Οργανώνουμε οι άνθρωποι. Κοιτάμε το τίποτα και δεν το αντέχουμε. Και το διαβαθμίζουμε. Αυθαίρετα. Ή όχι και τόσο αυθαίρετα. Το ταξινομούμε. Οργανώνουμε, ας πούμε, τον χρόνο με βάση την περιστροφή μας γύρω απ’ τον εαυτό μας. Κι ύστερα με βάση τις βόλτες που κάνουμε γύρω από το άστρο μας. Άλλες μετρήσεις μας τις οργανώνουμε με βάση τα δέκα δάχτυλά μας: δέκα, είκοσι, εκατό, χίλια. Κάποιοι επιμένουν ακόμη σήμερα στις εικοσάδες – σου λέει, κύριε, χέρια και πόδια έχουμε, άρα είκοσι τα δάχτυλα. Τέσσερεις είκοσι και δεκατέσσερα είναι στα γαλλικά το ενενήντα τέσσερα. Κι άλλοι σε δωδεκάδες – τρεις φάλαγγες επί τέσσερα δάχτυλα, ορίστε που σου λέω: δώδεκα. Κι από κει σε εξηντάδες – η ώρα είναι τέτοιο απομεινάρι: εξήντα τα λεπτά, κι εξήντα δευτερόλεπτα το καθένα. Τόσο κάνει πέντε δωδεκάδες: εξήντα. Και για να φτιάξουμε και τα κομπιούτερ, ε πια το γυρίσαμε στο δυαδικό – αφού περνάει ή δεν περνάει ρεύμα είναι οι δύο αξίες, και τρίτη δεν παίζει. Εισήλθαμε στον κόσμο τον ψηφιακό: ναι ή όχι.
Η οργάνωση του σύμπαντος κατά εκφάνσεις – μία είναι και η γραφή: εικονίτσες για λέξεις, ή εικονίτσες που συνδυάζονται και βγάζουν νοήματα. Ή συμβολάκια για συλλαβές, ή, τέλος, γράμματα, ένα για κάθε ήχο: βου, α, βα. Για να καταγράψουμε, να ξαλαφρώσουμε το μυαλό μας, τόσα μου χρωστάς, τόσα κάνει να σου δίνω, τόσα τα πρόβατα του Θανάση. Κι ύστερα γράψαμε κι άλλα πράματα, για τον φόβο του χρόνου – επιγραφές στα μνήματα, στήλες, γράψαμε σκέψεις, γράψαμε ψηφίσματα και ποιήματα. Αναζητήσαμε τον θεό.
Και τους ήχους μας οργανώσαμε. Σε σκάλες, σε κλίμακες, να μην τραγουδάμε στα κουτουρού, να λέμε όλοι το ίδιο, να συνεννοούμαστε, λα δίεση φίλε, θα πει 440 επί 1,05946 ίσον 466,16 Χερτζ. Το κατάλαβες; Τόσο θα τραγουδήσεις. 466,16 Χερτζ ακριβώς. Μπερδεμένο; Μπα. Είναι μέσα στο μυαλό μας έτσι κι αλλιώς το σκαλί. Μοιάζει αυθαίρετο αλλά δεν είναι. Έχει τον φυσικό του λόγο. Έχει αιτία. Αλλά, πάνω απ’ όλα, συνεννοούμαστε. Φτιάχνουμε ορχήστρα – αυτός είναι ο σκοπός του συγκερασμού. Γράφουμε λα δίεση και παίζουμε όλοι το ίδιο. Ανεβοκατεβαίνουμε τις κλίμακες, όλοι το ίδιο, ίδιο βήμα. Ξέρουμε τι μας γίνεται.
Όμορφος κόσμος. Μια χαρά οργανωμένος. Ή περίπου. Τέλος πάντων, ό,τι μπορούμε κάνουμε. Το κατά δύναμιν. Μ’ ένα πρόβλημα όμως: λέμε πέντε, ας πούμε, και πια θεωρούμε ότι αυτό το πέντε είναι κάτι τις. Ότι είναι πράμα. Και, κατά πάσα πιθανότητα, είναι. Είναι οντότητα. Αλλά τα πέντε μέτρα τι είναι; Αέρας κοπανιστός είναι. Είναι πέντε φορές το ένα δεκάκις εκατομμυριοστό της απόστασης από τον Βόρειο Πόλο ώς τον Ισημερινό. Χαιρετίσματα. Σε βλέπω και γελάς και καλά κάνεις. Σου λέει ο άλλος, αυτή η ρόδα πρέπει να είναι ένα κι εβδομήντα τέσσερα. Τι λες φίλε; Υπάρχει σκαλάκι στη φύση που ξεχωρίζει το ένα κι εβδομήντα τέσσερα από το ένα κι εβδομήντα τέσσερα και μισό χιλιοστό; Καθόλου. Το έτσι θέλω του ανθρώπου είναι. Για να φτιάξουμε όλοι την ίδια ρόδα, να ταιριάζει. Μια αυθαιρεσία είναι. Τίποτε άλλο.
Όμως, σιγά σιγά, αυθαιρεσία την αυθαιρεσία, ήρθε το πράμα κι εγκαταστάθηκε στον νου μας. Νομίζουμε πια ότι αριθμοί είναι αυτό που γράφεται στα λογιστικά φύλλα. Ότι λόγος είναι αυτό που βλέπουμε γραμμένο στα βιβλία. Κι ότι μουσική είναι η παρτιτούρα. Ή το σιντί. Η οργάνωση που επιχειρήσαμε γίνεται και βρόχος κι έρχεται και τυλίγει την αντίληψή μας. Πρέπει να είσαι πολύ ψυλλιασμένος για να σκεφτείς αριθμούς που δε μπορεί να γραφτούν σε εξελόφυλλο. Ή χρώματα που δε μπορεί να ονομαστούν. Και πώς να μπορέσεις σήμερα να καταλάβεις σκέψεις άλλων εποχών – πώς με τον σημερινό λόγο κι αυτά που σημαίνει στην πραγματικότητά μας, πώς να καταλάβεις πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι τότε, όταν ο κόσμος ήταν αλλιώς. Πώς να προσεγγίσεις πώς τραγούδαγαν πριν συγκεραστούν οι τονικότητες – πριν το λα δίεση γίνει ίδιο για όλους; Πριν εφευρεθούν οι ορχήστρες. Πριν τις χορωδίες. Όταν το τραγούδι ήταν ακόμη τρόπος γυμνός, σαν χορός πριν τη χορογραφία. Όταν δεν υπήρχε το χαλινάρι του μέτρου να οργανώνει την κατάσταση, δύο τέταρτα και τρία τέταρτα – ούτε τα φόρτε και πιάνο, τα ντόλτσε, τα καντάμπιλε, τα αξελεράντο και τα ριτενούτο. Όταν οι αλλαγές στον τόνο, πάνω κάτω, όταν ήταν απότοκα του λόγου – όπου λόγος και τραγούδι συμπλέκονταν. Όταν, με άλλα λόγια, το τραγούδι ήταν ακόμη εμπλουτισμός – ένας βαθύτερος τρόπος να μιλήσεις. Ένας λόγος με ποιότητα σκέψης. Δεν υπήρχε λόγος να τραγουδήσεις όσο μετρούσες τα πρόβατα του Θανάση. Αν όμως μετρούσες τον βίο του, τώρα που τον έβλεπες να κείτεται χωρίς ζωή μπροστά σου, κι αναλογιζόσουν τον βίο τον δικό σου και τι ’ναι ο άνθρωπος; Κι αν ήθελες να τον ρωτήσεις πράματα τον Θανάση τον πεθαμένο; Αν του μίλαγες; Δεν θα ’πιανες το τραγούδι;
Πολύ νερό κύλησε στο μυαλό τής ανθρωπότητας, κι ανακυκλώθηκε, και ξανακύλησε. Όπως πάντα. Οι άνθρωποι οργανώνουμε καλά καλά μια σκέψη μας, καινούριο κοσκινάκι μου, πνίγουμε το σύμπαν σ’ αυτήν, κι ύστερα, όταν το πράμα φτάσει στο απροχώρητο, δίνουμε και μία στην καρδάρα και τα κάνουμε λίμπα: όχι να το ξανασκεφτούμε, όχι είναι λάθος, όχι τώρα το είδαμε αλλιώς – τέτοια μάς συμβαίνουν μπροστά στο αταξινόμητο και το μεγάλο, αυτό που πάντα υπερβαίνει τις κατηγοριοποιήσεις και τις μετρήσεις μας, και ησυχία δεν βρίσκουμε. Φτιάχνουμε τις φόρμες κι ύστερα τις κάνουμε κομμάτια. Ρηγνύουμε τα κελεύθη. Τέτοιοι τύποι είμαστε. Και πάλι ανακαλύπτουμε τον τροχό – τον κοιτάμε από νέα μεριά. Δεν το τσιγκουνευόμαστε. Κι όπου βγει.
Πώς να ήταν το τραγούδι, όταν ακόμη οι άνθρωποι δεν είχαν χορωδίες και ορχήστρες; Πώς να ήταν όταν ήταν μελισμένος λόγος; Όταν ήταν ήχος σκέψης; Πώς να ακουγόταν η προσευχή; Όταν οι άνθρωποι απευθύνονταν στον θεό τους κυμαίνοντας τον ήχο της ομιλίας τους για να μην αφήσουν πτυχή της ψυχής αφώτιστη; Πώς μπορούμε οι άνθρωποι σήμερα, εμείς που έχουμε ψηθεί ότι μουσική είναι οι νότες και τα μέτρα, και η συναυλία, δηλαδή η παράσταση, πώς μπορούμε να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε με ποιον τρόπο τα φωνητικά ποικίλματα δεν είναι διπλώσεις του τραγουδιστικού ταλέντου μας αλλά ψηλαφίσεις της ύπαρξής μας;
Ρέκβιεμ. Ανάπαυσιν, θα πει. Ίσως η πιο οικεία αιτιατική στον Δυτικό κόσμο. Ανάπαυσιν αιώνιον δος αυτοίς, Κύριε. Ρέκβιεμ ετέρναμ ντόνα έις, Ντόμινε. Άλλωστε εκεί δεν ήταν πάντα όλο το θέμα; Εκεί εστιάστηκε και η αβραμική οργάνωση του κόσμου. Η πιο διάσημη προσευχή, από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια ώς τις μέρες μας. Ανελλιπώς. Δύο χιλιετίες. Με μια φωνή, με πολλές φωνές, με χορωδίες, με ορχήστρες, με όργανο και όργανα, σε εκκλησίες και εκτός, σε αίθουσες συναυλιών – βάλε με τον νου σου. Από μοναχούς σε σκοτεινούς οξυκόρυφους ναούς —η δυτική αντίληψη για το θεϊκό μεγαλείο— ώς σπουδαίους σολίστες σε κατάφωτα μουσικά μέγαρα. Από μουρμουρητά κατάνυξης μέχρι οργανωμένες συνθέσεις για μεγάλα ορχηστρικά και χορωδιακά σύνολα. Από το ημίφως της συντριβής ώς το λαμπρό κόκκινο της βαριάς βελούδινης αυλαίας. Βραδινό ένδυμα, τουαλέτες, τρίτο κουδούνι και απόλυτη ησυχία. Παρακαλούμε απενεργοποιήστε τα κινητά σας.
Και Μορίς Ντιριφλέ. Τωρινός. Μόλις το ’86 πέθανε. Κι έγραψε ελάχιστα. Καμιά δωδεκάδα έργα – να ’την κι η δωδεκάδα που λέγαμε: οι Απόστολοι κι οι Ολύμπιοι θεοί κι οι Μπεκτασήδες ιμάμηδες. Η δωδεκάδα που οργανώνει σε ενότητα. Αλλά παρασυρόμαστε. Καμιά δωδεκάδα τα έργα τού Ντιριφλέ, γιατί τέτοιος ήταν: μυστήριος. Έπρεπε για να εκδώσει έργο, έπρεπε πρώτα να το λιανίσει, κομματάκι κομματάκι, κάθε λεπτομέρεια – γιατί έτσι και γιατί αλλιώς. Το βασάνιζε μέχρι που δεν έπαιρνε άλλο. Έτσι και με το Ρέκβιεμ του. Μέγιστος οργανίστας ο ίδιος. Από τα εικοσιεπτά του και για σαρανταπέντε χρόνια στα πλήκτρα του Σεντ Ετιέν ντι Μοντ, δίπλα στο Πάνθεον. Προσευχητής και καθόλου σόουμαν. Και σοφός μουσικός.
Αν ο Μπαχ τα έβαλε σε σειρά και τα οργάνωσε, αν ο Μότσαρτ τα κατοίκησε, αν ο Μπετόβεν τα χρωμάτισε, ο Ντιριφλέ, οπλισμένος με τα εργαλεία της δικής του εποχής, του 20ού αιώνα, επιχείρησε το ταξίδι πριν από αυτούς. Πριν το συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο. Στο τραγούδι. Στη σιωπή. Στο ανείπωτο.
Επιχείρησε να αφουγκραστεί τον λόγο τον ασχημάτιστο από την γραφή.
Τον Λόγο εν Αρχή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου