάνκσον, πάρε την Πορτοκαλί και κατέβα στο τάδε μέρος; Και νόμιζε ότι τα ’χει τα κωλοαγγλικά, και καταλάβαινε κάθε μα κάθε λέξη που του λέγαν, όλα τα πάντα τα καταλάβαινε, αλλά δεν καταλάβαινε γρυ τι σημαίναν όλ’ αυτά μαζί. Νόου κλου.

– Άρα δε χρειαζόμαστε κολέκτ κολ –  μπορούμε να πάρουμε τον ίδιο τον θείο Κλεομένη, έτσι δεν είναι;

Δίκιο είχε. Το ανέλαβε η ίδια. Με παρέσυρε σε ένα στεγασμένο μέρος γεμάτο τηλεφωνικές συσκευές για το κοινό, σήκωσε ένα ακουστικό και πήρε τον αριθμό που της έδωσα. Σόρι, είπε, και κατέβασε το ακουστικό. Γύρισε και με κοίταξε.

– Ρονγκ νάμπερ.

Έμεινα ακίνητος. Τι ρονγκ νάμπερ; Είχα λάθος το τηλέφωνο τού θείου Κλεομένη; Οι σκέψεις όρμησαν. Ψέματα μου λέει. Το κάνει για να με παρασύρει. Έχει βάλει μπρος το σχέδιο.

– Εντάξει, τηλεφωνήστε σ αυτό.

Με τρεμάμενα χέρια τής έτεινα το σημειωματάριο. Με το τηλέφωνο της Έλσας. Δικιά μας. Ελληνίδα. Αθηναία. Σπούδαζε στο Λονδίνο και, εντάξει, είχαμε γνωριστεί στην Αθήνα, και, εντάξει, τέλος πάντων, και είχα το τηλέφωνό της, εντάξει, άμα έρθεις Λονδίνο, πάρε, έτσι μου ’χε πει. Σήκωσε ξανά το ακουστικό η Ιταλίδα κοκκινομάλα που πια ήταν Αγγλίδα και πήρε το νούμερο.

– Ρονγκ νάμπερ.

Κατέβασε το ακουστικό και με κοίταζε. Ποιος κοροϊδεύει ποιον. Εδώ σε θέλω κάβουρα. Ρονγκ νάμπερ το ένα, ρονγκ νάμπερ το άλλο, πλάκα μάς κάνεις; Κάποιος συνωμοτεί. Ποιος, εγώ; Αμ ποιος, εγώ; Ποιος έκανε πλάκα;

– Έχετε πού μένουν αυτοί οι φίλοι σας;

Είχα. Πώς δεν είχα. Εκεί που μου λέγαν πώς να πάω και δεν καταλάβαινα μία τι μου λέγαν, και απ’ όλα είχα. Με μια κίνηση που μου φάνηκε αστραπή, κρατώντας αυτή το σημειωματάριο, με το άλλο χέρι καλεί έναν τριψήφιο, το ακουστικό σφηνωμένο στον ώμο, χέι Σάλι, χάου άργιου; έχει κίνηση; καθόλου; λίσεν, έχω δύο ρονγκ νάμπερς, για πες, ναι, τάδε διεύθυνση αυτός, α μάλιστα, δείνα διεύθυνση η άλλη, ναι σωστά, ναι, αυτήν την κυρία λέμε; γύρισε και κοίταξε εμένα – να της τηλεφωνήσουμε της κυρίας Έλσας; με ρώτησε, ναι, είπα εγώ, εντάξει είπε εκείνη, ζήτησε από τη Σάλι να τη συνδέσει – ήταν η κολλητή της στην τηλεφωνία που είχε βάρδια εκείνη την ώρα – περίμενε μερικά δευτερόλεπτα στο ακουστικό κι ύστερα έπιασε κουβέντα με την Έλσα. Κι ύστερα ενθουσιάστηκε.

– Καλέ, σοβαρά μιλάτε; Όου ντίαρ! Απίστευτο! Εντάξει. Μείνετε ήσυχη.

Και κατέβασε το ακουστικό.

Όρμησε ο πανικός και με κατέλαβε. Το σημειωματάριό μου το κρατούσε στα χέρια της. Το οποίο σημειωματάριό μου είχε τους τηλεφωνικούς αριθμούς. Οι οποίοι αριθμοί ήταν λάθος. Δεν ήξερα τους σωστούς. Και είχε μόλις μιλήσει με την Έλσα, που απ’ ό,τι φαινόταν ήταν η μόνη μέχρι στιγμής ελπίδα να γλιτώσω από τα νύχια της. Και δε μου την είχε δώσει να μιλήσω εγώ. Είχε κατεβάσει το ακουστικό.

– Μένουμε δίπλα! Θα σας πάω εγώ!

Τα ξεστόμισε θριαμβευτικά. Όλο χαρά. Ενώ εγώ βούλιαζα στο σκοτάδι της πιο μαύρης υποψίας. Είχε πράγματι μιλήσει με την Έλσα; Αν παρίστανε πως και καλά μιλάει με κάποια Έλσα; Γι’ αυτό δε μου την είχε δώσει να μιλήσω ο ίδιος. Για να μην καταλάβω το κόλπο. Και τάχα μου τώρα θα με πάει λέει στο σπίτι τής Έλσας. Ποιας Έλσας;

Έτσι γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ακριβώς όπως τα λέει η μαμά. Ένας ξένος σε παρασύρει με γλυκιές υποσχέσεις και σου κάνει ό,τι θέλει εκείνος κι εσύ είσαι ένα παρασυρμένο παιδί στο έλεος του ξένου και σε ψάχνει η αστυνομία αλλά δεν μπορούν να υποπτευθούν πού μπορεί να βρίσκεσαι και γυρεύουν τα ίχνη σου σ’ ολόκληρο το Λονδίνο, το απολεσθέν παιδί.

– Μπαίνουμε.

Την είχα ακολουθήσει, βυθισμένος στις σκέψεις μου, κι ενώ αυτή πανηγύριζε που ήταν όλα τόσο απλά και θα πηγαίναμε στην Έλσα, ποια Έλσα; όλο χαρά έβαλε το πόδι της ν’ ανέβει στο διπλό κόκκινο λεωφορείο, πώς μπαίναν έτσι σ’ αυτά τα λεωφορεία, πόρτα δεν είχε, ήθελες έμπαινες, ήθελες έβγαινες, ήθελες πηδούσες, ό,τι ήθελες έκανες, και παραλίγο να τσακιστώ, απέφυγα την τελευταία στιγμή ένα κομμάτι χιονιού στον δρόμο που είχε πατηθεί καλά καλά και γλίστραγε σαν διάολος, λίγο έλειψε, κι ανεβήκαμε στο δεύτερο πάτωμα στο λεωφορείο, έβρισκες να καθίσεις, όλα καλά, κι εγώ μες τη μαυρίλα. Μήπως ν’ αρχίσω να φωνάζω βοήθεια; Ντρεπόμουν όμως.

Είχε αρχίσει και γινόταν λιγότερο διαχυτική η κοκκινομάλλα Ιταλίδα που πια ήταν Αγγλίδα γιατί το ’βλεπε που εγώ είχα περιπέσει σε μαύρη απελπισία – σου λέει θα ’χει τους λόγους του το παιδί, άστον να μην τον τσιγκλάω αποπάνω, αλλά γλώσσα μέσα δεν έβαλε, όλη την ιστορία μού είπε, πώς πήγε στην Αγγλία και πώς δούλεψε εκεί, και πόσο κολλητές είναι με τη Σάλι και δουλεύουν μαζί χρόνια και είναι καλή δουλειά ο αγγλικός ΟΤΕ, κι εκεί που πάμε, εκεί που μένει η Έλσα, δεν είναι κοντά, Χάκνι λέγεται το μέρος, αλλά ευτυχώς είναι κυριολεκτικά δίπλα εκεί που μένει και όλα καλά.

Κι αλλάξαμε τρία λεωφορεία, για να χάσω εγώ τα ίχνη, προφανώς, να μην ξέρω πού πάμε, να μη μπορέσω να πω στην αστυνομία πού με πήγαν, παίρναμε το ’να, κατεβαίναμε, από το ίδιο σημείο παίρναμε το άλλο, κι έτσι πήγαινε το βράδυ μας, έτριζε το λεωφορείο, ένα τρίξιμο παμπάλαιο, κι εγώ σερνόμουν όλο και βαθύτερα στο πιο βαθύ Λονδίνο της ζωής μου, αναποφάσιστος, παραιτημένος, και κάποτε φτάσαμε σ’ ένα σπίτι, ένα δίπατο με αυλόπορτα, σαν όλα τα δίπατα με αυλόπορτα, ίδια τούβλα, ίδια αυλόπορτα, και πάτησε το κουδούνι κι άνοιξε ένας αράπης.

Καμιά πενηνταριά κι αυτός, ίσως και παραπάνω, χαμογελαστός, τι το ’θελε, αφού του λείπαν κάτι κρίσιμα δόντια και στραφτάλιζαν τα υπόλοιπα σαν το άλογο, και μου τον σύστησε αυτή, γέλια και χαρές αυτός, εγώ τώρα τι να υποθέσω; μέλη και οι δύο της σπείρας, τι να έκανα τώρα; και βγάλαν πουτίγκα και τσάι και γάλα και μου προσφέραν χαρωποί, κι εγώ της είπα να πάρει τηλέφωνο την Έλσα και δεν πεινάω, ευχαριστώ, τα ξέρω εγώ κάτι τέτοια, βάζουν ναρκωτικό στο φαΐ σου και αποκοιμιέσαι και μετά αυτοί κάνουν ό,τι θέλουν, ή, ακόμα χειρότερα, σε συνηθίζουν στο ναρκωτικό τους και μετά δε μπορείς, γίνεσαι εξαρτημένος, πρέπει όλην ώρα να παίρνεις ναρκωτικό, και πήρε τηλέφωνο την Έλσα, έρχεται να σας πάρει, είπε σ’ εμένα, αλλά πάλι δε μου την έδωσε να της μιλήσω, κι εγώ ευχαριστώ αλλά δεν πεινούσα καθόλου, παραμονή Χριστουγέννων, ο αράπης να μου χαμογελάει κι η Ιταλίδα που πια ήταν Αγγλίδα, καταβεβλημένοι κι οι δύο, κουρασμένοι άνθρωποι, και το ’ξερα εγώ τι μπορεί να σημαίνουν αυτά τα χαμόγελα, όχι ευχαριστώ, σας είπα, δεν πεινάω, κι ύστερα χτύπησε το κουδούνι.

Κι ήταν ο Μήτσος στην πόρτα. Ένας κολλητός από τη Φωκίωνος – εκείνο τον καιρό, κάτι μέρες, είχε έρθει κι αυτός Λονδίνο για Χριστούγεννα κι έμενε στην Έλσα κι αυτός, και τον είχε στείλει η Έλσα να με μαζέψει, το απολωλός.

Και χασκογελούσε η Ιταλίδα που ήταν Αγγλίδα και μαζί και ο μπόιφρεντ – μετά μού εξηγήσαν οι δικοί μου ότι εδώ στην Αγγλία δε χάλασε κι ο κόσμος να τα φτιάξεις με μαύρο, πολλοί τα ’χουν με μαύρους και με μαύρες, άλλο μυστήριο και τούτο, μα να τα φτιάχνεις με μαύρο; Και με πήρε ο Μήτσος και πήγαμε στην Έλσα – πράγματι ήταν δυο τετράγωνα παρακάτω, και, ναι, άκου να μένει δίπλα η Ιταλίδα που τώρα ήταν Αγγλίδα, και με το που είδα τον Μήτσο στην πόρτα ξαφνικά μ’ έπιασε μια πείνα και τσάκισα και την πουτίγκα που μού είχε βάλει η κουρασμένη γυναίκα, με περίμενε το πιάτο, απείραχτο, σαν ασβέστης ένα πράμα η πουτίγκα, κι ύστερα, αργότερα, βρήκα και τους σωστούς τηλεφωνικούς αριθμούς, κοίτα να δεις ρε παιδί μου, είχαν κι οι δυο μέσα ένα 57 κι εγώ και στους δύο το είχα γράψει ανάποδα, 75 είχα γράψει, γι’ αυτό βγαίναν λάθος τα νούμερα, και στο τέλος, πολύ πολύ αργότερα, δεκαετίες μετά, έμαθα κι αυτό με τους αριθμούς πώς λέγεται:

Δυσλεξία. Δεν φεύγει αυτό. Ακόμη το έχω.


---------------------------

Αφιερωμένο σ’ έναν φίλο πολύ αποφασιστικό.










Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.