Κτήριο με ράμπες ανηφορικές. Μακρείς διάδρομοι, οροφές από ανεπίχριστο σκυρόδεμα, στους τοίχους γυμνά τούβλα ή χρωματισμένος σοβάς, από δω χώροι πλημμυρισμένοι με φως φυσικό, αναπάντεχο, κι από κει άλλοι, προστατευμένοι, κατάλληλα σκοτεινοί, φωτισμένοι τεχνητά όπου χρειάζεται. Και μέσα συναρμοσμένες μαρτυρίες από έναν χιλιόχρονο πολιτισμό, λαμπρό και μυστικό εξίσου.
Η διαδρομή από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια της ελληνιστικής Ανατολής, από τα κιονόκρανα και τους πεσσούς, από το ρωμαϊκό κράτος και τον νόμο, την έπαυλη, το ψηφιδωτό δάπεδο και τα πουλιά, από κει στον άμβωνα και τα μαρμαροθετήματα, στον αγωγό ύδρευσης από οξυπύθμενους αμφορείς που οδηγούν ο ένας μες στον άλλον, στις επιτύμβιες επιγραφές —αλήθεια, τι θα ’χε φθάσει ώς εμάς αν δεν είχαν φροντιστεί με τόση επιμέλεια τόσοι νεκροί— στα νομίσματα και στα χρυσόβουλα, τα εφυαλωμένα σκεύη, στα βιβλία και στις γραφές, στα χειρόγραφα ευαγγέλια, τα είδη ψαρικής, τα σπιρούνια και τις λόγχες και στις άγιες εικόνες και τα άμφια.
Ένας κατάλογος σημείων. Κουκίδες που αποζητούν να ενωθούν, να φανεί η εικόνα ολόκληρη, να γίνει αντιληπτή η διαπίδυση, η όλη διάσταση, οι ναοί με τα μαρμάρινα γλυπτά θωράκιά τους να συνδεθούν με τα πέτρινα ξωκλήσια και τα τέμπλα, και τα αρχαία τείχη και οι τοίχοι να οδηγήσουν στις γνώριμες ξερολιθιές στους αγρούς και στα μποστάνια, κι από κει πάλι πίσω στους τοίχους του Μουσείου με τα γυμνά τα τούβλα – ενός κτηρίου που φαίνεται να ξεπηδά μέσα από τον πολιτισμό που ιστορεί – ένα σύγχρονο αποτύπωμά του – κάπως έτσι, λες, θα το ’φτιαχναν σήμερα οι ίδιοι οι ιστορούμενοι.
Αμαρτία εξομολογημένη του αρχιτέκτονα. Αυτό τον απασχολούσε: πώς θα ’ναι το κτήριο ύστερα από πολλά χρόνια απ’ την κατασκευή του. Πώς θα φαίνεται. Πώς θα παλιώνει.
Πάνε κοντά τριανταπέντε χρόνια απ’ όταν πέσαν τα μπετά. Και το κτήριο φαίνεται απάλιωτο. Ενεργού πολιτισμού φωνή νεαρά.
-------------------------------
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, Θεσσαλονίκη. Αρχιτέκτων Κυριάκος Κρόκος. Κατωφερική ράμπα εξόδου. Επισκέπτες. Και στο βάθος η Πόλις.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου