Το βλέμμα του βρέφους είναι στραμμένο προς εκείνη. Και το δικό της, προς εμάς.
Τι βρέφος, δηλαδή. Κοτζάμ άντρας, τουλάχιστον έφηβος. Να τα συναρπαστικά, της ψυχής και του νου: κανείς μας δεν ενοχλείται. Μας φαίνεται φυσιολογικό – έτσι ζωγράφιζαν τα βρέφη τότε, ίσως σκεφτόμαστε. Βλέπεις τα μυαλά μας είναι συντονισμένα στο αφήγημα «μύθος – θρησκεία – επιστήμη». Ότι ο κόσμος βηματίζει σταθερά από το πρώτο προς το δεύτερο, κι από κει πάει στο τρίτο. Σταθερά και προδιαγεγραμμένα – έτσι θα γίνει – τι λέω, έτσι γίνεται ήδη.
Και την ίδια στιγμή είμαστε συντονισμένοι και με τον άλλο παράλληλο μύθο: βλέπεις, δεν είχαν φωτογραφικές μηχανές τότε. Η τεχνολογία ήταν στα σπάργανα. Οι άνθρωποι ήταν ατελείς. Και ζωγράφιζαν ατελώς. Τόσο μπορούσε να απεικονίσει ο χρωστήρας την πραγματικότητα.
Κι εκείνη μάς κοιτά μέσα από την εικόνα. Τα μάτια της δεν εστιάζουν στα δικά μας. Σκέφτεται, θαρρείς. Σκέφτεται τι θα συμβεί. Και το σκέφτεσαι λιγάκι κι εσύ. Κι ύστερα τα πράγματα σοβαρεύουν. Νομίζεις πως ξέρει. Ίσως να ξέρει τι σκέφτεσαι. Ξέρει ότι ο νους μας κυβερνιέται από μύθους. Και ξέρει τι κάνουμε με το βρέφος.
Ξέρει και δεν ομιλεί. Γι’ αυτό τα χείλη της είναι στενά και μικρά – η σοφία δεν είναι ομιλούσα. Έχει μύτη μακριά και καθαρή, όμορφη και χωρίς ατέλειες. Κι μάτια που δεν κοιτάν. Βλέπουν.
Η αυτοκρατορία της πνέει τα λοίσθια. Το σύμπαν διαλύεται, κι είναι επόμενο τέτοιους καιρούς να την αναζητάς στα πινέλα και στη ζωγραφική. Και στο βλέμμα της που ξέρει τι διακυβεύεται.
Σκεφτόμαστε ό,τι να ’ναι – νεωτερικούς μύθους της επιστήμης και της τεχνολογίας, αμπελοφιλοσοφίες, κυριολεκτικώς ό,τι να ’ναι – όλα με ένα σκοπό: να μη μας φανεί περίεργο που ενώ δε μοιάζει με πραγματική, εμείς την εκλαμβάνουμε πραγματικά. Το βρίσκουμε φως φανάρι. Καταλαβαίνουμε ότι επιμένει να κοιτάζει το μέσα ποτάμι, και ξέρουμε τι κοιτάει. Κι ανταποκρινόμαστε.
Είναι θέμα ιδιοπροσωπίας μιας φυλής.
----------------------
Παναγία Γλυκοφιλούσα, έργο του ζωγράφου Ιωάννη, δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου