Τα θηριόποδα ήταν σαρκοφάγοι δεινόσαυροι της Κρητιδικής Περιόδου. Τρέφονταν με νεκρά ζώα. Δίποδα, φοβερά και τρομερά, ανοίγαν τις σαγονάρες τους και μπορούσαν να κάνουν μια χαψιά ολόκληρο άνθρωπο. Δόντια πριονωτά, και δέκα μέτρα μήκος το ζώον, ίσαμε πέντε τόνους πράμα. Όχι να σε φάει – ούτε να σε πατήσει μιλάμε.
Και μετά ένα πρωί άρχισε να μικραίνει, να μικραίνει, λες και το καταράστηκε μάγισσα. Κι όλο και μίκραινε, σαν να προπαθούσε να κρυφτεί, ξερωγώ, να χαϊδευτεί και να ταϊστεί. Δυο τέτοια αμόλησε ο Νώε, ζευγάρι ήταν αυτά, και γυρίσαν και του ’παν πως όπου να ’ναι πιάνει στεριά και δόξα τω Θεώ. Μάλιστα.
Κι ήρθε κι εγκαταστάθηκε στις πόλεις κι έγινε κολλητούλης. Μπήκε στα σπίτια των Αιγυπτίων και των Ρωμαίων, γίνηκε και ταχυδρόμος, και μια μέρα κατέβηκε κι απ’ τους ουρανούς ως Πνεύμα το Άγιον – τέτοιες δόξες φίλε μου.
Κι αφού φτιάχτηκε ο σιδηρόδρομος ο ατμήλατος που πήγαινες από Πειραιά στην Αθήνα, τσουπ ήρθε και εγκαταστάθηκε στη μεγάλη στροφή, μάιντ δε γκαπ μπιτουίν δε τρέιν εντ δε πλάτφορμ, κατάλαβες; και κατέφθασε και το ρεύμα και τσεκάρει έκτοτε τα φορτία και τις τάσεις στις ράγιες να βεβαιωθεί ότι θα ’χουν να πάνε ο κόσμος στη δουλειά τους, και ζει με το ταίρι του κι όλο τρυφεράδα κι αφοσίωση είναι – το ’ξερες αυτό; Αχ, πού να τα δεις στις γλύκες τους.
Πιτσούνια, λέμε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου