Πες, ας πούμε, πως θες να φτιάξεις ένα ποτάμι να κυλάει ψηλά. Να πηγαίνει απ’ τη μια κορυφή στη διπλανή. Να ζεύει δύο υψώματα. Γιατί αλλιώς δε γίνεται – δε μπορείς να το κάνεις το ποτάμι να κατεβαίνει κι ύστερα ν’ ανεβαίνει. Πώς θ’ ανέβει – δε γίνεται. Πρέπει λοιπόν να το κάνεις να πετάει. Οπότε του στρώνεις έναν διάδρομο ψηλά από τη μια κορυφή στην άλλη, να ’ναι και λίγο κατηφορικός, να κυλάει το νερό, να πηγαίνει στον προορισμό του.
Ε, και τι θα κάνεις – θα φτιάξεις ένα ντουβάρι ως εκεί απάνω και στην κορφή ποτάμι; Δύσκολο. Πολλή πέτρα. Αλλά, άντε και το ’κανες. Μα θα κόψεις τον κόσμο στα δύο αδερφέ. Στους από δω και στους αποκεί. Δε θα πρέπει κάτω απ’ το ποτάμι το ιπτάμενο να μπορούν να περνάν ανθρώποι και ζωντανά; Πράγματα, εμπορεύματα, κάρα, σκυλιά, γατιά – τι θα κάνουν – όποιος έμεινε από δω εδώ, όποιος από κει εκεί, και πάει, αυτό ήτανε;
Πρέπει λοιπόν να το κάνεις το ποτάμι να κυλάει πάνω σε γεφύρι. Από κάτω ελεύθερο. Ανοιχτό. Αλλά πώς να γεφυρώσεις τόσο μεγάλο άνοιγμα, λόφο με λόφο. Ούτε αυτό γίνεται. Οπότε τι κάνεις; Φτιάνεις γεφυρούλες γεφυρούλες τη μια δίπλα στην άλλη, τη μια πάνω στην άλλη, κι άμα είσαι και καλλιτέχνης αρχινάς και το παιχνίδι, αυτή η γεφυρούλα να πατάει πάνω σ’ ετούτη, κι άλλη πάνω σ’ εκείνη, κι οι δυο μαζί στην τρίτη – άσε, η χαρά του παιχνιδιάρη.
Κι επειδή έχεις και μεγάλα ανοίγματα από πόδι σε πόδι, πώς να κάνεις, να καθίσεις μια πλάκα μάρμαρο να τα στεφανώσεις και πάνω από την πλάκα ν’ αρχίσεις να σωριάζεις πέτρες να φτάσεις στον επόμενο όροφο, κι ύστερα άλλη πλάκα; Είναι τρελό το βάρος. Και πού θα βρεις τόσο χοντρό και μονοκόμματο μάρμαρο να στεφανώσεις δυο πόδια που στέκονται τόσο μακριά το ένα από το άλλο. Κι ύστερα να χτίσεις κι από πάνω και να συνεχίσεις ν’ ανεβαίνεις; Δε γίνονται αυτά.
Γίνονται όμως άλλα: άμα ξεκινήσεις από τα δυο τα πόδια, τους πεσσούς, και σωριάζεις πέτρες αψιδωτά, καλά πελεκημένες, να εφαρμόζουν, να κάνουν μισό κύκλο πάνω από το άνοιγμα, τοξωτά, άμα τις βάλεις σωστά, βάλεις και την τελευταία πάνω πάνω, το κλειδί που λένε, αυτό το κλειδί σφηνώνει και ρίχνει το βάρος του στις δυο πλαϊνές του πέτρες, κι αυτές με τη σειρά τους, κι αυτές σφηνωμένες, σπρώχνουν τις πλαϊνές τους, κι αυτές τις δικές τους πλαϊνές, και πάει λέγοντας, κι έρχεται όλο το βάρος και κάθεται πάνω στα δυο τα πόδια.
Τώρα μάλιστα. Κάν’ τα γερά τα πόδια κι έχεις το κεφάλι σου ήσυχο. Γερά και παχιά. Βάλε με τον νου σου τι βάρος θα πρέπει να σηκώσουν, και κάνε ανάλογα. Και πάνω απ’ την καμάρα συνέχισε ν’ ανεβαίνεις, κι άλλη καμάρα. Κι επειδή η σπρωξιά από το βάρος, αυτά τα πόδια, όσο χοντρά και γερά κι αν είναι, επειδή τα κάνει να θέλουν ν’ ανοίξουν και προς τα έξω, στο σημείο που πατάει απάνω τους η καμάρα, στο επίκρανο, εκεί να ’χεις βάλει κι ένα σίδερο οριζόντιο να τα δένει τα δυο τα πόδια, έναν ελκυστήρα. Να το τραβάνε αυτά το σίδερο, κι αυτό να τα συγκρατεί.
Και την έχεις δέσει την κατασκευή σου. Κι άμα τα ’χεις υπολογίσει σωστά και όμορφα, και δυο και τρεις ορόφους μπορείς να συνεχίσεις το παιχνίδι σου με τις καμάρες και με τ’ ανοίγματα, ν’ ανέβεις και ν’ ανέβεις, κι ύστερα να ’ρθει το νερό να κυλήσει γάργαρο, κι ο κόσμος από κάτω να πηγαίνουν στις δουλειές τους, χειμώνα καλοκαίρι, κι απάνω τα πουλιά.
Να υψιπετούν να χαίρονται.
---------------------------
Καμάρες. Ρωμαϊκό υδραγωγείο. Σ’ αυτήν τη μορφή από τους Οθωμανούς. Υδροδοτούσε τη χερσόνησο της Παναγίας. Καβάλα.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου