Πες, ας πούμε, πως θες να φτιάξεις ένα ποτάμι να κυλάει ψηλά. Να πηγαίνει απ’ τη μια κορυφή στη διπλανή. Να ζεύει δύο υψώματα. Γιατί αλλιώς δε γίνεται – δε μπορείς να το κάνεις το ποτάμι να κατεβαίνει κι ύστερα ν’ ανεβαίνει. Πώς θ’ ανέβει – δε γίνεται. Πρέπει λοιπόν να το κάνεις να πετάει. Οπότε του στρώνεις έναν διάδρομο ψηλά από τη μια κορυφή στην άλλη, να ’ναι και λίγο κατηφορικός, να κυλάει το νερό, να πηγαίνει στον προορισμό του. Ε, και τι θα κάνεις – θα φτιάξεις ένα ντουβάρι ως εκεί απάνω και στην κορφή ποτάμι; Δύσκολο. Πολλή πέτρα. Αλλά, άντε και το ’κανες. Μα θα κόψεις τον κόσμο στα δύο αδερφέ. Στους από δω και στους αποκεί. Δε θα πρέπει κάτω απ’ το ποτάμι το ιπτάμενο να μπορούν να περνάν ανθρώποι και ζωντανά; Πράγματα, εμπορεύματα, κάρα, σκυλιά, γατιά – τι θα κάνουν – όποιος έμεινε από δω εδώ, όποιος από κει εκεί, και πάει, αυτό ήτανε; Πρέπει λοιπόν να το κάνεις το ποτάμι να κυλάει πάνω σε γεφύρι. Από κάτω ελεύθερο. Ανοιχτό. Αλλά πώς να γεφυρώσεις τόσο μεγάλο άνοιγμα, λόφο με ...
επί παντός