Καύση είναι κάθε χημική αντίδραση ανάμεσα σ’ ένα καύσιμο κι ένα οξειδωτικό. Αντίδραση που βγάνει θερμότητα και φως. Εντάξει – φως δεν έχει πάντα, μόνο άμα αρχίζουν τα καιόμενα να πετούν. Το λέει και το τραγούδι: κράτα με καλά απόψε μην αναληφθώ.
Αλλά ζέστα έχεις πάντα. Κι αέρια. Μάλιστα. Μια συνεύρεση όπου κάτι καίγεται και κάτι άλλο το καίει αυτό το κάτι που καίγεται —εδώ είναι που μπαίνουν το καύσιμο και το οξειδωτικό— ξες βρε τι κάνει το οξειδωτικό; Όχι. Πού να ξες. Εκείνη τη μέρα είχατε κατάληψη. Οξειδωτικό λοιπόν είναι μια ουσία που μπορεί να κλέψει ηλεκτρόνια από μιαν άλλη ουσία. Τα βάζεις αυτά μαζί, αυτό που τα δίνει τα ηλεκτρόνια κι αυτό που τα κλέβει, τραβάς κι ένα σπινθήρα —αν δεν την ξεκινάν τη δουλειά από μόνα τους— κι αυτά κάνουν ένα πράμα μεταξύ τους, μια παραφροσύνη, μια φούντωση, μια τρέλα, κι αυτό που δίνει λέμε ότι οξειδώνεται, και το άλλο που παίρνει, ότι ανάγεται. Ορίστε. Οξειδοαναγωγή. Απλό ήταν. Πόνεσε; Δεν πόνεσε.
Και βγαίνει θερμότητα και φως, που λέγαμε – αυτό είναι το ζουμί. Κι αέρια. Κι άμα την κάνεις πολύ βιαστικά και ζόρικα την καύση, γίνεται έκρηξη, και σπεύδει η Αγία Βαρβάρα των φουρνέλων και παντός του χαμού να τα προλάβει, όλα να γίνουν σωστά και να μην κινδυνέψει άνθρωπος, αλλά εννοείται ότι δεν είσαι τόσο ηλίθιος και τα ’χεις φροντίσει εσύ προηγουμένως, δεν περιμένεις την Αγιά Βαρβάρα, την έκρηξη φροντίζει εκείνη, όχι την ηλιθιότητα, τα ’χεις σκεπάσει λοιπόν, τα ’χεις κλείσει μέσα σε μέταλλα, γερά γερά, να γίνεται η έκρηξη, το μπαμ, αλλά να μη γίνεται ο κακός χαμός.
Κινητήρας, δηλαδή. Αυτό θα πει. Ένα πράμα που πλακώνει τις εκρήξεις τη μια πίσω από την άλλη – καλά, μιλάμε χιλιάδες εκρήξεις το λεπτό, κι εσύ έχεις βάλει να σπρώχνουν αυτές οι εκρήξεις τα πιστόνια κι αυτό να γίνεται κίνηση, και να την παίρνουν την κίνηση οι ρόδες και να τρέχει το αυτοκίνητο. Άτιμε. Όλα τα σκέφτεσαι.
Αλλά έχουμε κι αέρια λέμε. Και θόρυβο. Οπότε πλακώνεις που λες εσύ να την εξομαλύνεις την κατάσταση, και φκιάνεις σωλήνες και τα συμμαζεύεις αυτά τα αέρια να μη σκορπίζονται και τ’ αναπνέουμε – σωλήνες πολύπλοκους όπου βάνεις και καταλύτες γιατί τα αέρια αυτά είναι και φαρμάκι – κάνουνε ζημιά. Άμα ήταν η παλιομηχανή μόνη της πάνω στο βουνό, δεν πα να ’βγαζε ό,τι αέρια ήθελε. Αν όμως έχεις δρόμους και μποτιλιάρονται χιλιάδες τέτοιες μηχανές και γίνεται το σώσε, θα πνιγόμασταν, με σκάφανδρα θα ζούσαμε, δε θα τα βγάζαμε ούτε στο σεξ. Οπότε τα περνάς εσύ από τους καταλύτες σου τα αέρια αυτά, και παρακάτω στην ίδια σωλήνα έχεις κι ένα άλλο ένα πραματούλι που ηρεμεί και τον θόρυβο – οπότε στο τέλος βγαίνει απ’ την άκρη του σωλήνα ένα πράμα ωραίο και μυρωδάτο και μουρμουριστό, να μη μας πιάνει ταραχή και πανικός και ασφυξία. Φαντάσου κάθε αυτοκίνητο που περνούσε να τα μυρίζαμε όλα, και ν’ ακούγαμε και τις χιλιάδες εκρήξεις που γίνονται στην μηχανή του.
Αλλά θα μου πεις, το φαντάζεσαι – πώς δεν το φαντάζεσαι. Έχεις τα βλαστάρια σου. Που πάνε και το κόβουνε αυτό το τελευταίο το ρημάδι τής εξάτμισης για να βροντάει ο θόρυβος και ν’ ακούγονται οι εκρήξεις σαν τρυπάνια, σαν κομπρεσέρ, να περνάν και να σειέται ο τόπος – αλλά τι να κάνουμε. Έτσι είναι ο άνθρωπος. Και την εξάτμιση εφευρίσκει, και μετά την κόβει για να κάνει εντύπωση – την κόβω μικρή κύριε για να φαίνεται μεγάλη – έτσι σκέφτεται ο κάθε κάγκουρας. Παρεμπιπτόντως, να γιατί αυτό δεν το κάνουν ποτέ κορίτσια: γιατί το μυαλό το γυναικείο δεν έχει λόγους να σκέφτεται με μεγέθη.
Ωστόσο κάπως έτσι, όπως με τόσα άλλα ζητήματα, η εξάτμιση από κάτι τις το μηχανολογικόν και τεχνικόν, γίνεται ζήτημα κοινωνικόν και φιλοσοφικόν, πολιτισμικόν και αξιοκρατικόν – για να μην πούμε και ζήτημα ισότητας.
Αλλά δε βαρύνεσαι. Μήπως το ίδιο δεν γίνεται με όλα τα ζητήματα;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου