Συνίστημι δὲ ὑμῖν Φοίβην τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν, οὖσαν διάκονον τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς, ἵνα αὐτὴν προσδέξησθε ἐν Κυρίῳ ἀξίως τῶν ἁγίων καὶ παραστῆτε αὐτῇ ἐν ᾧ ἂν ὑμῶν χρῄζῃ πράγματι· καὶ γὰρ αὐτὴ προστάτις πολλῶν ἐγενήθη καὶ αὐτοῦ ἐμοῦ.
Έτσι έγραφε ο Παύλος στους Ρωμαίους. Σας συστήνω την αδελφή μας τη Φοίβη, διακόνισσα της εκκλησίας στις Κεγχρεές, να την δεχτείτε εν Κυρίω, όπως αξίζει σε πιστούς, και να της παρασταθείτε, ό,τι χρειαστεί, γιατί η ίδια είναι προστάτις πολλών – κι εμένα του ίδιου.
Κεγχρεές. Το ένα αρχαίο λιμάνι του Ισθμού, το άλλο είναι το Λέχαιον, εξαρτάται πούθε κατέπλεες, οι Κεγχρεές είναι στον Σαρωνικό κι ήταν η πόλη του Κεγχρία – ο Κεγχρίας και ο Λέχης ήταν τα δίδυμα της Πειρήνης και του Ποσειδώνα, του θεού της θάλασσας, κι οι Κορίνθιοι είπαν τα δίδυμα λιμάνια τους από τα δυο παιδιά, τον Λέχητα και τον Κεγχρία, τα είπαν Λέχαιον και Κεγχρεές.
Χάνεσαι σ’ αυτή τη χώρα άμα σκαλίζεις σταματημό δεν έχει τι βρίσκεις – ο Λέχης κι ο Κεγχρίας – που τον σκότωσε κατά λάθος η Άρτεμη τον Κεγχρία και πλάνταξε η μάνα στο κλάμα κι ανέβλυσε νερό, της Πειρήνης το αγίασμα στην Κόρινθο, κι έγινε ναός του Απόλλωνα εκεί, και ναός της Αφροδίτης και της Ίσιδας στις Κεγχρεές, και γίναν και παλαιοχριστιανικοί ναοί, αγίασμα είναι αυτό, όλους τους πιάνει, κι έχει θαλαμωτούς τάφους απ’ τα ρωμαϊκά και τα παλαιοχριστιανικά τα χρόνια στο λιμάνι, και φτιάξαν οι Ρωμαίοι και δυο τεχνητούς βραχίονες, πρακτικοί άνθρωποι, πάνω στα δύο φυσικά ακρωτήρια του λιμανιού, και κτήρια φτιάξαν, της κακομοίρας, αποθήκες, καταστήματα, και πύργο είχε σα φάρο – μπορεί να ’ταν και πύργος σκέτος, οχυρός, ποιος ξέρει, ένα μπούρτζι ήταν – τέλος πάντων εκεί ήταν και τα διίσθμια τείχη, το ελληνιστικό ήδη από τον τρίτο αιώνα π.Χ. και πολύ αργότερα το Εξαμίλιο τού Θεοδοσίου Β΄, μπρος πίσω πάμε στα χρόνια, ζαλίζεσαι, κι εκεί γύρω στο 55 ώς 58 μ.Χ. τα ’γραφε αυτά ο Παύλος προς Ρωμαίους, την Φοίβη και τα μάτια σας, έναν καιρό που στην Κόρινθο και στις Κεγχρεές δεν ήταν καθόλου φρόνιμο να ’σαι γυναίκα – αν ήσουν ελεύθερη θα ’σουν του οικοκυρικού, να κοιτάς δηλαδή το σπίτι και να μεγαλώνεις παιδιά· αν ήσουν απελεύθερη θα φρόντιζες κάνα μαγαζάκι, καμιά μικροεπιχείρηση, μπορεί και κάνα καπηλειό – ευαγές μέρος· κι αν ήσουν δούλα, άστα να πάνε. Ναι, αυτό που κατάλαβες. Βέβαια μπορεί και να ’σουν ιέρεια – είχε τέτοιες πολλές που φρόντιζαν το ιερό της Αφροδίτης και της Δήμητρας, και δως του γιορτές και τελετές. Ναι, πάλι αυτό που κατάλαβες.
Αν ήσουν χριστιανή, θα ’σουν ελεύθερη και μάλιστα από σπίτι, πολλές αναφέρει ο Παύλος, κι είχαν ενεργό ρόλο, δεν ήταν τίποτε ψώνια, τίποτε χαζές, η Φοίβη και η Πρίσκιλα, τις ονομάζει, αφού η Φοίβη, σου λέει, προστάτις πολλῶν ἐγενήθη καὶ αὐτοῦ ἐμοῦ. Κι εμένα τον ίδιο με φύλαξε. Τι ήταν αυτή και τον φύλαξε, κοτζάμ Παύλο, καμιά καημένη με δίχως στον ήλιο μοίρα; Μπα.
Φοίβη. Η ἀδελφὴ ἡμῶν, η διάκονος τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς, εδώ κορνιζαρισμένη, παραστάτις, δίπλα κάτω από το εσωρράχιο με τους τέσσερις παλαιούς αγίους – αναρτημένη στον δυτικό τοίχο τού νάρθηκα, με τα ανεικονικά ζωγραφίσματα, απομεινάρι του μεγάλου εικονομαχικού καυγά, φως πλάι στο φως από τα φώτα τα κίτρινα στην πλατεία έξω από την Αγιά Σοφιά κατά το σούρουπο, φως που εισέρχεται στον βυζαντινό ναό και με τις σκιάσεις από τα τετράγωνα του παραθύρου πασχίζει λες να καταμετρήσει το πάχος του φέροντος οργανισμού, να φωτίσει τα σκοτεινά τα χρόνια, μετά τον Ιουστινιανό, τότε που στη Θεσσαλονίκη έκανε μακρό χειμώνα, αιώνων – άραγε πώς χτίζονταν τότε οι ναοί; Έτσι, λένε οι γραμματιζούμενοι, σαν την Αγιά Σοφιά. Έτσι χτίζονταν.
Τρεις του Σεπτέμβρη, Μαρτύρων Αρχοντίωνος, Βασιλίσσης, Ζήνωνος, Φοίβης διακόνου και Χαρίτωνος.
Σ’ αυτή τη χώρα μην τα σκαλίζεις. Χάνεσαι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου