Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών
«Ἀρχοὺς αὖ νηῶν ἐρέω νῆάς τε προπάσας»· τους αρχηγούς λοιπόν θα πω, και τα καράβια όλα.
Το πρόβλημα έρχεται από τα βάθη – όσο υπάρχει άνθρωπος. Πώς να μιλήσεις για το ον. Για το όλον. Πώς να το κάνεις με τον λόγο; Αν ο λόγος έφτανε, τ’ άλλα δε θα περίσσευαν; Αλλά δε φτάνει. Μόλις θρασυνθείς κι αρχίσεις και μιλάς, ξέρεις ότι μόνο για ό,τι εσύ γνωρίζεις μπορείς να πεις. Κι απ’ αυτά, μόνο για την όψη τους που εσύ κατανοείς. Κι αυτό το ξέρεις. Οπότε;
«Οὐδ᾽ εἴ μοι δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ᾽ εἶεν, φωνὴ δ᾽ ἄρρηκτος, χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη.» Ούτε δέκα γλώσσες να είχα, ούτε δέκα στόματα. Και φωνή καμπάνα και στήθια μέταλλο, απελπίζεται ο Τυφλός που τα πανθ’ ορά. Και πάλι δε θα τα κατάφερνα, λέει. Άλλον τρόπο ψάχνει. Άλλη λειτουργία.
Και καταφεύγει στη λίστα. Στον κατάλογο. Αριθμεί τους αρχηγούς και τα καράβια όλα. Των Βοιωτών τον Πηνέλαο, τον Κλονίο, τον Προθήνορα, την Αρκεσίλαο και τον Λήτο. Και τ’ αγόρια υπό τον Ιάλμενο και τον Ασκάλαφο, τα παιδιά του Άρη και της Αστυόχης, της θυγατέρας του Άκτορος Αζείδη. Τον Επίστροφο και τον Σχεδίο, τους Φωκείς, παιδιά του Ιφίτου Ναυβουλίδη. Σταλμένους απ’ την Κυπάρισσο και την πετρώδη Πυθώ, και την άγια Κρίσα και την Δαυλίδα, από τον Πανοπέα κι απ’ τα μέρη της Υαμπόλεως και της Ανεμωρείας, εκεί που ποτίζει ο Κιφησός, κι από τη Λίλαια, τη χτισμένη στις πηγές του.
Μιλά αυτός, κι εσύ ακούς. Και βλέπεις. Ό,τι κανένας στίχος δε μπορεί να αφηγηθεί. Βλέπεις καράβια και όπλα. Τους άνδρες και τα μέταλλα. Τις σιδερένιες αιχμές και τη σάρκα τη σφιχτή. Τις φωνές, τις προσταγές, την αλμύρα και τον ήλιο. Τις πόλεις. Τα μέρη και τους ποταμούς. Και πάλι τα καράβια. Και την άπνοια. Και τον ιδρώτα.
Είναι μια καταφυγή η λίστα. Και κάθε λίστα. Όπως ένας κατάλογος με καρφιά – κι αυτός λίστα είναι. Ένα καρφί μακρύ κι ένα κοντό, ένα στραβό λοξό, δύο ίδια, ένα άλλο σκολιό, ένα κεκαμμένο κι ένα ανάποδο, κι άλλο ένα, καρφί μοιάζει κι αυτό, βάλτο μαζί με τ' άλλα, ποτάμι τα καρφιά και ρέουν, κι έρχεται κι ο ήχος, τα καρφώματα στα ξύλα τα χοντρά και τα σφυριά, άλλο σφυρί καρφί κι άλλο καρφί και ξύλο, κι άλλο το χοντρό καδρόνι, άλλο η σανίδα, αλλιώς δονείται απ’ τη σφυριά, ακανόνιστη αρμονία, τη μια στιγμή όλοι μαζί κι ύστερα ησυχία, ένας χτύπος μόνος του, ύστερα πάλι ξεσπούν, μαζί και οι ομιλίες, χέρια των ανθρώπων σκληρά, ποδήματα, ενδύματα, δουλειά και σκόλη, το σπίτι, ομιλίες ξανά, μεγάλοι, μικροί, οι γυναίκες, οι έρωτες και τα παιδιά, ήλιος και φεγγάρι, κάψα και χιονιάς, ο μάστορης, η σακούλα τα καρφιά, επιδέξιοι μεταλλουργοί – η φωτιά, το φυσερό, τα σανδάλια που φόραγε ο παραγιός, το σχολείο και η γραφή, η άσκηση με το όπλο και η μυρωδιά του αλόγου.
Είναι μια πρόφαση ο κατάλογος. Μια μούσα. Τέχνημα της μεγάλης αφήγησης. Μαζεμένα πράματα με άλλοθι μια μόνο κοινή τους ιδιότητα —από δω οι αρχηγοί της εκστρατείας, από κει τα καρφιά— έτσι που το σύνολο φαντάζει νόμιμο, ομοειδές, το ’να πράμα κάτω απ’ τ’ άλλο, το ’να δίπλα στ’ άλλο. Και μόλις πάρεις να διαβάζεις ένα ένα τα στοιχεία, έναν έναν αρχηγό, ένα ένα το καρφί, κι αφεθείς, εφορμά ο κόσμος. Πέρα από λόγο και περιγραφή. Καθώς, ησυχασμένος απ’ τις ομοιότητες, παραδίνεσαι στις διαφορές, καταφθάνουν στ’ αυτιά σου οι φωνές. Ξυπνάν τα χέρια, τα καρφώματα, ο ήλιος, οι μαστόροι, οι γυναίκες, τα φιλιά και τα πέπλα, σηκώνεται το ανείπωτο και συνομιλεί.
Και τότε φανερώνεται κι η Βασίλισσα. Άνθρωπος κανονικός, σαν όλους. Σου μιλά για όλα τα πάντα – αφού σε αφορούν. Κι εσύ αμέσως το καταλαβαίνεις ότι ναι, σε αφορούν, πώς δεν το ’χες σκεφτεί νωρίτερα. Και σου λέει ιστορίες, έχει τόσους νεκρούς να νοιαστεί, κανέναν τους δεν προδίνει, κι αυτοί τής εμπιστεύονται πράματα που δεν τα ξέρουν ο κόσμος, και σου εξηγεί, σου περιγράφει, και πάλι αυτονόητα σου φαίνονται όλ’ αυτά, μα φυσικά, σκέφτεσαι, φυσικά, και όλο και εισέρχεσαι, ιστορίες και σκεύη, ιερά, φροντισμένα, περίτεχνα κοσμήματα, θρύμματα, θραύσματα, άσπιλα ρούχα και βελόνες, πήλινα, πόρπες, ξόανα, φυλαχτά και πουλιά, κράνη, όπλα και κλειδιά, ένα σύμπαν.
Και νιώθεις υψηλός φιλοξενούμενος οπότε αρχίζεις και καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για τη Βασίλισσα – είναι ιδιότητα δική της ότι είσαι υψηλός φιλοξενούμενος, δεν είναι δικιά σου. Λοιπόν και διαλέγεται αυτή με τον κόσμο, κι εκείνον, κι ετούτον, βρίζει αλλά δεν πιάνεται αυτό σαν βρισιά, πίνει και καμιά μπίρα – με τόσα που ακούει, κι αφού μοιραστεί μαζί σου τα θέματα του βασιλείου πάει και χάνεται, έχει τόσα να φροντίσει, και τότε πια δε χωρεί αμφιβολία παραμικρή. Δεν ήταν οι κατάδεσμοι και τα περίαπτα. Δεν ήταν τα μάγια και τα φυλαχτά. Ήταν αυτή, η ίδια. Θα σου πάρει πολύν καιρό να βρεις τη φωνή σου, και να μιλήσεις κάποτε για όλ’ αυτά.
Αν ποτέ μιλήσεις. Γιατί είναι αρχαίο το πρόβλημα. Όσο υπάρχει άνθρωπος: και να μιλήσεις, τι θα πεις;
----------------------
Στη φωτογραφία, λεπτομέρεια προθήκης από το Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου