Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2025

Καμάρες

Πες, ας πούμε, πως θες να φτιάξεις ένα ποτάμι να κυλάει ψηλά. Να πηγαίνει απ’ τη μια κορυφή στη διπλανή. Να ζεύει δύο υψώματα. Γιατί αλλιώς δε γίνεται – δε μπορείς να το κάνεις το ποτάμι να κατεβαίνει κι ύστερα ν’ ανεβαίνει. Πώς θ’ ανέβει – δε γίνεται. Πρέπει λοιπόν να το κάνεις να πετάει. Οπότε του στρώνεις έναν διάδρομο ψηλά από τη μια κορυφή στην άλλη, να ’ναι και λίγο κατηφορικός, να κυλάει το νερό, να πηγαίνει στον προορισμό του. Ε, και τι θα κάνεις – θα φτιάξεις ένα ντουβάρι ως εκεί απάνω και στην κορφή ποτάμι; Δύσκολο. Πολλή πέτρα. Αλλά, άντε και το ’κανες. Μα θα κόψεις τον κόσμο στα δύο αδερφέ. Στους από δω και στους αποκεί. Δε θα πρέπει κάτω απ’ το ποτάμι το ιπτάμενο να μπορούν να περνάν ανθρώποι και ζωντανά; Πράγματα, εμπορεύματα, κάρα, σκυλιά, γατιά – τι θα κάνουν – όποιος έμεινε από δω εδώ, όποιος από κει εκεί, και πάει, αυτό ήτανε; Πρέπει λοιπόν να το κάνεις το ποτάμι να κυλάει πάνω σε γεφύρι. Από κάτω ελεύθερο. Ανοιχτό. Αλλά πώς να γεφυρώσεις τόσο μεγάλο άνοιγμα, λόφο με ...

Περιστροφή

Δεν είναι ο ήλιος που δύει, το ξέρεις αυτό, έτσι; Είναι η Γη που γυρίζει γύρω απ’ τον εαυτό της. Με 1.670 χιλιόμετρα την ώρα. Φαντάσου. Με πόσο να πας εσύ στην Εθνική. Με εκατό; Εκατόν πενήντα; Διακόσια; Για σκέψου τα 1.670 πόσα είναι. Φαντάσου. Βέβαια, εδώ που βρισκόμαστε είναι ψιλοβόρεια. Πλάτος 40,64° Βόρειο. Οπότε εδώ φεύγουμε προς τα πίσω με μικρότερη ταχύτητα: το συνημίτονο 40,64° επί τα 1.670, δηλαδή με 1.266 χιλιόμετρα την ώρα! Το ’ξερες, έτσι; Αλλά και πάλι. Όπου να ’ναι, τον ήλιο σε λιγάκι θα ’χουμε τόσο γυρίσει κι άλλο που δε θα μας φωτίζει πια. Θα ’χουν πάρει σειρά να φωτιστούν οι αποκεί μεριά, πέρα, αυτοί πέρα από την άκρη της θάλασσας. Ζαλίστηκες; Μπα. Μη φοβάσαι. Είμαστε ένα με το κατάστρωμα. Γυρίζουμε μαζί του και τίποτα δεν καταλαβαίνουμε. Ούτε κραδασμοί, ούτε ζαλάδα, ίλιγγος, τίποτα. Εμείς και τα υπάρχοντά μας. Ρολόγια, ρούχα, η γυναίκα μας, ο άντρας μας και το παιδί, το σπίτι, ο αέρας και τα σύννεφα, τα πάντα. Πιάτα, ποτήρια, λουλούδια, τα καράβια μας. Κι η θάλασσά μ...

Βυζαντινό

Κτήριο με ράμπες ανηφορικές. Μακρείς διάδρομοι, οροφές από ανεπίχριστο σκυρόδεμα, στους τοίχους γυμνά τούβλα ή χρωματισμένος σοβάς, από δω χώροι πλημμυρισμένοι με φως φυσικό, αναπάντεχο, κι από κει άλλοι, προστατευμένοι, κατάλληλα σκοτεινοί, φωτισμένοι τεχνητά όπου χρειάζεται. Και μέσα συναρμοσμένες μαρτυρίες από έναν χιλιόχρονο πολιτισμό, λαμπρό και μυστικό εξίσου. Η διαδρομή από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια της ελληνιστικής Ανατολής, από τα κιονόκρανα και τους πεσσούς, από το ρωμαϊκό κράτος και τον νόμο, την έπαυλη, το ψηφιδωτό δάπεδο και τα πουλιά, από κει στον άμβωνα και τα μαρμαροθετήματα, στον αγωγό  ύδρευσης από οξυπύθμενους αμφορείς που οδηγούν ο ένας μες στον άλλον, στις επιτύμβιες επιγραφές —αλήθεια, τι θα ’χε φθάσει ώς εμάς αν δεν είχαν φροντιστεί με τόση επιμέλεια τόσοι νεκροί— στα νομίσματα και στα χρυσόβουλα, τα εφυαλωμένα σκεύη, στα βιβλία και στις γραφές, στα χειρόγραφα ευαγγέλια, τα είδη ψαρικής, τα σπιρούνια και τις λόγχες και στις άγιες εικόνες και τα άμφια. Ένας ...

Βλέμμα

Το βλέμμα του βρέφους είναι στραμμένο προς εκείνη. Και το δικό της, προς εμάς. Τι βρέφος, δηλαδή. Κοτζάμ άντρας, τουλάχιστον έφηβος. Να τα συναρπαστικά, της ψυχής και του νου: κανείς μας δεν ενοχλείται. Μας φαίνεται φυσιολογικό – έτσι ζωγράφιζαν τα βρέφη τότε, ίσως σκεφτόμαστε. Βλέπεις τα μυαλά μας είναι συντονισμένα στο αφήγημα «μύθος – θρησκεία – επιστήμη». Ότι ο κόσμος βηματίζει σταθερά από το πρώτο προς το δεύτερο, κι από κει πάει στο τρίτο. Σταθερά και προδιαγεγραμμένα – έτσι θα γίνει – τι λέω, έτσι γίνεται ήδη. Και την ίδια στιγμή είμαστε συντονισμένοι και με τον άλλο παράλληλο μύθο: βλέπεις, δεν είχαν φωτογραφικές μηχανές τότε. Η τεχνολογία ήταν στα σπάργανα. Οι άνθρωποι ήταν ατελείς. Και ζωγράφιζαν ατελώς. Τόσο μπορούσε να απεικονίσει ο χρωστήρας την πραγματικότητα. Κι εκείνη μάς κοιτά μέσα από την εικόνα. Τα μάτια της δεν εστιάζουν στα δικά μας. Σκέφτεται, θαρρείς. Σκέφτεται τι θα συμβεί. Και το σκέφτεσαι λιγάκι κι εσύ. Κι ύστερα τα πράγματα σοβαρεύουν. Νομίζεις πως ξέρει. Ίσω...

Λίστες

Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών «Ἀρχοὺς αὖ νηῶν ἐρέω νῆάς τε προπάσας»· τους αρχηγούς λοιπόν θα πω, και τα καράβια όλα. Το πρόβλημα έρχεται από τα βάθη – όσο υπάρχει άνθρωπος. Πώς να μιλήσεις για το ον. Για το όλον. Πώς να το κάνεις με τον λόγο; Αν ο λόγος έφτανε, τ’ άλλα δε θα περίσσευαν; Αλλά δε φτάνει. Μόλις θρασυνθείς κι αρχίσεις και μιλάς, ξέρεις ότι μόνο για ό,τι εσύ γνωρίζεις μπορείς να πεις. Κι απ’ αυτά, μόνο για την όψη τους που εσύ κατανοείς. Κι αυτό το ξέρεις. Οπότε; «Οὐδ᾽ εἴ μοι δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ᾽ εἶεν, φωνὴ δ᾽ ἄρρηκτος, χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη.» Ούτε δέκα γλώσσες να είχα, ούτε δέκα στόματα. Και φωνή καμπάνα και στήθια μέταλλο, απελπίζεται ο Τυφλός που τα πανθ’ ορά. Και πάλι δε θα τα κατάφερνα, λέει. Άλλον τρόπο ψάχνει. Άλλη λειτουργία. Και καταφεύγει στη λίστα. Στον κατάλογο. Αριθμεί τους αρχηγούς και τα καράβια όλα. Των Βοιωτών τον Πηνέλαο, τον Κλονίο, τον Προθήνορα, την Αρκεσίλαο και τον Λήτο. Και τ’ αγόρια υπό τον Ιάλμενο και τον Ασκάλαφο, τα παιδιά του Άρη ...