Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πιτσούνια



Τα θηριόποδα ήταν σαρκοφάγοι δεινόσαυροι της Κρητιδικής Περιόδου. Τρέφονταν με νεκρά ζώα. Δίποδα, φοβερά και τρομερά, ανοίγαν τις σαγονάρες τους και μπορούσαν να κάνουν μια χαψιά ολόκληρο άνθρωπο. Δόντια πριονωτά, και δέκα μέτρα μήκος το ζώον, ίσαμε πέντε τόνους πράμα. Όχι να σε φάει – ούτε να σε πατήσει μιλάμε.

Και μετά ένα πρωί άρχισε να μικραίνει, να μικραίνει, λες και το καταράστηκε μάγισσα. Κι όλο και μίκραινε, σαν να προπαθούσε να κρυφτεί, ξερωγώ, να χαϊδευτεί και να ταϊστεί. Δυο τέτοια αμόλησε ο Νώε, ζευγάρι ήταν αυτά, και γυρίσαν και του ’παν πως όπου να ’ναι πιάνει στεριά και δόξα τω Θεώ. Μάλιστα.

Κι ήρθε κι εγκαταστάθηκε στις πόλεις κι έγινε κολλητούλης. Μπήκε στα σπίτια των Αιγυπτίων και των Ρωμαίων, γίνηκε και ταχυδρόμος, και μια μέρα κατέβηκε κι απ’ τους ουρανούς ως Πνεύμα το Άγιον – τέτοιες δόξες φίλε μου.

Κι αφού φτιάχτηκε ο σιδηρόδρομος ο ατμήλατος που πήγαινες από Πειραιά στην Αθήνα, τσουπ ήρθε και εγκαταστάθηκε στη μεγάλη στροφή, μάιντ δε γκαπ μπιτουίν δε τρέιν εντ δε πλάτφορμ, κατάλαβες; και κατέφθασε και το ρεύμα και τσεκάρει έκτοτε τα φορτία και τις τάσεις στις ράγιες να βεβαιωθεί ότι θα ’χουν να πάνε ο κόσμος στη δουλειά τους, και ζει με το ταίρι του κι όλο τρυφεράδα κι αφοσίωση είναι – το ’ξερες αυτό; Αχ, πού να τα δεις στις γλύκες τους.

Πιτσούνια, λέμε.








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αθήναι

Φαντάσου έχεις, λέει, μια γλώσσα, ωραία και καλή, και τη μιλάς σ’ ένα μικρό χωργιό που διατηρείς κάπου σε μια εύκρατη περιοχή τού κόσμου. Δεντράκια, ποταμάκια, αμπελάκια, κι έναν Παρθενώνα να σου βρίσκεται. Και φαντάσου ότι πας καλά, οι δουλειές, τα παιδιά, ψωνίζει ο κόσμος, κάτι μοντελάκια που θα γίνουν παγκοσμίως ανάρπαστα εις το διηνεκές, έλα όμως που οι καιροί αλλάζουν, χωργιό με χωργιό τα τσουγκρίζετε, δε βρίσκετε άκρη, ο κόσμος σας είναι πολύ μικρός, γινόστε μπάχαλο, και νάσου εμφανίζεται ένα πιο ρωμαλέο χωργιό και πιο φρέσκο, κάπου στον Βορρά, άλλο πολίτευμα, πιο ορεξάτο απ’ το δικό σου, ανανεωμένο, και σας βάνει σε σειρά, άλλο πνεύμα, μιλάει τη γλώσσα σου, τη βρίσκει πολύ γκιουζέλ και πολύ αποτελεσματική, παίρνει και μερικούς από τους πιο καλούς σου για δασκάλους των παιδιών του, και το καζάνι αρχινάει να κοχλάζει. Ίδιο προϊόν, ίδια μοντελάκια, άλλο μάρκετινγκ. Άλλες τακτικές πωλήσεων. Κι ενώ έτσι έχουν τα πράματα, αίφνης μια Κυριακή και μια γιορτή, μια πίσημον ημέρα, ένας τύπο...

Λιμήν

Лиман. Διαβάζεται λιμάν. Και θα πει λιμάνι – τι άλλο να πει. Αλλά μια στιγμή. Δεν είναι απ’ τα ελληνικά. Είναι απ’ τα τούρκικα. Βαστιέσαι; Βαστήξου: τα ρώσικα δεν την πήραν τη λεξούλα από τα ελληνικά, γιατί και τα ελληνικά από τα τούρκικα την έχουν πάρει. Ξαναβαστήξου. Υπήρχε μια αρχαία λεξούλα, λειμών. Ελληνικά. Το υγρό λιβάδι. Και καθώς οι λεξούλες ταξιδεύουν και μιλάν για πράγματα που μεταξύ τους μοιάζουν, λειμών σήμαινε κι εκείνο το άλλο το υγρό και ζεστό και φιλόξενο πράμα που ξέρεις. Συνεννοηθήκαμε; Μπράβο. Αυτό εκτιμώ σε σένα: την αντιληπτικότητά σου. Και ταξίδευε που λες η λεξούλα, τι ευλείμων – με ωραία παχιά λιβάδια, τι λειμώνιος – ο του λιβαδιού, τι λειμακίδες – οι νύμφες αυτών των υγρών και ζεστών μερών, αυτές που σου παίρνουν τη μιλιά και μένεις ευσεβής μεν, άλαλος δε. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογούμε, αυτό το καταφύγιο, ο λειμών, κάνει μια παφ και τραβάει μια μετάπτωση, ένα άμπλαουτ που λένε οι γλωσσοτέτοιοι, και τσουπ, προκύπτει ο λιμήν, να σε περικλείει και να σε προστα...

Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες

  Ἡ μαμμὴ καὶ οἱ Νεράιδες. Νικολάου Γ. Πολίτου: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού. Εκδόσεις «Ιστορική Έρευνα». Τηλ. 3637.570 και 3629.498. Αφηγείται ο Κώστας Παπαλέξης.